Συζήτηση:Μικροβιολογία
Αυτό το λήμμα είναι στο πλαίσιο ενδιαφέροντος της «Βικιεπιχείρησης Ιατρική», μια προσπάθεια για την βελτίωση και εμπλουτισμό της Βικιπαίδειας με λήμματα που αφορούν αυτό τον τομέα. Για να συμμετάσχετε και εσείς στη Βικιεπιχείρηση, επισκεφτείτε τη σχετική σελίδα όπου μπορείτε να συμμετάσχετε στη συζήτηση και να δείτε ανοιχτά ζητήματα για εργασία. | ||
Προς επέκταση | Αυτό το λήμμα αποτιμήθηκε ως τάξης Προς επέκταση κατά την κλίμακα ποιότητας. | |
Υψηλή | Αυτό το λήμμα έχει αποτιμηθεί ως λήμμα με Υψηλή σπουδαιότητα κατά την κλίμακα σπουδαιότητας. |
From Metawiki
[επεξεργασία κώδικα]Το ακόλουθο άρθρο ταχυδρομήθηκε λανθασμένα σε Meta και belons σε Wikipedia. Πρέπει να συγχωνευθεί με αυτό:
Οι μύκητες του γένους Candida προκαλούν λοιμώξεις του δέρματος, των βλεννογόνων και των ονύχων αλλά μπορούν να προκαλέσουν οξεία ή χρόνια εν τω βάθει λοίμωξη σε εξασθενημένα ή ανοσοκατασταλμένα άτομα. Τα είδη του γένους Candida που προκαλούν συνηθέστερα λοιμώξεις είναι: C. albicans, C. tropicalis, C. parapsilosis, C. glabrata. Σπανιότερα προκαλούν λοιμώξεις άλλα είδη όπως C. kerfyr, C. krusei και C. guilliermondii κ.α. Μορφολογία: Οι μύκητες του γένους Candida εμφανίζονται ως Gram-θετικοί, στρογγυλοί ή ωοειδείς ζυμομύκητες με μια εκβλάστηση θυγατρικού κυττάρου ή περισσότερες σε αλυσίδες, που υποδύονται μυκητύλλια, (ψευδομυκητύλλια) (Εικόνα 36). Οικολογία-Επιδημιολογία: Τα είδη Candida είναι διαδεδομένα σ’ όλον τον κόσμο. Αποτελούν σε μεγάλη αναλογία ανθρώπων (20-50%) μέλη της φυσιολογικής χλωρίδας του δέρματος και των βλεννογόνων της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού και του γεννητικού συστήματος της γυναίκας. Το κύριο αίτιο των επιφανειακών (δέρματος και βλεννογόνων) και των εν τω βάθει λοιμώξεων, αποτελεί η C. albicans, αν και αυξάνεται η αναλογία σοβαρών λοιμώξεων που οφείλονται και στα άλλα είδη του γένους. Η C. tropicalis εμφανίζεται να προκαλεί λοιμώξεις στους ουδετεροπενικούς, η C. parapsilosis είναι συχνή στους ασθενείς που τρέφονται με παρεντερική διατροφή, ενώ η C. glabrata ενοχοποιείται για τις υποτροπές μυκητιάσεων του κόλπου. Οι σοβαρές εν τω βάθει μορφές της καντιντίασης σε δύο κυρίως ομάδες ατόμων α) στους ουδετεροπενικούς και β) στους χειρουργημένους και στους ασθενείς με εγκαύματα. Σε υψηλό κίνδυνο βρίσκονται επίσης ασθενείς που δέχτηκαν μεταμοσχεύσεις οργάνων, επέμβαση στην καρδιά ή το γαστρεντερικό σύστημα και File:Οι διαβητικοί. Η χορήγηση φαρμάκων τα οποία προκαλούν εξελκώσεις στο στόμα και τη γαστρεντερική οδό και η χορήγηση επίσης των ευρέως φάσματος αντιβιοτικών αποτελούν σημαντικούς προδιαθεσικούς παράγοντες. Τέλος, η τοποθέτηση ουροκαθετήρων, αγγειακών καθετήρων για χορήγηση φαρμάκων ή παρεντερικής διατροφής αποτελούν επιπρόσθετους προδιαθεσικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της λοίμωξης στους ασθενείς αυτούς. Λοιμογόνοι παράγοντες: Η παθογένεια των ζυμομυκήτων του γένους Candida έχει συσχετιστεί με τους ακόλουθους λοιμογόνους παράγοντες: Την ικανότητα προσκόλλησης στους ιστούς του ξενιστή και την παραγωγή πρωτεολυτικών ενζύμων και κυρίως των ασπαρτικών πρωτεασών, οι οποίες διευκολύνουν την διείσδυση και την εγκατάστασή τους στους ιστούς καθώς και τη μορφογενετική αλλαγή (η παραγωγή υφών διευκολύνει τη διείσδυση του μύκητα στους ιστούς και την παράκαμψη των μηχανισμών κυτταρικής ανοσίας). Παθογόνος ιδιότητα αποδίδεται στη μανάννη του κυτταρικού τοιχώματος, η οποία δρα ως αναστολέας των μηχανισμών κυτταρικής ανοσίας. Παθογόνος δράση: Τα είδη Candida προκαλούν στοματίτιδα - οισοφαγίτιδα, λοιμώξεις δέρματος - νυχιών, λοιμώξεις των πνευμόνων και άλλων οργάνων. Τα είδη Candida μπορεί να εγκατασταθούν στους πνεύμονες, στους νεφρούς, στις μήνιγγες, στο ενδοκάρδιο. Ενδοκαρδίτιδα από Candida συμβαίνει σε ναρκομανείς (C. parapsilosis) ή επί προσθετικών βαλβίδων (C. tropicalis). Παρουσία ειδών Candida στα ούρα, μερικές φορές, ακολουθεί τον καθετηριασμό της ουροδόχου κύστης. Προσβολή του ήπατος και του σπλήνα εμφανίζεται στους λευχαιμικούς ασθενείς. Προσβολή των οστών και αρθρώσεων ακολουθεί αιματογενή διασπορά, η οποία μπορεί να προσβάλει και τους οφθαλμούς προκαλώντας ενδοφθαλμίτιδα. Σπάνια δε χρόνια βλεννοδερματική καντιντίαση στα άτομα με κληρονομική ανοσολογική ή ενδοκρινική βλάβη. Διάγνωση: Η εργαστηριακή διάγνωση βασίζεται στη μικροσκοπική εξέταση (Εικόνα 36) και στην καλλιέργεια υλικού από τη βλάβη (Εικόνα 37). Ευαισθησία στα αντιμυκητιακά: Οι διάφορες κλινικές μορφές της καντιντίασης αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη αντιμυκητιασική αγωγή. Καντιντίαση δέρματος, βλεννογόνων και στοματοφαρυγγική καντιντίαση. Αποκατάσταση της κυτταρικής ανοσίας του ασθενούς, εάν είναι εφικτή. Αντιμυκητιασική αγωγή με σκευάσματα για τοπική χρήση, όπως εναιώρημα νυστατίνης, παστίλιες νυστατίνης, δισκία κλοτριμαζόλης, στοματικό διάλυμα ιτρακοναζόλης και στις περιπτώσεις που η λοίμωξη δεν ανταποκρίνεται σε θεραπεία με αζόλες, στοματικό διάλυμα αμφοετερικίνης Β. Για την αντιμετώπιση της δερματικής καντιντίασης χορηγείται, εκτός των φαρμάκων που προαναφέρθηκαν, τερμπιναφίνη. Οισοφαγίτιδα. Φλουκοναζόλη και ιτρακοναζόλη από του στόματος.
Anonymous Dissident 08:33, 12 Μαΐου 2009 (UTC)
It's ok now thanks--MARKELLOSΑφήστε μήνυμα 13:33, 12 Μαΐου 2009 (UTC)
Θα έλεγα να μην το συγχωνεύσουμε γιατί τα (Εικόνα 36) με παρπαέμπουν σε κλόπυ πέιστ. Πέρα από το ότι το κείμενο είναι λίγο βαρύ.--MARKELLOSΑφήστε μήνυμα 13:35, 12 Μαΐου 2009 (UTC)