Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στο κάστρο (Στορμ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στο κάστρο
ΣυγγραφέαςΤέοντορ Στορμ
ΤίτλοςIm Schloß
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1862
Δημοσιεύθηκε στοDie Gartenlaube

Στο κάστρο (γερμανικά: Im Schloß‎‎) είναι ρεαλιστική νουβέλα του Γερμανού συγγραφέα Τέοντορ Στορμ που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το 1862 και σε βιβλίο το 1863. Αναφέρεται στον έρωτα ανάμεσα σε έναν οικοδιδάσκαλο της μεσαίας τάξης και της αρχόντισσας ενός κάστρου, η οποία έχει απελευθερωθεί από τους «δεσμούς θρησκείας, τάξης και γάμου» και έχει ασπαστεί μια σύγχρονη κοσμοθεωρία.

Με αυτό το εξομολογητικό έργο, ο Στορμ υποστήριξε την κατάργηση των ταξικών διαφορών. Τα μεταφυσικά, κοινωνικοπολιτικά και ηθικά θέματα που πραγματεύεται, συνοδεύονται από αποσπάσματα κριτικής εξέτασης της θρησκείας, τα οποία φτάνουν μέχρι την απομάκρυνση από τον παραδοσιακό Χριστιανισμό. Η ιστορία, η οποία είχε ήδη σχεδιαστεί το 1853 και χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, είναι ένα από τα βασικά κείμενα του ώριμου έργου του συγγραφέα αν και όταν δημοσιεύτηκε λογοκρίθηκε εν αγνοία του.[1]

Όπως τα περισσότερα έργα του, ο Στορμ χώρισε τη νουβέλα σε μια ιστορία-πλαίσιο και μια εσωτερική πλοκή, στην οποία μια νεαρή κυρία του κάστρου καταγράφει τις αναμνήσεις της σε πρώτο πρόσωπο. Αυτή η εσωτερική αφήγηση διακόπτεται με τη σειρά της από μια άλλη διήγηση αφού η κυρία έχει παραδώσει τις σημειώσεις στον ξάδερφό της, ο οποίος θυμάται περισσότερες λεπτομέρειες.

Πίσω από το πευκοδάσος, περίπου ένα τέταρτο της ώρας από ένα χωριό που δεν κατονομάζεται, βρίσκεται το κάστρο με το μεγάλο πάρκο του. Για χρόνια χρησίμευε ως κυνηγετικό καταφύγιο ενός κόμη, μέχρι που ένας πρώην πρέσβης το αγόρασε και εγκαταστάθηκε με τα παιδιά του, τη 10χρονη Άννα και τον μικρότερο άρρωστο αδελφό της Κούνο. Μαζί τους μένει και ο ηλικιωμένος βαρόνος, ξάδελφος του πρέσβη, ο οποίος προσπαθεί να στρέψει την προσοχή της Άννας στις μελέτες του στη φυσική ιστορία, για τις οποίες η κοπέλα δεν ενδιαφέρεται.[2]

Η Άννα δεν έχει φίλους, αλλά δεν νιώθει μόνη γιατί ξέρει ότι είναι κοντά της ο Θεός, τον οποίο φαντάζεται με βάση μια εικόνα στην εκκλησία. Περνά τις ώρες της με ανάγνωση στη βιβλιοθήκη και θαυμάζει τους πίνακες των νεκρών ευγενών στην αίθουσα των μεγάλων ιπποτών. Εκεί ανακαλύπτει τον πίνακα ενός αγοριού περίπου 12 ετών με ένα σπουργίτι στο χέρι, που της κάνει μεγάλη εντύπωση.

Όταν γίνεται 14 ετών, ο πατέρας της τη στέλνει στη θεία της στην πόλη για τρία χρόνια, όπου θα ξεχάσει τις ονειροπολήσεις της και θα ακολουθήσει σοβαρές σπουδές. Μόνο τα μαθήματα μουσικής κάνουν υποφερτή την παραμονή της στο κοσμικό περιβάλλον. Μετά την επιστροφή της, ο δάσκαλος Άρνολντ εγκαθίσταται στο κάστρο για να κάνει στον αδερφό της μαθήματα. Ο Άρνολντ είναι ένας ευαίσθητος νεαρός της μεσαίας τάξης που τραγουδάει και παίζει καλά πιάνο και τη βοηθάει στη μουσική. Οι συζητήσεις με εκείνον και τον ισοπεδωτικό και επιστημονικά προσανατολισμένο θείο της αλλάζουν σταδιακά τις απόψεις της. Ο Άρνολντ, της εξηγεί με κατανόηση ότι η ιδέα της για τον Θεό είναι παιδική και ότι τα λόγια της Βίβλου μπορούν να ερμηνευτούν διαφορετικά. Είναι επικριτικός στην ιδέα ότι οι ευγενείς είναι ανώτεροι από τους άλλους ανθρώπους λόγω της καταγωγής τους. Όταν της τραγουδά ένα ερωτικό τραγούδι, αυτή υποψιάζεται ότι προορίζεται για εκείνη:

Μόλις σε είδα, η καρδιά μου ομολόγησε ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να σε ξεχάσω. Όταν το φως των αστεριών πέφτει στο δωμάτιό μου τη νύχτα, ξαπλώνω και δεν κοιμάμαι, σε σκέφτομαι.

Η οικογένεια του Άρνολντ ζει στην περιοχή γύρω από το κάστρο για γενιές. Κατά τη διάρκεια μιας βόλτας επισκέπτονται το παλιό οικογενειακό κτήμα, μια φάρμα όπου μένει ακόμη η γιαγιά του. Στο πλάι του κεντρικού κτηρίου βρίσκεται το «μελισσοκομείο», το οποίο δημιούργησε ο πατέρας του όταν ήταν μικρός αλλά δεν λειτουργεί πλέον. Ως παιδί, η Άννα είχε έρθει εδώ με τον ξάδερφό της περνώντας μέσα από θάμνους και βαλτώδη εδάφη μέχρι που έφτασαν σε ένα μεγάλο λιβάδι στη μέση ενός πυκνού δάσους.

Όταν το πρόσωπο του Άρνολντ της θυμίζει μια μέρα το αγόρι με το σπουργίτι, σκέφτεται το ενδεχόμενο να είναι απόγονος του αγοριού. Η κατάσταση του Κούνο επιδεινώνεται και τα μαθήματα δεν μπορούν να συνεχιστούν, έτσι ο δάσκαλος φεύγει και αφήνει την Άννα στη μοναξιά του κάστρου.

Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, ο πατέρας της την αναγκάζει να κάνει έναν γάμο σύμφωνο με την τάξη της. Περνούν λίγα χρόνια χωρίς να ακουστεί ξανά τίποτε για την Άννα. Στο χωριό έμαθαν μόνο ότι τον δεύτερο χρόνο του γάμου απέκτησε ένα παιδί που πέθανε λίγο μετά τη γέννηση. Ο γάμος της δεν πάει καλά και επιστρέφει μόνη της στο κάστρο, κάτι σαν εξορισμένη. Καθώς στο χωριό κυκλοφορούν φήμες ότι ο χωρισμός οφείλεται στη συνεχιζόμενη σχέση της με τον Άρνολντ, ακολουθούν δύσκολες μέρες. Όταν ο ξάδελφός της Ρούντολφ διαβάζει τα χαρτιά της, τη ρωτά αν το νεκρό παιδί της ήταν καρπός του έρωτά της με τον Άρνολντ, εκείνη φωνάζει θυμωμένη: «Όχι, Ρούντολφ, δυστυχώς όχι!»

Στέλνει τον Ρούντολφ και προσπαθεί και η ίδια να αναθερμάνει τη σχέση της με τον άντρα της με επιστολές. Σύντομα όμως μαθαίνει ότι πέθανε και τώρα νιώθει ελεύθερη να ζήσει με τον Άρνολντ. Πρόκειται να εγκατασταθεί μαζί του στην πόλη, ενώ ο θείος της αναλαμβάνει τη διαχείριση του κάστρου. Στην τελευταία σκηνή, στέκονται ευτυχισμένοι κάτω από τον πίνακα του αγοριού, που τους κοιτάζει υποτιμητικά σαν να ήταν «παιδιά μιας άλλης εποχής». [3]

  • Ο Στορμ έγραψε τη νουβέλα ενώ εργαζόταν ως περιφερειακός δικαστής στο Χάιλιγκενσταντ στη Θουριγγία. Όπως γράφει σε μια επιστολή προς τον Τέοντορ Φοντάνε, σχεδίαζε το έργο από το 1853 με έμπνευση μια συζήτηση με έναν γέρο μυλωνά της περιοχής, ο οποίος του διηγήθηκε «τη μυστική ιστορία ενός παλιού κτήματος» που αφορούσε «μια όμορφη, διακεκριμένη γυναίκα».[4]
  • Παρά το αίσιο τέλος της ιστορίας, η πολυπόθητη ευδαιμονία εξαρτάται από ένα μέλλον που είναι ακόμη αβέβαιο. Παραμένει επίσης ασαφές στον αναγνώστη αν μπορούν να πραγματοποιηθούν τα κοινά σχέδια της Άννας και του Άρνολντ.
  • Η νουβέλα εντάσσεται στην εποχή του ρεαλισμού της γερμανικής λογοτεχνίας, ωστόσο έχει επιρροές από τον Ρομαντισμό, ιδιαίτερα περιλαμβάνει πολλές διακειμενικές αναφορές στο έργο του Ε. Τ. Α. Χόφμαν Τα πρωτοτόκια (1817) το οποίο, αν και σε διαφορετικό ύφος, επίσης αναφέρεται σε ένα φεουδαρχικό κάστρο, μια ιστορία αγάπης και τις αλλαγές των αξιών. Ο Στορμ εκτιμούσε πολύ τον Χόφμαν και είχε συγκεντρώσει όλα τα έργα του στη βιβλιοθήκη του. [5]
  • Αν και στην πρώτη δημοσίευση της νουβέλας σε τεύχη του περιοδικού Gartenlaube ο εκδότης περιέκοψε τμήματα, εν αγνοία του συγγραφέα, τα κρίσιμα αποσπάσματα του έργου είχαν ήδη προκαλέσει ανησυχίες στους αριστοκρατικούς κύκλους πριν από την έκδοση σε βιβλίο. Λόγω των «ανήθικων» σκηνών, έγινε αρχικά δεκτή με σκεπτικισμό από κριτικούς και ορισμένοι εκδότες απέρριψαν την έκδοση. Τελικά, η σημαντικά τροποποιημένη έκδοση δημοσιεύτηκε σε βιβλίο το 1863 και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό.
  1. . «grin.com/document/Kirchen-und Religionskritik in Theodor Storms Novelle "Im Schloß"». 
  2. . «zeno.org/Literatur/M/Storm,+Theodor/im schloß». 
  3. . «de.wikisource.org/wiki/im schloß/ theodor storm». 
  4. . «link.springer.com/«Im Schloß» (1862)». 
  5. . «studysmarter.de/schule/deutsch/epische-texte/das-majorat/».