Φριτς Ζάουκελ
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ερνστ Φρίντριχ Κρίστοφ Ζάουκελ | |
---|---|
Ο Ερνστ Φρίντριχ Κρίστοφ Ζάουκελ | |
Πρόεδρος της κομματικής οργάνωσης του κρατιδίου της Θουριγγίας | |
Εν ενεργεία Ανέλαβε καθήκοντα 1925 | |
Προκάτοχος | Άρθουρ Ντίντερ |
Υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου Θουριγγίας | |
Εν ενεργεία Ανέλαβε καθήκοντα 26 Αυγούστου 1932 | |
Βουλευτής του Ράιχσταγκ | |
Εν ενεργεία Ανέλαβε καθήκοντα 12 Νοεμβρίου 1933 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 27 Οκτωβρίου 1894, Χάσφουρτ |
Θάνατος | 16 Οκτωβρίου 1946 Νυρεμβέργη |
Εθνότητα | Γερμανική |
Υπηκοότητα | Γερμανική |
Πολιτικό κόμμα | Εθνικοσοσιαλιστής |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ερνστ Φρίντριχ Κρίστοφ Ζάουκελ (Ernst Friedrich Christoph Sauckel, Χάσφουρτ, 27 Οκτωβρίου 1894 - Νυρεμβέργη, 16 Οκτωβρίου 1946) ήταν Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής πολιτικός και πληρεξούσιος του Τρίτου Ράιχ σχετικά με τον ανεφοδιασμό της βιομηχανίας του Ράιχ με εργάτες καταναγκαστικής εργασίας από το 1942 μέχρι το 1945.
Πολιτική σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αφού το 1923 προσχώρησε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών (NSDAP), έγινε το 1925 πρόεδρος της κομματικής οργάνωσης του κρατιδίου της Θουριγγίας, μετά την πτώση του πρώην υπεύθυνου Άρθουρ Ντίντερ, την οποία οργάνωσε ο ίδιος.
Με τις πρώτες εκλογικές επιτυχίες του NSDAP το 1929 ο Ζάουκελ έγινε μέλος της κρατιδιακής Βουλής της Θουριγγίας, όπου ανέλαβε επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Αφού το 1932 το NSDAP έγινε δυνατότερο κόμμα του Ράιχσταγκ, η Δ’ κρατιδιακή Βουλή της Θουριγγίας τον εξέλεξε στις 26 Αυγούστου 1932 Υπουργό Εσωτερικών του κρατιδίου. Στις 5 Μαΐου 1933 ορίστηκε Reichstatthalter της Θουριγγίας. Το νέο αυτό αξίωμα του Τρίτου Ράιχ του εξασφάλιζε ελεγκτική, παρεμβατική και καθοδηγητική δύναμη στη Θουριγγία. Στις 12 Νοεμβρίου 1933 έγινε βουλευτής του Ράιχσταγκ. Επίσης το 1933 δέχτηκε επίτιμα αξιώματα από τα SA και την SS.
Στις 17 Μαΐου 1936 ίδρυσε στη Βαϊμάρη το Ίδρυμα Βίλχελμ Γκούστλοφ (de facto επιχείρηση όπλων), και ορίστηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ διευθυντής της. Στις 21 Μαρτίου 1942 έγινε πληρεξούσιος σχετικά με τον ανεφοδιασμό κυρίως της βιομηχανίας του Ράιχ με άτομα για καταναγκαστική εργασία.
Στις 2 Αυγούστου 2000 η γερμανική Βουλή αποφάσισε την οικονομική αποζημίωση των θυμάτων της καταναγκαστικής εργασίας μέσω του ιδρύματος "Erinnerung, Verantwortung und Zukunft" ("Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον").
Ο Ζάουκελ και η Δίκη της Νυρεμβέργης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ των κατηγορουμένων ο Ζάουκελ ήταν ο μόνος εργάτης. Κατά τη διάρκεια της δίκης έγινε αξιοπρόσεχτος κυρίως για τα άσχημα γερμανικά που μιλούσε. Το συντακτικό του ήταν σε τέτοιο βαθμό λανθασμένο, ώστε οι προτάσεις του συχνά ήταν ακατανόητες για διερμηνείς και δικαστές, οι οποίοι επανειλημμένα ζήτησαν να μιλήσει πιο καθαρά.
Η υπεράσπιση του Ζάουκελ προσπάθησε μάταια να αποδείξει ότι η υπό φοβερές συνθήκες πραγματοποιηθείσα απαγωγή ξένων και η χρησιμοποίηση τους για καταναγκαστική εργασία δεν ήταν παράνομη αλλά ούτε και απάνθρωπη. Υποστήριξε ότι ο Ζάουκελ δεν είχε την πλήρη εξουσιοδότηση στην πραγματοποίηση των σχεδίων αυτών και ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν απάνθρωπος χαρακτήρας αλλά "απλά έκανε το καθήκον του". Το ότι ήταν όμως πληρεξούσιος αποδεικνύει το γραπτό διάταγμα του ίδιου του Χίτλερ (Reichsgesetztblatt I/1942, σελ. 179), το οποίο στάθηκε λόγος για την απαγωγή εκατομμυρίων Ευρωπαίων και τη χρησιμοποίηση τους ως εργατικό δυναμικό της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Όταν καταδικάστηκε σε θάνατο, ο Ζάουκελ αρχικά είπε απλά ότι ποτέ του δεν ήταν απάνθρωπος. Αργότερα άρχισε να κλαίει. Μέχρι την εκτέλεσή του στις 16 Οκτωβρίου πίστευε ότι η καταδίκη του σε θάνατο ήταν λάθος μετάφραση του διερμηνέα και ότι δε θα εκτελούνταν. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο υπουργός Εξοπλισμών και υψηλότερος βιομηχανικός ηγέτης του Τρίτου Ράιχ, ο Άλμπερτ Σπέερ, βάσει εντολών του οποίου ανεφοδίαζε την πολεμική βιομηχανία όλο με περισσότερους ανθρώπους για καταναγκαστική εργασία, την γλίτωνε απλά με ποινή φυλάκισης.