Φίλιπ Γιάρναχ
Φίλιπ Γιάρναχ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Philipp Jarnach (Γαλλικά) |
Γέννηση | 26 Ιουλίου 1892[1][2][3] Νουαζί-λε-Σεκ[4][5] |
Θάνατος | 17 Δεκεμβρίου 1982[1][2][3] Μπέρνσεν[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Ιδιότητα | συνθέτης[6], διευθυντής ορχήστρας, μουσικός παιδαγωγός, διδάσκων πανεπιστημίου και πιανίστας |
Τέκνα | Φραντς Γιάρναχ |
Κίνημα | κλασική μουσική |
Όργανα | πιάνο |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | κλασική μουσική |
Βραβεύσεις | Βραβείο Μπαχ της Ελεύθερης και Χανσεατικής Πόλης του Αμβούργου (1954) και Βραβείο Τέχνης του Βερολίνου (1956) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Φίλιπ Γιάρναχ (Philipp Jarnach, Παρίσι 26 Ιουλίου 1892 – Αμβούργο 17 Δεκεμβρίου 1982) ήταν καταλανικής καταγωγής Γερμανός συνθέτης και μουσικοπαιδαγωγός του 20ού αιώνα.
Βιογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γιάρναχ γεννήθηκε από Καταλανό πατέρα και Φλαμανδή μητέρα στο Νουαζί-λε-Σεκ, κοντά στο Παρίσι. Ενθαρρυμένος από τους Ραβέλ και Ντεμπισί, εμφανίστηκε σε ηλικία 11 ετών ως παιδί-θαύμα στο πιάνο. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές πιάνου στο Παρίσι με τον Έ. Ρίσλερ (Édouard Risler) και μαθήματα θεωρίας με τον Α. Λαβινιάκ (Albert Lavignac),[7] εργάστηκε ως συνοδός πρόβας (ρεπετιτέρ) στο Ωδείο του Παρισιού. Τα πρώτα έργα του δημοσιεύθηκαν από το 1912 από τον γνωστό, γαλλικό εκδοτικό οίκο, «Durant & Fils». Μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του, το 1914. Έναν χρόνο αργότερα, έγινε αγαπημένος μαθητής [8] και φίλος του Φ. Μπουζόνι (Ferruccio Busoni), ο οποίος τον ενέπνευσε, μέσω της πνευματικής του στάσης απέναντι στην καλλιτεχνική ζωή. Ο Γιάρναχ πέτυχε να κερδίσει θέση στη Ζυρίχη, όπου εργάστηκε αρχικά ως ρεπετιτέρ και διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου της πόλης (Stadttheater) και αργότερα ως θεωρητικός σύνθεσης στο Δημοτικό Ωδείο. Μάλιστα, γνώρισε και τον διάσημο Τζέιμς Τζόυς, με τον οποίο νοίκιαζε το ίδιο διαμέρισμα.
Το 1921, αποφάσισε να ακολουθήσει τον Μπουζόνι στο Βερολίνο. Εκεί, έκανε την τελική στροφή του, ως συνθέτης νέας μουσικής. Από το 1922, τα έργα του εκδίδονταν από τον εκδοτικό οίκο «Schott» και ήταν ο πιο «πολυπαιγμένος» μουσικός του Φεστιβάλ στο Ντόναουσινγκεν (Donaueschinger Musiktage). Στο Φεστιβάλ θα παρουσιάσει το έργο του, Κουιντέτο Εγχόρδων, έργο 10, με το οποίο πέτυχε ευρεία αναγνώριση. Στο Βερολίνο, ο Γιάρναχ κέρδιζε τα προς το ζην με παραστάσεις, ιδιωτικά μαθήματα σύνθεσης και ως μουσικοκριτικός στην «Börsenkurier»,[9] ενώ εργάστηκε ως πιανίστας και, περιστασιακά, ως μαέστρος. Ήταν επίσης μέλος της Ομάδας Νοβέμπεργκρουπε, καθώς και της Εταιρείας Γενικής Γερμανικής Μουσικής (ADMV), μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Σύγχρονης Μουσικής (IGNM), και καλλιτεχνικός διευθυντής των συναυλιών «Meloskonzerte» που διοργάνωνε ο Χ. Γκραφ (Herbert Graf).
Το 1925, ο Γιάρναχ ολοκλήρωσε την όπερα Doctor Faust τού πρόσφατα αποβιώσαντος Μπουζόνι, που αναγνωρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του. Παρά την εναλλακτική εκδοχή του συγκεκριμένου έργου, το 1984, από τον Antony Beaumont, η βερσιόν του Γιάρναχ είναι αυτή που εκτελείται μέχρι σήμερα.[10] Μεταξύ 1927 και 1949, ο Γιάρναχ εργάστηκε ως καθηγητής σύνθεσης στην Πανεπιστημιακή Σχολή Μουσικής της Κολωνίας. Εκεί, θα αποκτήσει τη φήμη εκπληκτικού παιδαγωγού, ενώ θα ασχοληθεί και με τη σύνθεση. Μεταξύ των μαθητών του, ήσαν συνθέτες όπως ο Κουρτ Βάιλ, ο Μ. Τσίμερμαν (Bernd Alois Zimmermann) και ο Νίκος Σκαλκώτας.
Το 1931, ο Γιάρναχ πήρε τη γερμανική ιθαγένεια, αλλά κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος (1933-1945) στερήθηκε όλων των τιμητικών του θέσεων. Τα πρωτοποριακά του έργα εξαφανίστηκαν από τα προγράμματα συναυλιών και η δημιουργική του προσπάθεια μειώθηκε σημαντικά. Το 1950, εγκαταστάθηκε στο Αμβούργο. Εκεί, εργάστηκε μέχρι το 1959 ως διευθυντής της νεοσύστατης Ανώτερης Σχολής Μουσικής και, στη συνέχεια, 11 χρόνια ως καθηγητής σύνθεσης.[11]
Το 1954 τιμήθηκε με το «Βραβείο Μπαχ» της πόλης του Αμβούργου, το 1955 διορίστηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών στο Βερολίνο και κέρδισε το «Βραβείο Τέχνης» της ίδιας πόλης. Το 1959 τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Πέθανε το 1982, σε ηλικία 90 ετών στην πόλη Μπέρνσεν κοντά στο Αμβούργο.
Μουσικολογικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη δεκαετία του 1920, θεωρήθηκε ως ηγετική φυσιογνωμία της σύγχρονης γερμανικής μουσικής, μαζί με τον Χίντεμιτ.[12] Χάρη στην «κληρονομιά της ρωμανικής καταγωγής του» αποδείχθηκε «ασφαλής διαμορφωτική δύναμη σε μια ανεξάρτητη συνέχιση» του κλασικισμού, όπως αναζητούσε ο δάσκαλος και φίλος του, Φερούτσιο Μπουζόνι.[13] Δεδομένου ότι, σύντομα, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και έλαβε πολύ σοβαρά αυτό το καθήκον, το συνθετικό του έργο -κυρίως ενόργανη μουσική- παρέμεινε, σχετικά, μικρό. Εξαιτίας και της κριτικής που δέχτηκε, γύρω στο 1950, κινδύνευσε να λησμονηθεί, ως συνθέτης. Ωστόσο, διακρίθηκε πολύ στον τομέα της διδασκαλίας βγάζοντας πολλούς μαθητές, μεταξύ των οποίων και κάποιους οι οποίοι βρίσκονταν σε αντίθετα ιδεολογικά «στρατόπεδα», όπως ήσαν οι Κουρτ Βάιλ και Β. Μάλερ (Wilhelm Maler).[14] Στο έργο του Μουσική με τον Μότσαρτ αποκαλύπτεται ο νεοκλασικισμός του.[7]
Κυριότερα έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορχήστρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Προμηθέας, πρελούδιο
- Χειμερινές Εικόνες, σουίτα (1915)
- Το Σιωπηλό Τραγούδι (1915)
- Μπαλάντα (1916)
- Πρόλογος σε έναν Ιπποτικό Αγώνα (1917)
- Sinfonia brevis (Οp. 14), για μεγάλη ορχήστρα
- Morgenklangspiel. Romancero II (Οp. 19, 1925), για μεγάλη ορχήστρα
- Κοντσερτίνο σε Μι Ελάσσονα, για 2 βιολιά, βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων (1935)
- Μουσική με τον Μότσαρτ, συμφωνικές παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα του Μότσαρτ
- Μουσική στη Μνήμη των Μοναχικών, για κουαρτέτο εγχόρδων ή ορχήστρα εγχόρδων (1952)
Μουσική δωματίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μπαλάντα (1911), για βιολί και πιάνο
- Σονάτα (Οp.8, 1913), για σόλο βιολί
- Σονάτα σε Μι Μείζονα (Op. 9, 1913), για βιολί και πιάνο
- Κουαρτέτο εγχόρδων (1916)
- Κουιντέτο εγχόρδων (Op. 10, 1918)
- Σονατίνα (1918), για βιολοντσέλο και πιάνο
- Σονατίνα (Op. 12, 1919), για φλάουτο και πιάνο
- Σονάτα (Op. 13, 1922), για σόλο βιολί
- Κουαρτέτο εγχόρδων (Op. 16, 1923)
- Τρία Κομμάτια Πιάνου (Op. 17, 1924)
- Romancero I (Op. 18, 1925), σονατίνα για πιάνο
- Τρεις Ραψωδίες (Op. 20, 1927), ντουέτο για βιολί και πιάνο
- Romancero III (Op. 21, 1928), για εκκλησιαστικό όργανο
- Σονάτα για πιάνο Νο. 1 (1925)
- Τρία Κομμάτια Πιάνου (Op. 32, 1948)
- Σονάτα για πιάνο Νο. 2 (1952)
- Καβατίνα (1960), για κλαρινέτο και πιάνο
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τέσσερα λιντ (Op. 7, 1922) για φωνή και ορχήστρα/πιάνο
- Πέντε τραγούδια (Op. 15) για φωνή και πιάνο
- Μπαλάντα των Μαχητών (1934)
- Έξι λαϊκά λιντ (Op. 29, 1937) για φωνή και ορχήστρα
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb148076233. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Philipp-Jarnach. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ 5,0 5,1 birth certificate.
- ↑ (Γαλλικά, Ολλανδικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά) Musicalics. 91595. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2022.
- ↑ 7,0 7,1 ΠΛΜ
- ↑ Bompiani, 1:126
- ↑ Kennedy, 1:380
- ↑ Lewis, Uncle Dave, Allmusic, reproduced atAnswers.com.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ Raeburn & Kendall
- ↑ Brockhaus Riemann Musiklexikon
- ↑ http://www.zeit.de/1952/30/portraet-eines-einsamen
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
- Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
- Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (ΠΛΜ), έκδοση 1991, τόμος 17, σ. 256
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Eric BlomThe New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Michael Raeburn / Alan Kendall (Hrsg.): Geschichte der Musik, Band IV, München/Mainz 1993