Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τα ελιξίρια του διαβόλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα ελιξίρια του διαβόλου
Έκδοση του 1815
ΣυγγραφέαςΕ. Τ. Α. Χόφμαν
ΤίτλοςDie Elixiere des Teufels
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1815
Μορφήμυθιστόρημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα ελιξίρια του διαβόλου (γερμανικός τίτλος: Die Elixiere des Teufels) είναι γοτθικό μυθιστόρημα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν που δημοσιεύθηκε το 1815. Αναφέρεται στην ιστορία ενός μοναχού, ο οποίος αφού δοκίμασε ένα ελιξίριο που φυλάγονταν στην κρύπτη του μοναστηριού του, διχάστηκε ανάμεσα στον εαυτό του και σε διαβολικές μεταμορφώσεις του. Ζώντας πλέον ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις παραισθήσεις και παρασυρόμενος από τον τραγικό έρωτά του για μια αγνή κοπέλα, φθάνει στα όρια της τρέλας και του εγκλήματος. [1]

Το μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως μυθιστορηματική αυτοβιογραφία και έχει δαιδαλώδη πλοκή με παρεμβαλόμενες αφηγήσεις. Η εξωπραγματική και μυστηριώδης ατμόσφαιρα, τα παραισθησιακά οράματα, τα φαντάσματα και οι υπερφυσικές δυνάμεις συμπλέκονται με τη ρεαλιστική αφήγηση. [2]

Αν και ο ίδιος ο Χόφμαν δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος, ωστόσο εντυπωσιάστηκε έντονα από τη ζωή και την ατμόσφαιρα σε μια επίσκεψη στο μοναστήρι των Καπουτσίνων στο Μπάμπεργκ, ώστε αποφάσισε να γράψει ένα μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται σ' αυτό το θρησκευτικό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό για τον Χόφμαν, έγραψε ολόκληρο το μυθιστόρημα μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες.

Ο Ε. Τ. Α. Χόφμαν, ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους του γερμανικού ρομαντισμού, σ' αυτό το έργο παρουσιάζει τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης. Πηγή έμπνευσης ήταν μια ιδέα από το μυθιστόρημα του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις Ο καλόγερος (1796), έργο το οποίο αναφέρεται στο κείμενο.[3]

Το έργο μπορεί να εκληφθεί ως μια πρώιμη λογοτεχνική επεξεργασία του θέματος της σχιζοφρένειας, καθώς ο μοναχός Μεντάρ διαρκώς συναντά τον δεύτερο εαυτό του στη διαβολική μεταμόρφωσή του. Η διάσπαση της προσωπικότητας και οι διαταραχές της αντίληψης της πραγματικότητας είναι επίσης κοινά θέματα στη λογοτεχνία του φανταστικού.

Σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ο Μεντάρ υποφέρει από την καταδίωξη ενός φανταστικού δεύτερου εαυτού του που μερικές φορές φαίνεται να είναι μια ψευδαίσθηση της κακής του συνείδησης, άλλες φορές όμως έχει σάρκα και οστά. Ανά πάσα στιγμή, ο διάβολος τον παρασύρει σε νέα εγκλήματα και τον βοηθά να ξεφύγει με τόλμη από τους διώκτες του.[4]

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, εντυπωσιασμένος από το μυθιστόρημα έγραψε ότι «… στα «Ελιξίρια του διαβόλου» σκιαγραφείται αριστοτεχνικά το θέμα του δεύτερου εαυτού, του διχασμού της ανθρώπινης ψυχής σε συνείδηση και ασυνείδητο».[5]

Το μοναστήρι των Καπουτσίνων στο Μπάμπεργκ το 1858

Ο πρωταγωνιστής, ο Καπουτσίνος μοναχός Μεντάρ, μπαίνει στο μοναστήρι σε παιδική ηλικία. Αγνοεί την οικογενειακή του ιστορία και όσα γνωρίζει βασίζονται σε θραύσματα μνήμης και μερικά γεγονότα που του έχει εξηγήσει η μητέρα του. Μεγαλώνει στο μοναστήρι και καθώς ακολουθεί υποδειγματικά τον δρόμο του Θεού, του αναθέτουν δύο σημαντικά καθήκοντα: τη διαχείριση του χώρου με τα κειμήλια, στον οποίο βρίσκεται το «ελιξίριο του διαβόλου» - ένα παλιό κρασί που σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τον Άγιο Αντώνιο - και το κήρυγμα. Σύντομα εξελίσσεται σε χαρισματικό ρήτορα, το ρητορικό του ταλέντο όμως τον παρασύρει και φθάνει στο σημείο να δηλώσει ότι ο ίδιος είναι ο Άγιος Αντώνιος, μετά από αυτό χάνει τις αισθήσεις του και το χάρισμα.[6]

Ωστόσο, το ανακτά σύντομα, πίνοντας από το μπουκάλι με το διαβολικό ελιξίριο. Από εκείνη τη στιγμή, η ματαιοδοξία και η λαγνεία διαφθείρουν την ψυχή του. Όταν μια νεαρή γυναίκα, που μοιάζει πολύ με την αγία Ροζαλία, του εξομολογείται τον έρωτά της, ο Μεντάρ αποφασίζει να φύγει από το μοναστήρι για να την αναζητήσει. Ο ηγούμενος, διαπιστώνοντας την αγωνία του μοναχού, τον στέλνει στην Ιταλία ως απεσταλμένο του μοναστηριού.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, συναντά έναν άντρα, εκπληκτικά παρόμοιο με αυτόν, που κοιμάται κοντά σε μια χαράδρα και κινδυνεύει να πέσει στην άβυσσο. Όταν ο μοναχός προσπαθεί να τον ξυπνήσει, ο άνδρας πέφτει και σκοτώνεται. Λόγω μιας παρεξήγησης, όλοι μπερδεύουν τον Μεντάρ με τον άτυχο άνδρα που ήταν ο κόμης Βικτορίνος. Γίνεται δεκτός στο κάστρο ως κόμης Βικτορίνος και εμπλέκεται σε ερωτική σχέση με την Ευφημία, σύζυγο του καστροδεσπότη και μητριά της Ορελίας και του Ερμογένη. Αργότερα γνωρίζει την ίδια την αγνή Ορελία, τη συνδέει με την εξομολογούμενη άγνωστη, ο έρωτάς του γι' αυτήν τον τρελαίνει και όταν προσπαθεί να την αποπλανήσει γίνεται αντιληπτός από τον αδελφό της, τον οποίο σκοτώνει. Σκοτώνει επίσης και την Ευφημία και φεύγει.

Μετά από περιπλάνηση καταλήγει πρώτα σε μια πόλη όπου συναντά τον Πιέτρο Μπελκάμπο, γνωστό και ως Πέτερ Σένφελντ, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του στη Γερμανία. Αργότερα, μετά από ένα ατύχημα, καταλήγει σε ένα σπίτι ενός θηροφύλακα στο δάσος, όπου συναντά τον δεύτερο εαυτό του, τη σατανική του μεταμόρφωση, έναν τρελό μοναχό που όλοι θεωρούν ότι είναι ο μοναχός Μεντάρ, δηλαδή ο εαυτός του. Αυτός ο μοναχός αποδεικνύεται ότι είναι ο κόμης Βικτορίνος που έπεσε στο φαράγγι, τραυματίστηκε στο κεφάλι και τρελάθηκε.

Ο επόμενος σταθμός του Μεντάρ είναι μια πριγκιπική αυλή, όπου εμφανίζεται μεταμφιεσμένος, αλλά η Ορελία, η οποία εμφανίζεται εκεί τον αναγνωρίζει ως τον δολοφόνο του αδελφού της και τον φυλακίζουν. Από εκεί όμως σώζεται από τον δεύτερο εαυτό του, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη για τους φόνους. Η Ορελία εξομολογείται τον έρωτά της στον απελευθερωμένο Μεντάρ, που πλέον τον θεωρούν Πολωνό ευγενή, και αποφασίζουν να παντρευτούν. Ωστόσο, την ημέρα του γάμου, βλέποντας τον σωτήρα του να οδηγείται στην εκτέλεση, τον κυριεύει μια κρίση τρέλας, ομολογεί την αλήθεια στην Ορελία και τη μαχαιρώνει. Ελευθερώνει τον δεύτερο εαυτό του και τρέπεται σε φυγή για δεύτερη φορά.

Αλλά ο διπλός εαυτός του τον ακολουθεί, οι δυο τους δίνουν μια σκληρή μάχη, την οποία κερδίζει ο Μεντάρ, όμως από την κούραση χάνει τις αισθήσεις του και βρίσκεται σε βαθιά λιποθυμία. Ξυπνάει σε ένα ιταλικό μοναστήρι κοντά στη Ρώμη, όπου τον οδήγησε ο Πιέτρο Μπελκάμπο, και όταν συνέρχεται ομολογεί τις αμαρτίες του και μετά από τρομερές ποινές και μετάνοιες εξιλεώνεται. Επιστρέφοντας στην αρχική του ταυτότητα, ο Μεντάρ ανακαλύπτει την οικογενειακή του ιστορία διαβάζοντας το ημερολόγιο ενός μυστηριώδους ζωγράφου - ο οποίος εμφανίζεται και εξαφανίζεται από τη ζωή του Μεντάρ σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος. Έτσι συνειδητοποιεί ότι είναι συγγενής σχεδόν με όλους (όσες και όσους τραυμάτισε ή σκότωσε είναι ετεροθαλή αδέρφια του) και καταλαβαίνει ότι υπάρχει μια σκοτεινή δύναμη που κρέμεται πάνω από τη ζωή του που τον κάνει να μεταφέρει τη βαριά κληρονομιά των πράξεων των προγόνων του.[7]

Στη Ρώμη έγινε άθελά του επίκεντρο της προσοχής και ο κόσμος τον θεωρούσε άγιο, τόσο που ο Πάπας τον κάλεσε σε ακρόαση και του ζήτησε να γίνει εξομολογητής του, ο Μεντάρ αναγνώρισε όμως τον πειρασμό της δύναμης του σκότους που προσπαθούσε να τον παρασύρει πάλι (που υποδηλώνει ότι μπορεί να είχε ακόμη διαβολικές φιλοδοξίες) και αποφάσισε να φύγει, πολύ περισσότερο όταν πληροφορήθηκε από τον Μπελκάμπο ότι κινδύνευε από συνωμοσία του πρώην εξομολογητή του Πάπα.

Επιστρέφοντας στο παλιό μοναστήρι της πατρίδας του, βρίσκει μια μεγάλη γιορτή - η Ορελία πρόκειται σύντομα να δώσει τον τελευταίο της όρκο να γίνει καλόγρια. Για άλλη μια φορά πρέπει να παλέψει με τον πόθο του. Ακριβώς όταν φαίνεται να το έχει καταφέρει, βλέπει τον διπλό του εαυτό να τη μαχαιρώνει, θανάσιμα αυτή τη φορά, και να τρέπεται σε φυγή.

Ο Μεντάρ αρχίζει να γράφει τη ζωή του ως πράξη μετάνοιας και πεθαίνει ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Ορελίας.

Ένα τελευταίο σημείωμα από τον βιβλιοθηκάριο του μοναστηριού αποκαλύπτει τις συνθήκες του θανάτου του – δηλαδή ένα υστερικό γέλιο που ακούστηκε από το κελί του και θέτει υπό αμφισβήτηση την υπονοούμενη λύτρωσή του από την επιρροή του Κακού ή ότι το γέλιο προέρχονταν από τη σατανική μεταμόρφωση του Μεντάρ, που ακόμα βρίσκονταν στο μοναστήρι, καθώς στην ταφή του παρευρίσκονταν και ένας ζητιάνος που είχε παρουσιασθεί την προηγούμενη μέρα, που έγινε δεκτός ως δόκιμος αδελφός Πέτρος, τον έλεγαν Πέτερ Σένφελντ).[8]

Το μυθιστόρημα επηρέασε πολλούς συγγραφείς, όπως τον Πόε, τον Μποντλέρ, τον Κάφκα, τον Ντίκενς, τον Μπαλζάκ (Το ελιξίριο της μακροζωίας,1830) και τον Ντοστογιέφσκι (Ο σωσίας, 1846).

Ελληνικές μεταφράσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Τα ελιξίρια του διαβόλου, μετάφραση: Πωλίνα Λάμψα, εκδόσεις Γλάρος, 1989
  • Τα ελιξίρια του διαβόλου, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Μάγμα, 2021
  1. . «goodreads.com/book/show/-e-t-a-hoffman-les-elixirs-du-diable». 
  2. . «diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/-elixiria-diavolou». 
  3. . «avalonofthearts.gr/Αφιέρωμα στο "Γκόθικ". Μέρος Α!: Οι Ρομαντικές λογοτεχνικές ρίζες». 
  4. . «babelio.com/livres/Hoffmann-Les-Elixirs-du-Diable--Papiers-laisses-a-sa-mort-/». 
  5. . «protoporia.gr/xofman-e-t-a-Ελιξίρια του διαβόλου». 
  6. . «mythologica.fr/fantastique/elixirs». 
  7. . «getabstract.com/de/zusammenfassung/die-elixiere-des-teufels/». 
  8. . «projekt-gutenberg.org/etahoff/elexiere/vorwort».