Πρώτος Πόλεμος του Οπίου
Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου (1839-1842), γνωστός επίσης ως Πόλεμος του Οπίου ή Άγγλο-Κινέζικός Πόλεμος, διεξήχθη ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυτοκρατορία των Τσινγκ λόγω των αντιμαχόμενων απόψεών τους πάνω σε διπλωματικές σχέσεις, το εμπόριο, καθώς και την απονομή της δικαιοσύνης για ξένους υπηκόους.[1]
Στον 17ο και στον 18ο αιώνα, η ζήτηση για τα κινέζικα αγαθά (συγκεκριμένα μετάξι, πορσελάνη και τσάι) στην ευρωπαϊκή αγορά δημιούργησε μια εμπορική ανισορροπία, επειδή η αγορά για τα δυτικά αγαθά στην Κίνα ήταν πρακτικά, ανύπαρκτη. Η Κίνα ήταν αυτάρκης σε ικανοποιητικό βαθμό και στους Ευρωπαίους δεν επιτρέπονταν πρόσβαση στα εσωτερικά θέματα της Κίνας. Το ευρωπαϊκό ασήμι εισάγονταν στην Κίνα όταν το σύστημα της Καντόνας, που δημιουργήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα, περιόρισε το θαλάσσιο εμπόριο στην Καντόνα και στους Κινέζους εμπόρους. Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (ΕΑΙ) είχε το μονοπώλιο του βρετανικού εμπορίου. Η ΕΑΙ ξεκίνησε να βγάζει σε πλειστηριασμό όπιο που καλλιεργούσε σε φυτείες της στην Ινδία με σκοπό σε ανεξάρτητους ξένους εμπόρους με αντάλλαγμα ασήμι. Το όπιο τότε μεταφέρονταν στις κινεζικές ακτές και πωλούνταν σε Κινέζους μεσάζοντες οι οποίοι το μεταπωλούσαν μέσα στην Κίνα. Αυτή η αντιστροφή στη ροή του ασημιού καθώς και ο αυξανόμενος αριθμός εθισμών στο όπιο ανησύχησε τις κινεζικές αρχές.
Το 1839, ο αυτοκράτορας Νταουγκάνγκ, απορρίπτοντας προτάσεις για νομιμοποίηση και φορολόγηση του οπίου, διόρισε τον Λιν Ζεξού για να λύσει το πρόβλημα εξαφανίζοντας το εμπόριο. Ο Λιν κατάσχεσε 20.000 σεντούκια με όπιο (περίπου 1210 τόνους) χωρίς να προσφέρει αποζημίωση, απέκλεισε το εμπόριο και περιόρισε τους εμπόρους στα καταλύματα τους.[2] Η Βρετανική κυβέρνηση, παρόλο που δεν αρνήθηκε το δικαίωμα της Κίνας να ελέγχει τις εισαγωγές του ναρκωτικού, εναντιώθηκε σε αυτό το απροσδόκητο μέτρο και χρησιμοποίησε το ναυτικό της και το πυροβολικό της για να προκαλέσει μια γρήγορη και αποφασιστική ήττα.[1]
Το 1842, η συνθήκη του Ναντσίνγκ, η πρώτη από τις συνθήκες που οι Κινέζοι αποκάλεσαν "άνισες", χορήγησε μια αποζημίωση και ετεροδικία στη Βρετανία, το άνοιγμα πέντε λιμανιών της συνθήκης και την εκχώρηση του νησιού του Χονγκ Κονγκ. Η αποτυχία της συνθήκης να ικανοποιήσει τους βρετανικούς στόχους, που αφορούσαν τη βελτίωση του εμπορίου και τις διπλωματικές σχέσεις οδήγησαν στον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860).[3] Ο πόλεμος αυτός θεωρείται στην Κίνα ως η αρχή της σύγχρονης κινέζικης ιστορίας.
Προϊστορία-Το Ευρωπαϊκό εμπόριο με την Ασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το άμεσο θαλάσσιο εμπόριο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα ξεκίνησε το 1557, όταν οι Πορτογάλοι μίσθωσαν ένα στράτευμα στο Μακάου. Άλλα ευρωπαϊκά έθνη σύντομα ακολούθησαν την τακτική των Πορτογάλων, εισερχόμενοι στο υπάρχον θαλάσσιο εμπορικό δίκτυο για να ανταγωνιστούν με Άραβες, Κινέζους, Ινδούς και Ιάπωνες εμπόρους στο ενδοπεριφερειακό εμπόριο.[4] Μερκαντιλιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη εναντιώθηκαν στη διαρκή εκροή ασημιού για να πληρώνουν για ασιατικά αγαθά, και έτσι οι Ευρωπαίοι έμποροι συχνά επιζητούσαν να βγάλουν κέρδος από το ενδοπεριφερειακό ασιατικό εμπόριο ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τα προϊόντα που θα έστελναν στις πατρίδες τους.[4]
Μετά την ισπανική κατάκτηση των Φιλιππίνων, η ανταλλαγή αγαθών μεταξύ Ευρώπης και Κίνας αυξήθηκε δραματικά. Από το 1565, η ετήσια Γαλέρα της Μανίλας εφοδίαζε με τεράστιες ποσότητες ασημιού το ασιατικό εμπορικό δίκτυο, και συγκεκριμένα την Κίνα, από τα Ισπανικά ορυχεία στη Νότια Αμερική. Όσο η ζήτηση αυξανόταν στην Ευρώπη, τα κέρδη που αποκόμιζαν οι Ευρωπαίοι έμποροι από το ασιατικό εμπορικό δίκτυο και χρησιμοποιούνταν για τις αγορές ασιατικών αγαθών σταδιακά αντικαταστάθηκαν από την άμεση εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων από την Ευρώπη με αντάλλαγμα τα ασιατικά προϊόντα.[4]
Τα βρετανικά πλοία άρχισαν σταδιακά να πλησιάζουν τις ακτές της Κίνας το 1635. Χωρίς να θεμελιώσουν επίσημες σχέσεις μέσω του συστήματος των παραποτάμων, οι Βρετανοί έμποροι είχαν την άδεια να κάνουν συναλλαγές στα λιμάνια της Ζιουσάν και της Ξιαμέν πέρα από της Καντόνας.[5]
Το εμπόριο ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την ελάφρυνση των περιορισμών στο θαλάσσιο εμπόριο το 1680 από την δυναστεία των Τσινγκ, αμέσως μετά που η Ταϊβάν έπεσε στον έλεγχο των Τσινγκ. Ακόμα και ρητορική που αφορούσε την "κατάσταση των παραποτάμων" από τους Ευρωπαίους αποσιωπήθηκε.[5] Η Καντόνα (σήμερα Γκουανγκτζού) ήταν το λιμάνι που προτιμούσαν οι περισσότεροι ξένοι έμποροι. Τα πλοία προσπάθησαν να προσεγγίσουν και άλλα λιμάνια, ωστόσο τα οφέλη ήταν ασύγκριτα λιγότερα διότι η γεωγραφική θέση του λιμανιού της Καντόνας πάνω στις εκβολές του ποταμού Περλ ήταν συγκριτικά με άλλα λιμάνια πολύ καλύτερη, καθώς και το εμπορικό της δίκτυο. Επίσης η Καντόνα είχε τεράστια εμπειρία στο να εξισορροπεί τις ζητήσεις του Πεκίνου με αυτές των Κινέζων και των ξένων εμπόρων.[6] Από το 1700 έως το 1842, η Καντόνα κυριαρχούσε στο θαλάσσιο εμπόριο με την Κίνα και αυτή η περίοδος έμεινε γνωστή ως "Το σύστημα της Καντόνας".
Το επίσημο Βρετανικό εμπόριο διεξάγονταν υπό την αιγίδα της Βρετανικής εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, η οποία διατηρούσε βασιλικά πλοία για το εμπόριο με την Άπω Ανατολή. Η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών σταδιακά κυριάρχησε στο σινο-ευρωπαϊκό εμπόριο από τη θέση της στην Ινδία.[7]
Από την απαρχή του συστήματος της Καντόνας το 1757, το εμπόριο αγαθών από την Κίνα ήταν εξαιρετικά επικερδές για τους Ευρωπαίους αλλά και για τους Κινέζους εμπόρους εξίσου. Ωστόσο, αλλοεθνείς έμποροι είχαν την άδεια να κάνουν συναλλαγές μόνο με μια ομάδα Κινέζων εμπόρων, γνωστών και ως Κοχόνγκ. Επιπλέον ήταν περιορισμένοι στην Καντόνα. Οι ξένοι μπορούσαν να ζουν μόνο σε ένα από τα Δεκατρία Εργοστάσια κοντά στο Νησί Σαμέεν, και δεν είχαν την άδεια να εισέλθουν ή ακόμα περισσότερο να ζήσουν και να κάνουν εμπόριο σε κανένα άλλο μέρος της Κίνας.
Ενώ το εμπόριο μεταξιού και πορσελάνης αυξήθηκε λόγω της ζήτησης τους στη Δύση,μια ασταμάτητη απαίτηση για τσάι υπήρχε στη Βρετανία. Ωστόσο, μόνο το ασήμι ήταν αποδεκτό ως μέσο πληρωμής από την Κίνα, κάτι που οδήγησε σε ένα χρόνιο εμπορικό έλλειμμα[8][9]. Από τα μέσα του 17ου αιώνα περίπου 28 εκατομμύρια κιλά ασημιού ελήφθησαν από την Κίνα, κυρίως από ευρωπαϊκές δυνάμεις, με αντάλλαγμα τα κινέζικα αγαθά[10].
Η Βρετανία ήταν στο σύστημα χρυσού από τον 18ο αιώνα, επομένως είχε να αγοράσει ασήμι από την ηπειρωτική Ευρώπη και το Μεξικό για να ικανοποιήσει τις κινεζικές απαιτήσεις για αυτό.[11] Προσπάθειες από μια αγγλική πρεσβεία (υπό την ηγεσία του Μακ Κάρντνεϊ το 1793), μια δανική αποστολή (υπό τον Βαν Μπράαμ το 1794. Η αποστολή της Ρωσίας υπό τον Γκολόβκιν το 1805 και μια ακόμη αγγλική το 1816 να διαπραγματευτούν την πρόσβαση στην Κινεζική αγορά απέτυχαν λόγω των συνεχόμενων αυτοκρατορικών διαδοχών.[9]
Το 1817, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι μπορούν να μειώσουν τα εμπορικά ελλείμματα μετατρέποντας την ινδική αποικία σε επικερδή κάνοντας αντί-εμπόριο οπίου με αυτήν.[12] Η αυτοκρατορία των Τσινγκ αρχικά ανέχτηκε την εισαγωγή οπίου, επειδή δημιούργησε έναν έμμεσο φόρο για τους Κινέζους υπηκόους, ενώ έπετρεπαν στους Βρετανούς να διπλασιάσουν την εξαγωγές τσαγιού από την Κίνα στην Αγγλία ,και δια τούτου να κερδοσκοπούν από το μονοπώλιο στις εξαγωγές του τσαγιού η αυτοκρατορία των Τσινγκ και οι υπηρέτες της.[13]
Το όπιο παραγόταν σε παραδοσιακές περιοχές βαμβακοκαλλιέργειας της Ινδίας κάτω από την επίβλεψη της Βρετανικής εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και στις πριγκιπικές περιοχές, έξω από τον έλεγχο της εταιρείας. Και οι δύο περιοχές είχαν πληγεί σκληρά από την εισαγωγή των εργοστασιακά παραγόμενων βαμβακερών υφασμάτων, με βαμβάκι καλλιεργημένο στην Αίγυπτο. Το όπιο δημοπρατούνταν στην Καλκούτα με τον όρο να σταλθεί από Βρετανούς εμπόρους στην Κίνα. Το όπιο ως ιατρικό φάρμακο είχε καταγραφεί σε κείμενα από την απαρχή της δυναστείας των Τανγκ, αλλά η ψυχαγωγική του χρήση είχε περιοριστεί δια νόμου.
Οι βρετανικές πωλήσεις οπίου ξεκίνησαν το 1781 και πενταπλασιάστηκαν στο διάστημα 1821-1837.Τα πλοία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών μετέφεραν τα φορτία τους σε νησιά μακριά από τις ακτές, ειδικά στο Νησί Λίντιν, όπου οι Κινέζοι έμποροι με γρήγορα και καλά εξοπλισμένα πλοιάρια έπαιρναν τα αγαθά για εγχώρια διανομή, πληρώνοντας γι' αυτά με ασήμι και προκαλώντας μια μετατόπιση στη ροή τους. Το 1820, τον καιρό που η αυτοκρατορία των Τσινγκ χρειαζόταν χρηματοδότηση για να καταστείλει τις εξεγέρσεις, η ροή του ασημιού είχε αντιστραφεί: οι Κινέζοι έμποροι το εξήγαγαν για να πληρώσουν το όπιο. Το αυτοκρατορικό δικαστήριο συζητούσε πότε ή πως να τερματίσει το εμπόριο οπίου, αλλά οι προσπάθειές του έπεφταν στο κενό εξαιτίας των τοπικών αξιωματικών που είχαν τεράστιο κέρδος, συμπεριλαμβανομένων κερδών από φόρους και δωροδοκίες.[14]
Μια κρίσιμη καμπή έγινε το 1834: μεταρρυθμιστές στην Αγγλία, που υποστήριζαν το ελεύθερο εμπόριο, πέτυχαν να τερματίσουν το μονοπώλιο της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών μέσω της Συνταγματικής Πράξης της Αγίας Ελένης του 1833, ανοίγοντας τελικά το βρετανικό εμπόριο σε ιδιώτες επιχειρηματίες, πολλοί από τους οποίους μπήκαν στο προσοδοφόρο εμπόριο οπίου στην Κίνα. Αμερικάνοι έμποροι αναμείχθηκαν με τη σειρά τους και ξεκίνησαν να εισάγουν όπιο από την Τουρκία στην κινέζικη αγορά: ήταν χειρότερης ποιότητας, αλλά φτηνότερης παραγωγής, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του ανταγωνισμού μεταξύ Αμερικανών και Βρετανών εμπόρων, που είχε ως αποτέλεσμα να πέσει χαμηλά η τιμή του οπίου, αυξάνοντας όμως τις πωλήσεις.[15]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Tsang, Steve (2007). A Modern History of Hong Kong. I.B.Tauris. p. 3–13, 29. ISBN 1-84511-419-1.
- ↑ Farooqui, Amar (Μαρτίου 2005). Smuggling as Subversion: Colonialism, Indian Merchants, and the Politics of Opium, 1790–1843. Lexington Books. ISBN 0739108867.
- ↑ Tsang 2004, p. 29
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Gray 2002, σελ. 22-23.
- ↑ 5,0 5,1 Spence 1999, σελ. 120.
- ↑ Van Dyke, Paul A. (2005). The Canton trade: life and enterprise on the China coast, 1700–1845. Hong Kong: Hong Kong University Press. σελίδες 6–9. ISBN 962-209-749-9.
- ↑ Bernstein, William J. (2008). A splendid exchange: how trade shaped the world. New York: Atlantic Monthly Press. σελ. 286. ISBN 978-0-87113-979-5.
- ↑ Alain Peyrefitte, The Immobile Empire—The first great collision of East and West—the astonishing history of Britain's grand, ill-fated expedition to open China to Western Trade, 1792–94 (New York: Alfred A. Knopf, 1992), p. 520
- ↑ 9,0 9,1 Peyrefitte 1993, p487-503
- ↑ Early American Trade Αρχειοθετήθηκε 2009-02-24 στο Wayback Machine., BBC
- ↑ Liu, Henry C. K. (4 September 2008). Developing China with sovereign credit Αρχειοθετήθηκε 2015-09-23 στο Wayback Machine.. Asia Times Online.
- ↑ Hanes III, W. Travis· Sanello, Frank (2002). The Opium Wars. Naperville, Illinois: Sourcebooks, Inc. σελ. 20.
- ↑ Peyrefitte, 1993 p520
- ↑ Peter Ward Fay, The Opium War, 1840–1842: Barbarians in the Celestial Empire in the Early Part of the Nineteenth Century and the Way by Which They Forced the Gates Ajar (Chapel Hill, North Carolina:: University of North Carolina Press, 1975).
- ↑ China: The First Opium War