Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρίτσαρντ Κόντε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρίτσαρντ Κόντε
Γέννηση24 Μαρτίου 1910 (1910-03-24)
Θάνατος15 Απριλίου 1975 (65 ετών)
Λος Άντζελες
Αιτία θανάτουκαρδιακή προσβολή
εγκεφαλικό επεισόδιο.
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςWestwood Village Memorial Park Cemetery
Εθνικότητα Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΣπουδέςWilliam L. Dickinson High School[1]
Ιδιότητασκηνοθέτης κινηματογράφου, ηθοποιός θεάτρου, ηθοποιός ταινιών, ηθοποιός τηλεόρασης και ηθοποιός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ρίτσαρντ Κόντε (αγγλικά: Nicholas Peter Conte‎‎), (Τζέρσεϊ Σίτι, 24 Μαρτίου 1910 - Λος Άντζελες, 15 Απριλίου 1975) ήταν Αμερικανός ηθοποιός. Μερικές από πιό γνωστές συμμετοχές του σε ταινίες είναι: Η κραυγή της πόλης (1948), οι Άνθρωποι του αίματος (1949), οι Αριστοκράτες του Εγκλήματος (1955), και Ο Νονός (1972).

Ο Ρίτσαρντ Κόντε γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1910, στο Τζέρσεϊ Σίτι του Νιου Τζέρσεϋ και ήταν γιος ενός Ιταλού-Αμερικανού κουρέα.[2] Σε νεαρή ηλικία ξεκίνησε να κάνει διάφορες δουλειές πριν γίνει επαγγελματίας ηθοποιός, όπως οδηγός φορτηγού, υπάλληλος της Wall Street και σερβιτόρος σε μιούζικ χολ σε ένα θέρετρο του Κονέκτικατ. Αυτή η δουλειά ως σερβιτόρος τον οδήγησε να παραστεί σε ένα θεατρικό έργο στη Νέα Υόρκη, όπου το 1935, ανακαλύφθηκε από τους ηθοποιούς Ελία Καζάν και Τζον Γκάρφιλντ του Ομίλου της Νέας Υόρκης.[3] Ο Καζάν βοήθησε τον Κόντε να αποκτήσει υποτροφία για να σπουδάσει υποκριτική στο Neighborhood Playhouse, όπου και διακρίθηκε.

Ο Κόντε έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ με το έργο "Moon Over Mulberry Street" το 1939 και συνέχισε να εμφανίζεται σε άλλα έργα, όπως το "Walk Into My Parlour". Η σκηνοθετική του δουλειά τον οδήγησε στον κινηματογράφο, και έκανε το ντεμπούτο του στο Heaven with a Barbed Wire Fence (1939), στο οποίο χρεώθηκε ως "Νίκολας Κόντε". Η καριέρα του άρχισε να ευδοκιμεί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πολλοί ηθοποιοί του Χόλυγουντ έλειπαν στο στρατό.

Τον Μάιο του 1943, ο Κόντε υπέγραψε ένα μακροπρόθεσμο συμβόλαιο με την 20th Century Fox, αλλάζοντας το όνομά του σε Ρίτσαρντ Κόντε. Το κινηματογραφικό ντεμπόυτο του έγινε με την ταινία Guadalcanal Diary (1943), όπου χρεώθηκε τέταρτος. Στην Φοξ ο Κόντε προήχθη από το στούντιο, ειρωνικά, ως ο «Νέος Τζον Γκάρφιλντ», ο άνθρωπος που τον βοήθησε να ανακαλύψει την υποκρτική.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κόντε εμφανίστηκε κυρίως ως στρατιώτης σε πολεμικές ταινίες, αν και μετά τον πόλεμο ξεκίνησε να παίρνει ρόλους σε μελοδράματα των "φιλμ νουάρ" του στούντιο. Οι καλύτεροι ρόλοι του στη Φοξ ήταν ως ο κατά λάθος φυλακισμένος άνθρωπος που τελικά αφέθηκε ελεύθερος χάρις στην βοήθεια από τον δημοσιογράφο που τον υποδύθηκε ο Τζέιμς Στιούαρτ στο Call Northside 777 (1948) και επίσης ως οδηγός φορτηγού στο Άνθρωποι του αίματος (1949) σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν.

Στη δεκαετία του 1950 ο Κόντε ουσιαστικά εξελίχθηκε σε ηθοποιό ταινίων B-Movies, με τις καλύτερες του ερμηνείες να είναι στο Η Μπλε Γαρδένια (1953) και στη Παγίδα του αυτοκινητόδρομου (1954). Αφού απελευθερώθηκε από το συμβόλαιό του στην Φοξ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η καριέρα του έχασε δυναμική καθώς ο κύκλος της ταινιών νουάρ εξαντλήθηκε, αν και πρωταγωνίστησε σε μια πρώτης τάξεως ταινία ως ο φαύλος αλλά φιλοσοφήμενος γκάνγκστερ κύριος Μπράουν στους Αριστοκράτες του Εγκλήματος (1955)[4] σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λιούις.

Ο Κόντε εμφανίστηκε συχνά στην τηλεόραση, συμπεριλαμβανομένης της σειράς The Four Just Men (1959), αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1960 η καριέρα του ήταν σε εξέλιξη. Ο Φρανκ Σινάτρα τον πήρε στις δύο αστυνομικές ταινίες του, Tony Rome (1967) και την Lady in Cement (1968), αλλά τελικά ο Κόντε μεταφέρθηκε στην Ευρώπη όπου σκηνοθέτησε την Operation Cross Eagles (1968), μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού που γυρίστηκε στη Γιουγκοσλαβία στην οποία πρωταγωνίστησε επίσης με έναν όχι αρκετά ξεπερασμένο Ρόρυ Κάλχουν.

Ο Ρίτσαρντ Κόντε το 1974

Η τελευταία ταινία του Κόντε στο Χόλυγουντ ήταν ως Δον Μπαρτζίνι, ένας αντίπαλος του Δον Βίτο Κορλεόνε, στον Νονό (1972), τον οποίο πολλοί κριτικοί και σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένου του αείμνηστου Στάνλεϊ Κιούμπρικ, θεωρούν τη μεγαλύτερη ταινία του Χόλιγουντ όλων των εποχών. Κατά ειρωνικό τρόπο, η Paramount Pictures - η οποία παρήγαγε τον Νονό - σκεφτόνταν να πάρει ο Κόντε τον ρόλο του Βίτο Κορλεόνε προτού η λίστα του καστ υποχωρήσει στους Λώρενς Ολίβιε και Μάρλον Μπράντο, ο οποίος κέρδισε το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου. Μετά τον "Νονό", ο Κόντε - του οποίου ο χαρακτήρας δολοφονήθηκε σε αυτήν την ταινία που είχε σαν με αποτέλεσμα να μην εμφανιστεί στην συνέχεια του Νονού II- συνέχισε να εμφανίζεται σε ευρωπαϊκές ταινίες, όπως στην ιταλογαλλική παραγωγή Τόνι Αρζέντα (1973)

Ο Κόντε παντρεύτηκε την ηθοποιό Ρουθ Στόρεϊ (νύμφ. 1943–1962), με την οποία υιοθέτησε έναν γιο, [26] τον σκηνοθέτη Μαρκ Κόντε[5]. Το ζευγάρι χώρισε ωστόσο το 1963.[3] Παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Σέρλι Γκάρνερ, το 1973 με την οποία παρέμεινε παντρεμένος μέχρι το θάνατο του.

Στις 3 Απριλίου 1975, ο Κόντε υπέστη ταυτόχρονα καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρθηκε στο Ιατρικό Κέντρο UCLA όπου το προσωπικό εργάστηκε για οκτώ ώρες για να τον κρατήσει ζωντανό. Τον έβαλαν σε εντατική μονάδα θεραπείας αλλά πέθανε στις 15 Απριλίου. Είναι θαμμένος στο Westwood Memorial Park[6] στο Λος Άντζελες.[7]

  1. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2021.
  2. [1]
  3. 3,0 3,1 «Conte made film debut in '43». The Kerrville Times: σελ. 47. June 2, 1991. https://www.newspapers.com/clip/2589904/the_kerrville_times/. Ανακτήθηκε στις June 10, 2015.  open access
  4. «PALANCE LEAVES 'BIG COMBO' FILM: Richard Conte Will Replace Actor in Co-Starring Role». New York Times: σελ. 32. September 1, 1954. 
  5. «Actor Richard Conte Dies Of Heart Attack». Valley Morning Star: σελ. 9. April 16, 1975. https://www.newspapers.com/clip/2590061/valley_morning_star/. Ανακτήθηκε στις June 10, 2015. 
  6. «Actor Richard Conte Dies». Cumberland Evening Times: σελ. 1. April 16, 1975. https://www.newspapers.com/clip/2589880/cumberland_evening_times/. Ανακτήθηκε στις June 10, 2015. 
  7. «Richard Conte Dies at 59 of Heart Attack». Los Angeles Times: σελ. 1. April 15, 1975. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]