Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τανχόιζερ (Βάγκνερ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Τανχόυζερ (όπερα του Βάγκνερ))
Αυτό το λήμμα αφορά την όπερα του Βάγκνερ. Για το ιστορικό πρόσωπο, δείτε: Τανχόιζερ (ποιητής).
Τανχόιζερ
ΤίτλοςTannhäuser und der Sängerkrieg auf Wartburg
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης19ος αιώνας
Μορφήόπερα
Βασίζεται σεThe Singers' Contest
ΧαρακτήρεςHermann[1][2], Tannhäuser[1][2], Wolfram von Eschenbach[1][2], Walther von der Vogelweide[1][2], Biterolf[1][2], A young shepherd[1][2], Four noble pages[1], Heinrich der Schreiber[1][2], Reinmar von Zweter[1][2], Venus[1][2], Princess Elisabeth[1][2] και d:Q63676548[2]
ΤόποςΠύργος του Βάρτμπουργκ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Με τον τίτλο Τανχόιζερ ή Τανχόυζερ (πλήρης τίτλος στα γερμανικά: Tannhäuser und der Sängerkrieg auf Wartburg) φέρεται όπερα σε τρεις πράξεις και τέσσερις σκηνές του Ριχάρδου Βάγκνερ σε λιμπρέτο του ιδίου, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Βασιλικό Θέατρο Δρέσδης στις 21 Οκτωβρίου 1845. Διακρίνονται τρεις επιπλέον εκδοχές του έργου: η τυπωμένη έκδοση του Meser το 1860, που περιλαμβάνει αναθεωρήσεις της περιόδου 1847-1852, η μη δημοσιευμένη εκδοχή του 1861, που εκτελέστηκε τον ίδιο χρόνο στην Όπερα του Παρισιού, καθώς και η όπερα που ανέβηκε υπό την επίβλεψη του Βάγκνερ στη Βιέννη το 1875. Η τελευταία περιείχε αναθεωρήσεις του έργου, που ολοκληρώθηκαν μέχρι το 1861.

Για την υπόθεση της όπερας αυτής ο Βάγκνερ συνδύασε δύο διαφορετικούς, αλλά και ανεξάρτητους μύθους. Ο πρώτος στρέφεται περί τον θρύλο που είχε δημιουργηθεί γύρω από τον ομώνυμο ποιητή που έζησε κατά τον 13ο αιώνα και είχε προτιμήσει τη ζωή του περιπλανόμενου τραγουδιστή. Ο μύθος περιγράφει έναν διαγωνισμό ποίησης στον οποίο είχαν πάρει μέρος αξιόλογοι βάρδοι της μεσαιωνικής Ευρώπης και είχε κατά την παράδοση διαδραματιστεί το έτος 1206 ή 1207 στον πύργο του Βάρτμπουργκ στην γερμανική πόλη Άιζεναχ. Βασικός χαρακτήρας του θρύλου αυτού ήταν ο βάρδος Χάινριχ φον Όφτερντινγκεν. Ο δεύτερος μύθος είναι η λαϊκή παραβολή του λόφου της Αφροδίτης, φανταστικού τόπου αχαλίνωτης ερωτικής ηδονής και σωματικών απολαύσεων ως πλήρη αντίθεση στην αγνή χριστιανική αγάπη και εγκράτεια. Ο Βάγκνερ περιπλέκει τα ιστορικά δεδομένα με μυθικά και λαϊκά πρόσωπα και τα τοποθετεί σε ένα φανταστικό μα και αληθοφανές περιβάλλον, που φαίνεται ως προέκταση της εκάστοτε σημερινής πραγματικότητας.

Η πρώτη πράξη του έργου διαδραματίζεται στο λόφο της Αφροδίτης, της θελκτικής εκείνης θεάς του έρωτα που μάταια προσπαθεί να κρατήσει κοντά της τον ήρωα του έργου. Πρόκειται για έναν Γερμανό ιππότη και ραψωδό, τον Τανχόιζερ ή Χάινριχ, ο οποίος είναι ο πιο ικανός εν ζωή τραγουδιστής στη γη και ο οποίος έφτασε στο ζενίθ της καριέρας του. Ζητώντας περισσότερα εγκατέλειψε τους φίλους του και τώρα, μέσα σε τραγούδια, χορό και μουσική, βρίσκεται αποκοιμισμένος στην αγκαλιά της ειδωλολατρικής θεάς Αφροδίτης. Έτσι εδώ κι ένα χρόνο διασκεδάζει κοντά της και γεύεται τις χάρες της,, αποζημιώνοντάς την ταυτόχρονα με το συνεχές γλυκό τραγούδι του. Οι λύπες και τα βάσανα της ζωής επάνω στη γη τον έφεραν σε αυτόν τον παράξενο τόπο, που είναι εντελώς μυθικός και φανταστικός, αλλά στην όπερα παριστάνεται σαν να είναι πραγματικός. Ο Τανχόιζερ ξυπνά αργά. Αν και αρχικά μόνιμος θαμώνας του λόφου, θα βαρεθεί τις συνεχείς απολαύσεις και θα ανακαλύψει εντελώς ξαφνικά τη ματαιότητα της ηδονικής ζωής. Έτσι θα ζητήσει από τη θεά να του επιτρέψει να γυρίσει στη γη, όπου η χαρά είναι ανακατεμμένη με πόνο. Η Αφροδίτη αρνείται πεισματικά και προσπαθεί να κρατήσει τον Τανχόιζερ κοντά της, λέγοντάς του ότι αν γυρίσει στη γη δεν θα γνωρίσει ποτέ πια την αιώνια χαρά. Ο βάρδος δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια του και επιμένει να φύγει. Τελικά η θεά του επιτρέπει σε κάποια στιγμή αδυναμίας της να φύγει, καταλαβαίνει όμως το σφάλμα της και προσπαθεί με το καλό, μα και με φοβέρες να τον κρατήσει κοντά της. Χαρακτηριστικά του λέει: «Φύγε αν θες και γύρνα στους φίλους σου, αλλά όταν θα σε διώξουν και αυτοί μην τολμήσεις να ξαναγυρίσεις σε μένα.». Ο Χάινριχ μένει ανένδοτος και επικαλείται το όνομα της Παναγίας, στην οποία θέλει από εδώ και πέρα να αφιερώσει την ζωή του.

Ο Χάινριχ επιστρέφει στη γη και ευχαριστεί με ευγνωμοσύνη τον Θεό, που απέκτησε ξανά την ελευθερία του. Ο βάρδος βρίσκεται στην κοιλάδα του Βάρτμπουργκ. Είναι άνοιξη, μήνας Μάιος κι ένας μικρός τσοπάνος με την φλογέρα του εξυμνεί το ξύπνημα της φύσης. Ο Χάινριχ ξυπνάει από έναν βαθύ λήθαργο, αναπολεί και πικραμένος από τη μέχρι τώρα του ζωή γονατίζει, για να ζητήσει από τον Θεό συγχώρεση, ενώ στο βάθος του σκηνικού περνούν προσκυνητές που έχουν προορισμό τη Ρώμη, για να ζητήσουν άφεση των αμαρτιών τους. Εκείνη τη στιγμή ο Χάινριχ βρίσκεται ανάμεσα στους παλιούς συντρόφους του που τυχαία στο πέρασμά τους τον ανακαλύπτουν στην άκρη του δρόμου και τον αναγνωρίζουν παρ' όλη τη μακροχρόνια απουσία του. Περίεργοι, μα ακόμα οργισμένοι για τον ξαφνικό αποχωρισμό του, τον ρωτούν για να μάθουν τους λόγους για τους οποίους έλειψε όλα αυτά τα χρόνια, τον ρωτούν πού ήταν τόσο καιρό, αλλά και τον ρωτούν γιατί γύρισε πίσω, φοβούμενοι ενδεχομένως εχθρικές προθέσεις του. Ο Χάινριχ φοβάται να τους εκμυστηρευτεί τα όσα πέρασε, αφού ο λόφος της Αφροδίτης ήταν απαγορευμένο μέρος και τιμωρείτο με θάνατο. Στην προσπάθειά του να φύγει, ένας από αυτούς, ο Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, του απλώνει φιλικά το χέρι, τον συγχωρεί για όλα, παρακαλεί τους υπόλοιπους να τον δεχτούν ξανά σαν φίλο όπως και πρώτα και παροτρύνει τον Χάινριχ να μείνει κοντά τους, λέγοντάς του να το κάνει «για χατήρι της Ελίζαμπετ». Ο Χάινριχ στο άκουσμα του ονόματος της γυναίκας, την οποία κάποτε είχε ερωτευθεί, καταλαγιάζει και δέχεται να ξαναγίνει μέλος της παλιάς παρέας.

Στη δεύτερη πράξη η Ελίζαμπετ, αφού έμαθε για τον γυρισμό του Χάινριχ, γεμάτη χαρά εγκαταλείπει για πρώτη φορά τα δώματά της και τριγυρνώντας στον πύργο φτάνει γεμάτη χαρά στην αίθουσα που συνήθως γίνονται οι γιορτές, όπου και συναντάει τον Χάινριχ, ο οποίος συνοδευόμενος από τον Βόλφραμ ήρθε να της ζητήσει συγγνώμη. Ο Χάινριχ και η Ελίζαμπετ αλληλοεκμυστηρεύονται την αιώνια αγάπη τους, ενώ ο Βόλφραμ, που και αυτός μυστικά ήλπιζε στην αγάπη της Ελίζαμπετ, πικραίνεται για την άδικη μοίρα του.

Ο θείος της Ελίζαμπετ, ο λαντγράβος (κόμης επαρχίας) της Θουριγγίας Χέρμαν, που από καιρό υποψιαζόταν τα αισθήματα της ανιψιάς του, για να μην την πιέσει να του πει την αλήθεια, διακηρύσσει έναν ποιητικό διαγωνισμό με θέμα τη Φύση της αγάπης και καλεί όλους τους επώνυμους ιππότες και βάρδους να πάρουν μέρος, ενώ αθλοθετεί ως βραβείο του πρώτου νικητή τη χείρα της ανιψιάς του. Ο συνωστισμός είναι μεγάλος. Μια πολυτελέστατη τελετή αρχίζει, κατά την οποία οι ανταγωνιζόμενοι βάρδοι με τις παλινωδίες τους εξυμνούν την αγάπη.

  • Πρώτος αρχίζει ο Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, ο οποίος συμβολίζει την αγάπη με μια πηγή γάργαρου νερού.
  • Ο Χάινριχ συμφωνεί, αλλά και συμπληρώνει, ότι η πόση του νερού της πηγής αυτής είναι μεγάλη ικανοποίηση.
  • Αυτό εξοργίζει τον Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε, ο οποίος με την σειρά του απειλεί, ότι και το άγγιγμα μόνο του γάργαρου νερού θα μολύνει την αγνότητά του.
  • Ο Χάινριχ διαφωνεί έντονα, και φέρει το επιχείρημα, ότι η αγάπη πρέπει να απολαμβάνεται. Το κοινό τον επευφημεί συγκαταβατικά.
  • Εκείνη τη στιγμή αναμιγνύεται και ο Μπίτερολφ, λέγοντας ότι η αγάπη είναι ένα με την τιμή της γυναίκας και την αρετή και αυτά είναι τα ιδανικά, για τα οποία αξίζει κανείς να αγωνίζεται και να θυσιάζει τη ζωή του.
  • Ο Χάινριχ τον ρωτάει κοροϊδευτικά, αν έχει γνωρίσει γυναίκα στην ζωή του, άγαμος και άτεκνος όπως είναι.
  • Ο Βόλφραμ για να καταπραΰνει τα πνεύματα αρχίζει και πάλι να τραγουδάει για την γάργαρη πηγή, ενώ
  • ο Χάινριχ συνεχίζοντας φτάνει στο αποκορύφωμα και πάνω στην έξαψή του εξυμνεί τα θέλγητρα της θεάς του έρωτα και του λόφου της Αφροδίτης.

Οι παραστάσεις του είναι τόσο προκλητικές, που το κοινό επαναστατεί, οι γυναίκες εγκαταλείπουν τον τόπο του διαγωνισμού, ενώ οι ιππότες ορμούν στον Χάινριχ και τον τραυματίζουν σοβαρά με τα σπαθιά και τα όπλα τους.

Εκείνη τη δραματική στιγμή μπαίνει στη μέση η Ελίζαμπετ ζητώντας έλεος για τη ζωή του και εκμυστηρευόμενη για πρώτη φορά ότι τον αγαπάει περισσότερο και από την ίδια της την ζωή. Τα λόγια της κάνουν σε όλους τόσο μεγάλη εντύπωση που ο Χάινριχ σώζεται, αλλά και αφήνεται στο έλεος και την κρίση του θεού: Ο Χάινριχ αναγκάζεται να ορκιστεί ότι θα πάει να προσκυνήσει στη Ρώμη και να ζητήσει από τον Πάπα την άφεση των αμαρτιών του. Έτσι αφήνει την Ελίζαμπετ με θλιμμένη την καρδιά.

Στη τρίτη πράξη η σκηνή επανέρχεται στη κοιλάδα του Βάρτμπουργκ. Η Ελίζαμπετ βρίσκεται να προσεύχεται για την λύτρωση της ψυχής του αγαπημένου της. Έχει περάσει καιρός από τότε που έφυγε για το προσκύνημα και δεν έχει λάβει μήνυμα του. Η ζωή της είναι ασκητική και την περνάει με διαρκή προσευχή. Ο Βόλφραμ είναι πάντα στο πλάι της, της παραστέκεται και καίγεται από την κρυφή του αγάπη γι' αυτήν. Ξάφνου οι προσκυνητές ακούγονται από μακρυά να επιστρέφουν από τη Ρώμη. Είναι όλοι τους χαρούμενοι και με ευσεβή τραγούδια («Αλληλούια, αλληλούια») δείχνουν με ευλάβεια τη χαρά τους, επειδή ο Πάπας τους συγχώρεσε όλους. Η Ελίζαμπετ ψάχνει μέσα στο πλήθος αλλά ο Τανχόιζερ δεν είναι μαζί τους. Η Ελίζαμπετ ακόμα και τώρα δεν εγκαταλείπει τον αγαπημένο της. Κατάφορτη από θλίψη, αφήνει τον κόσμο και κλείνεται σ' ένα μοναστήρι. Εκεί με μεγαλύτερη επιμονή και προσευχές απευθύνεται στο θεό και σιγά-σιγά πεθαίνει μόνη της και ταλαιπωρημένη.

Ο Βόλφραμ είναι απαρηγόρητος. Στη δεύτερη σκηνή της πράξης τριγυρίζει μοναχός και απογοητευμένος, όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο Τανχόιζερ μόνος του, επίσης πικραμένος και απογοητευμένος, επειδή απορρίφθηκε η συγγνώμη του, αφού και ο Πάπας ακόμα τον κατατρόπωσε με τα λόγια: «Εσύ θα συγχωρεθείς μόνον αν η ράβδος που κρατώ στο χέρι μου ανθίσει και βγάλει φύλλα». Έκτοτε και στην κατάσταση αυτή ο Χάινριχ θυμάται πάλι τη θεά Αφροδίτη και θέλει να ξαναγυρίσει κοντά της. Ο Βόλφραμ προσπαθεί να τον αποτρέψει, ενώ η θεά εμφανίζεται υπέροχη όπως πάντα και αρχίζει να τον δελεάζει. Ο Χάινριχ κλονίζεται, ενώ ο Βόλφραμ προσπαθεί με κάθε μέσο να τον κρατήσει και για μια ακόμη φορά του ζητάει να μείνει σταθερός στην αγάπη που του έδειξε η Ελίζαμπετ. Ο Τανχόιζερ, ακούγοντας το όνομα της αγαπημένης του, βρίσκει τη δύναμη να αντισταθεί, ενώ ταυτόχρονα οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν και πεθαίνει. Εκείνη την στιγμή όμως εισακούονται οι προσευχές της αγαπημένης του. Η ψυχή του Τανχόιζερ λυτρώνεται, ενώ από μακρυά ακούγονται παιδικές φωνές να το αναγγέλλουν: «Στη Ρώμη έγινε θαύμα! Η ράβδος στο χέρι του Πάπα άνθισε και έβγαλε φύλλα!».

Αξιοσημείωτες ηχογραφήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 Ανακτήθηκε στις 25  Απριλίου 2019.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 Ανακτήθηκε στις 9  Μαΐου 2019.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]