Φούλλοι
Οι Φούλλοι (πολυτονικώς: Φοῦλλοι), επίσης γνωστοί ως η Φούλλα ή αι Φούλλαι, ήταν βυζαντινή πόλη στη νότια Κριμαία.
Η τοποθεσία των Φουλλών παραμένει άγνωστη και αποτελεί αντικείμενο διαφορετικών απόψεων μεταξύ των ιστορικών. Οι προτεινόμενες ταυτίσεις με σύγχρονους οικισμούς περιλαμβάνουν το Σόλχατ και το Τέψεν στο ανατολικό τμήμα της Κριμαίας, καθώς και το Τσουφούτ-Καλέ και το Κυζ Κερμέν πλησίον του Μπαχτσισαράι στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου.[1] Σύμφωνα με τον Ο. Πριτσάν στο Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, «πιθανότατα βρισκόταν στην διακριμαϊκή διαδρομή, περίπου στα μισά της διαδρομής μεταξύ Χερσώνος και Κιμμερίου Βοσπόρου».[1]
Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Βυζαντινό ιστορικό Μένανδρο προτήκτωρα του 6ου αιώνα. Εμφανίζεται στη συνέχεια στην αγιογραφία του αγίου Ιωάννη της Γοτθίας του ύστερου 8ου αιώνα, ο οποίος κρατήθηκε αιχμάλωτος στην πόλη το 787, και βάφτισε και θεράπευσε το παιδί του τοπικού άρχοντα, πριν καταφύγει στην Αμάστριδα. Τον 9ο αιώνα, η αγιογραφία του Κωνσταντίνου του Φιλοσόφου αναφέρει το «έθνος των Φουλλών», που τιμούσαν μια βελανιδιά και τους διοικούσε ένας πρεσβύτερος.[1]
Οι Notitiae Episcopatuum (Επισκοπικοί Κατάλογοι) του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στα τέλη του 8ου και 9ου αιώνα αναφέρουν ότι ο επίσκοπος των Χοτζιρών διέμενε κοντά στους Φούλλους και σε ένα άλλο μέρος με το τουρανικό όνομα Καρά Σου («Μαύρο Νερό»), εξελληνισμένο ως Χαράσιον ή μεταφρασμένο ως Μάβρον Νερὸν στους Notitiae.[1] Στους επόμενους Notitiae, οι ίδιοι οι Φούλλοι εμφανίζονται ως η έδρα μιας αρχιεπισκοπής. Μέχρι τον 14ο αιώνα, η τοπική έδρα είχε συγχωνευθεί με αυτήν της Σουγδαίας, και μια μητροπολιτική επισκοπή Σουγδαίας και Φουλλών μαρτυρείται καλά σε έγγραφα του 14ου-15ου αιώνα.[1] Η τύχη της πόλεως μετά από αυτό είναι άγνωστη.[1]