Τύλος
Η Τύλος (αρχαία ελληνικά: Τύλος) ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες για να αναφερθούν στο Μπαχρέιν, ως το κέντρο του εμπορίου μαργαριταριών, όταν ο Νέαρχος πήγε να το ανακαλύψει όταν υπηρετούσε υπό τον Μέγα Αλέξανδρο.[1] Από τον 6ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. το Μπαχρέιν συμπεριλήφθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία από τους Αχαιμενίδες, μια ιρανική δυναστεία.[2] Ο Έλληνας ναύαρχος Νέαρχος πιστεύεται ότι ήταν ο πρώτος διοικητής του Μεγάλου Αλεξάνδρου που επισκέφτηκε το νησί και βρήκε μια καταπράσινη γη που αποτελούσε μέρος ενός ευρέος εμπορικού δικτύου, όπου κατέγραψε: «Ότι στο νησί της Τύλου, που βρίσκεται στον Περσικό Κόλπο, υπάρχουν μεγάλες φυτείες δέντρων βαμβακιού, από τα οποία κατασκευάζονται ρούχα που ονομάζονται σινδόνες, με πολλούς διαφορετικούς βαθμούς αξίας, μερικές είναι δαπανηρές, άλλες λιγότερο ακριβές. Η χρήση αυτών δεν περιορίζεται στην Ινδία, αλλά επεκτείνεται και στην Αραβία».[3] Ο Έλληνας ιστορικός, Θεόφραστος, δηλώνει ότι πολλά από τα νησιά ήταν καλυμμένα με αυτά τα δέντρα βαμβακιού και ότι η Τύλος ήταν διάσημη για την εξαγωγή ραβδιών χαραγμένα με εμβλήματα που συνήθως μεταφέρονταν στη Βαβυλώνα.[4] Ο Άρης λατρευόταν επίσης από τον ιθαγενή και ελληνικό πληθυσμό της χώρας. [5]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεν είναι γνωστό εάν το Μπαχρέιν ήταν μέρος της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, αν και ο αρχαιολογικός χώρος στο Καλάτ αλ Μπαχρέιν έχει προταθεί ως βάση των Σελευκιδών στον Περσικό Κόλπο.[6] Ο Αλέξανδρος είχε προγραμματίσει να εγκαταστήσει στις ανατολικές ακτές του Περσικού Κόλπου Έλληνες αποίκους και παρόλο που δεν είναι σαφές ότι αυτό συνέβη στην κλίμακα που οραματίστηκε, η Τύλος ήταν μεγάλο μέρος του εξελληνισμένου κόσμου, όπου η γλώσσα των ανώτερων τάξεων ήταν ελληνική (αν και τα αραμαϊκά χρησιμοποιούνταν καθημερινά), ενώ ο Δίας λατρευόταν με τη μορφή της αραβικής θεότητας ήλιου Σαμς.[7] Η Τύλος έγινε ακόμη και ο τόπος των ελληνικών αθλητικών αγώνων.[8]
Το όνομα Τύλος πιστεύεται ότι είναι εξελληνισμός του σημιτικού Tilmun (από τη Ντίλμουν).[9] Ο όρος Τύλος χρησιμοποιείται συνήθως για τα νησιά μέχρι τη Γεωγραφική Υφήγησις του Κλαύδιου Πτολεμαίου, όταν οι κάτοικοι αναφέρονται ως «Θηλουάνοι».[10] Ορισμένα ονόματα τόπων στο Μπαχρέιν ανάγονται στην εποχή της Τύλου, όπου για παράδειγμα το κατοικημένο προάστιο Άραντ στο Μουχάρακ, πιστεύεται ότι προέρχεται από το «Άραδος», το αρχαίο ελληνικό όνομα για το νησί Μουχάρακ.[11]
Ο Έλληνας ιστορικός Στράβων πίστευε ότι οι Φοίνικες προέρχονταν από το Μπαχρέιν.[12] Ο Ηρόδοτος πίστευε επίσης ότι η πατρίδα των Φοινίκων ήταν το Μπαχρέιν.[13][14] Αυτή η θεωρία έγινε αποδεκτή από τον Γερμανό κλασικιστή του 19ου αιώνα, Άρνολντ Χέρμαν Λούντβιχ Χέρεν, ο οποίος είπε ότι: «Στους Έλληνες γεωγράφους, για παράδειγμα, διαβάζουμε για δύο νησιά, την Τύρο, ή Τύλο, και το Άραντ, που καυχιέται ότι ήταν η μητρική χώρα των Φοινίκων, και για συλλογή εκθεμάτων των φοινικικών ναών».[15] Οι κάτοικοι της Τύρου συγκεκριμένα διατηρούν εδώ και καιρό την καταγωγή τους από τον Περσικό Κόλπο, και η ομοιότητα με τις λέξεις «Τύλος» και «Τύρος» σχολιάστηκε.[16] Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία κατοχής του Μπαχρέιν κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης μετανάστευσης.[17]
Αναφορές του Ηροδότου (440 π.Χ.) αναφέρουν πως οι Φοίνικες κατάγονται από το Μπαχρέιν. (Ιστορία, I:1).
Σύμφωνα με τους Πέρσες, καλύτερα ενημερωμένους στην ιστορία, οι Φοίνικες ξεκίνησαν τη διαμάχη. Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν προηγουμένως κατοικήσει στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας («η ανατολική ακτή της Αραβικής Χερσονήσου»), μετανάστευσαν στη Μεσόγειο και εγκαταστάθηκαν στα μέρη που κατοικούν τώρα και ξεκίνησαν άμεσα, όπως λένε, τις εξερευνήσεις με μεγάλα ταξίδια, μεταφέροντας με τα πλοία τους τα εμπορεύματα της Αιγύπτου και της Ασσυρίας ...
— Ηρόδοτος
Με την χάση της ελληνικής δύναμης των Σελευκιδών, η Τύλος ενσωματώθηκε στη Χαρακηνή ή Μεσσήνη, το κράτος που ιδρύθηκε σε αυτό που είναι σήμερα το Κουβέιτ από τους Ασπασινούς το 127 π.Χ.. Μια επιγραφή κτηρίου που βρέθηκε στο Μπαχρέιν υποδηλώνει ότι οι Ασπασινοί κατέλαβαν τα νησιά (και αναφέρει επίσης τη σύζυγό του, Θαλασσία).[18] Από τον τρίτο αιώνα π.Χ. έως την άφιξη του Ισλάμ τον έβδομο αιώνα μ.Χ., το Μπαχρέιν ελέγχθηκε από δύο άλλες ιρανικές δυναστείες, των Παρθίων και των Σασσανίδων.
Περίπου το 250 π.Χ., οι Σελευκίδες έχασαν τα εδάφη τους από τους Παρθούς, μια ιρανική φυλή από την Κεντρική Ασία. Η Παρθική δυναστεία έφερε τον Περσικό Κόλπο υπό τον έλεγχό της και επέκτεινε την επιρροή της μέχρι το Ομάν. Επειδή έπρεπε να ελέγξουν τον εμπορικό δρόμο του Περσικού Κόλπου, οι Παρθίοι δημιούργησαν φρουρές στη νότια ακτή του Περσικού Κόλπου.[19]
Τον τρίτο αιώνα μ.Χ., οι Σασσανιδές διαδέχθηκαν τους Παρθούς και κράτησαν την περιοχή μέχρι την άνοδο του Ισλάμ, τέσσερις αιώνες αργότερα.[19] Ο Αρδασίρ Α' της Περσίας, ο πρώτος ηγέτης της δυναστείας των Σασσανιδών, προχώρησε προς το Ομάν και το Μπαχρέιν και νίκησε τον Σανάτρουκ[20] (ή τον Σατίραν[2]), πιθανότατα τον Παρθιανό κυβερνήτη του Μπαχρέιν.[21] Διόρισε τον γιο του Σαπώρη Α' της Περσίας ως κυβερνήτη του Μπαχρέιν. Ο Σαπώρης κατασκεύασε μια νέα πόλη εκεί και την ονόμασε Μπάταν Αρσασίρ από τον πατέρα του. Εκείνη τη στιγμή, το Μπαχρέιν ενσωματώθηκε στη νότια επαρχία των Σασσανιδών που κάλυπτε τη νότια ακτή του Περσικού Κόλπου, καθώς και το αρχιπέλαγος του Μπαχρέιν. Αυτή η νότια επαρχία υποδιαιρέθηκε σε τρεις περιοχές, Χαζάρ (τώρα επαρχία αλ Χαφούφ, Σαουδική Αραβία), Μπάταν Αρσασίρ (τώρα επαρχία αλ Κάτιφ, Σαουδική Αραβία) και Μίσμαχιγκ (τώρα νήσος Μπαχρέιν), συμπεριλαμβανομένου του αρχιπελάγους του Μπαχρέιν, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Αουάλ, αλλά αργότερα, στην ισλαμική εποχή, έγινε γνωστό ως Μπαχρέιν.
Μέχρι τον πέμπτο αιώνα, το Μπαχρέιν ήταν ένα κέντρο για τον Νεστοριανό Χριστιανισμό, με το Σαμαχίζ[22] την έδρα των επισκόπων. Το 410, σύμφωνα με τα συνοδικά αρχεία της Ανατολικής Συριακής Εκκλησίας, ένας επίσκοπος με το όνομα Μπατάι αφορίστηκε από την εκκλησία στο Μπαχρέιν.[10] Ήταν επίσης ο τόπος λατρείας μιας θεότητας καρχαρία που ονομαζόταν Αουάλ. Οι προσκυνητές έχτισαν ένα μεγάλο άγαλμα για την Αουάλ στο Μουχάρακ, αν και τώρα έχει χαθεί, και για πολλούς αιώνες μετά την Τύλο, τα νησιά του Μπαχρέιν ήταν γνωστά ως Αουάλ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Life and Land Use on the Bahrain Islands: The Geoarcheology of an Ancient Society By Κέρτις Ε. Λάρσεν p. 50
- ↑ 2,0 2,1 Security and Territoriality in the Persian Gulf: A Maritime Political Geography By Pirouz Mojtahed-Zadeh, σελίδα 119
- ↑ Άρνολντ Χέρμαν Λούντβιχ Χέρεν, Historical Researches Into the Politics, Intercourse, and Trade of the Principal Nations of Antiquity, Henry Bohn, 1854 σελ. 38
- ↑ Άρνολντ Χίρεν, ibid, σελ. 441
- ↑ Δείτε Άρης, Άρης στην Αραβική Χερσόνησο
- ↑ Classical Greece: Ancient histories and modern archaeologies, Ίαν Μόρις, Routledge, σελ. 184
- ↑ Phillip Ward, Bahrain: A Travel Guide, Oleander Press p68
- ↑ Ο. Μ. Φίσερ et al. The Cambridge History of Iran, Cambridge University Press 1968 σελ. 40
- ↑ Jean Francois Salles in Traces of Paradise: The Archaeology of Bahrain, 2500BC-300AD in Michael Rice, Harriet Crawford Ed, IB Tauris, 2002 σελ. 132
- ↑ 10,0 10,1 Jean Francois Salles σελ. 132
- ↑ Κέρτις Ε. Λάρσεν. Life and Land Use on the Bahrain Islands: The Geoarchaeology of an Ancient Society University Of Chicago Press, 1984 σελ. 13
- ↑ Ju. B. Tsirkin. «Canaan. Phoenicia. Sidon» (PDF). σελ. 274. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ Ρ. A. Ντόνκιν. Beyond Price: Pearls and Pearl-fishing : Origins to the Age of Discoveries, Volume 224. σελ. 48.
- ↑ Μάικλ Ράις. Bahrain Through The Ages - Archa. σελίδες 401–402.
- ↑ Άρνολντ Χίρεν, σελ. 441
- ↑ Ράις, Μαίκλ (1994). The Archaeology of the Arabian Gulf. Routledge. σελ. 20. ISBN 978-0-415-03268-1.
- ↑ Ράις, Μαίκλ (1994). The Archaeology of the Arabian Gulf. Routledge. σελ. 21. ISBN 978-0-415-03268-1.
- ↑ IKEO 147/427 - αγγλική μετάφραση.
- ↑ 19,0 19,1 Bahrain By Federal Research Division, σελίδα 7
- ↑ Ρόμπερτ Γ. Χόιλαντ, Arabia and the Arabs: From the Bronze Age to the Coming of Islam, Routledge 2001 σελ. 28
- ↑ Conflict and Cooperation: Zoroastrian Subalterns and Muslim Elites in ... By Jamsheed K. Choksy, 1997, σελίδα 75
- ↑ From Persian sa-mahij (سه ماهی) meaning Three Fish.