Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστης:Σπυρος Κων Γραμματικας/Πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σπύρος Κ Γραμματίκας ή

Δανιήλ (1798-1857)

Γεννήθηκε στο Νεχώρι Υπάτης γύρω στα 1798. Ο πατέρας του είχε το επώνυμο Δανιήλ, και

καταγόταν απο Σουλιώτικη οικογένεια μεταναστεύωντας στα βάθη του χρόνου τις Τουρκοκρατίας,

ήταν κτηνοτρόφος και έμεινε στο Νεχώρι.

Το χειμώνα κατέβαζε τα πρόβατά του στον κάμπο του

Σπερχειού, συνήθως στα Λειβαδιά των Λουτρών Υπάτης, Βαρκά, Μαγούλα και το καλοκαίρι

ανέβαινε πάλι στο Νεχώρι.

Μιαν άνοιξη, όταν ο Σπύρος ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του ανέβαζε τα πρόβατα στα λειβάδια του

Νεχωριού. Νύχτωσε κοντά στην Ανεμότρυπα της Υπάτης, σταμάτησε, έφκιασε στρουγκα για να

αρμέξη, να βολέψη τα πράγματά του και να κοιμηθή η φαμελιά του, η γυναίκα του, ο γιός

του,Σπύρος και η κόρη του Φροσύνη.

Τις μέρες εκείνες γύριζε στα χωριά της Υπάτης ένα τούρκικο απόσπασμα που μάζευε ομήρους,

ιδιαίτερα νέους και νέες για τα χαρέμια των πασάδων. Κατά σύμπτωση ο δρόμος έφερε τον Τούρκο

αποσπασματάρχη από την Ανεμότρυπα όπου βρήκε την οικογένεια του Δανιήλ στην πρόχειρη

στρούγκα.‘Οταν είδε το παιδί και το κορίτσι ζήτησε από τον πατέρα να του τα δώσει. Φυσικά ο

Δανιήλ αρνήθηκε και λόγο το λόγο ήρθαν στα χέρια. Ο Τούρκος με το απόσπασμα του σκότωσε

τον πατέρα και τη μάνα, πήρε το κορίτσι, που από τότε χάθηκαν τα ίχνη γιατί πιθανόν το σκότωσε

κι αυτό και έπιασε το Σπύρο ο οποίος τότε ήταν 12 χρονών.

Όλο το κοπάδι από 300 πρόβατα, άλογα και το υπόλοιπο βιός που υπήρχε το πήραν όλο.

Ο Τούρκος αποσπασματάρχης εκτός από το Σπύρο είχε μαζέψει από τα χωριά της Υπάτης και της

Δυτ. Φθιώτιδας κάπου 44 αγόρια τα οποία πήγε στο Ζητούνι. Από τη Λαμία με δεμένα τα μάτια

τα πήγαν όλα στον Αλμυρό όπου είχαν συγκεντρωμένα περιπου 300 αγόρια. Τα βάλανε όλα μέσα

σε μια φυλακή – στρατόπεδο που στην αυλή γύρω – γύρω είχε μια μάντρα ψηλή για να

μη μπορούν να πηδήσουν εξω. Εκεί υπήρχαν στρατιώτες τούρκοι φύλακες. ́Αγνωστο για που

προόριζαν τα παιδιά, πάντως το παιδομάζωμα και οι γενίτσαροι είχαν καταργηθεί την εποχή αυτή.

Ο Δανιηλο-Σπύρός από τις πρώτες μέρες της φυλακής του έπιασε φιλία με άλλα παιδιά που

κοιμόταν μαζί. Στο μεταξύ στον ύπνο του τρεις βραδειες συνέχεια έβλεπε το ίδιο όνειρο. ́Εβλεπε

τον Άγιο Νικόλαο ο οποίος του έλεγε να κοιτάξει να φύγει από εκεί μέσα όσο μπορεί πιο γρήγορα

γιατί κινδύνευε. Είπε το όνειρο σε τρία άλλα παιδιά που ήταν παρέα και τα οποία κατάγονταν από

τα χωριά του Γαρδικιού (Πελασγίας). ‘Ενα από τα παιδιά ανέβηκε σε ένα κυπαρίσσι που ήταν στην

αυλή κάπως κοντά στον τοίχο και είδε που βρίσκονται. Γνώρισε τον τόπο, είδε στο βάθος τα βουνά

της Γούρας (Ανατολική Όθρυς) και κατάλαβε που βρίσκονται. Κατεβηκε εξήγησε και στους άλλους

ότι είδε και όλοι μαζί κατέστρωσαν το σχέδιο πως θα δραπετεύσουν.

Μόλις βράδυασε κρύφτηκαν και τα 4 παιδιά στα αποχωρητήρια. ‘Οταν κοιμήθηκαν οι άλλοι και

εγινε ησυχία. πλησίασαν αθόρυβα τον τοίχο, χρησιμοποίησαν τα ζουνάρια τους και πατώντας ο

ένας στο κορμί και στις πλάτες του άλλου, ανέβηκαν στη μάντρα και πήδησαν εξω. Μόνον ο

τέταρτος δεν πρόλαβε, τη στιγμή που ήταν πάνω στη μάντρα, τον πήρε χαμπάρι ο σκοπός,

πυροβόλησε και τον σκότωσε. Οι άλλοι τρεις πρόλαβαν και το σκάσανε, βγήκαν έξω από τα σπίτια

και πιάσανε τα χωράφια. Τη νύχτα βαδίζανε και τη μέρα κρύβονταν στα πουρνάρια και τα σιτάρια

τα οποία ευτυχώς ήταν μεγάλα την εποχή εκείνη. ́Ετσι πολύ γρήγορα έφτασαν στα βουνά της

Γούρας. Από εκεί τα δύο παιδιά πήγαν στα χωριά τους στην περιοχή Γαρδικιού (Πελασγία).

Ο Σπύρος προχώρησε και βρήκε μία στάνη. Για καλή του τύχη αυτός που είχε τη στάνη ήταν

τσέλιγκας με μεγάλη περιουσία και δεν είχε δικά του παιδιά. Γι,αυτό μόλις τον είδε τον κράτησε γιαπαιδί του. Ο τσέλιγκας αυτός λεγόταν Ν. Θεος (Σημείωση: αυτός ο Ν. Θεός δεν έχει καμμία σχέση

με τον Ν. Θεό ο οποίος το 1815 στην Φουρνά Αγράφων, σε συνεργασία με τον κοτζάμπαση

Γιαννάκη Κωστάκη, σκότωσε τον Λεπενιώτη αδερφό του Κατσαντώνη και αρματολό των Αγράφων

κατ’ εντολή του Αλή πασά). Ο Σπύρος μεγάλωσε με αγάπη και πατρική στοργή με ειδικό δάσκαλο

έμαθε γράμματα και έγινε ένας καλός μορφωμένος άνθρωπος και άξιος νοικοκύρης. Στο μεταξύ ο

Ν. Θεος απέκτησε και ένα κορίτσι το οποίο βάφτισε ο Σπύρος και το ονόμασε Φροσύνη, το όνομα

της χαμένης αδερφής του.

Κάποτε, στις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης, από τα βουνά της Γούρας πέρασε μια ομάδα

από 30-40 άνδρες αγωνιστές – κλέφτες με οπλαρχηγό τον καπετάν Μπατσιάκη και ζήτησε από τη

στάνη του Θέου ψωμί και φαί. Καπετάν Μπατσιάκης λέγονταν ο Σπύρος Μπάτσιος αγωνιστής από

την Καστανιά Υπάτης ο οποίος ήταν Μπουλουξής και υπηρέτησε υπό τον Πανουργιά και

Σκαλτσοδήμο, και κατά το 1821 τμήματα του σώματος του Πανουργιά πολεμούσαν στην περιοχή

της Πελασγίας. Ο Σπύρος Μπάτσιος ήταν πρώτος ξάδερφος με τον Σπύρο Δανιήλ – Γραμματίκα κι

ο πατέρας του έμεινε στο Νεχώρι παλιότερα.

Ο Θέος έστειλε τον παραγιό του το Σπύρο να πάει στο λημέρι του καπετάνιου με ψωμί και φαϊ.

Εκεί γνωρίστηκαν ότι είναι ξαδέρφια και συμφώνησαν να καταταγεί και ο Σπύρος στα σώματα των

αγωνιστών για να εκδικηθεί το θάνατο των γονιών του. Πήγαν στο θετό πατέρα του το είπαν και

του ζήτησαν την άδεια και την ευχή του για την απόφαση που πήραν. Στενοχωρέθηκε βέβαια ο

Θέος γιατί έχανε τον θετό γιο του μα τελικά συμφώνησε, έδωσε την άδεια και την ευχή του να

πολεμήσει ο Σπύρος για την ελευθερία της πατρίδας, τον έβαλε να διαλέξει όποιο τουφέκι ήθελε,

κομπούρες, γιαταγάνια, βόλια κλπ.

Ο Σπύρος διάλεξε το καριοφίλι «Λαζαρίνα» και έφυγε κλέφτης με την ευχή του θετού πατέρα του!

Ο καπετάν Μπατσιάκης ήξερε πως ο αποσπασματάρχης, που σκότωσε τους γονείς του ξαδέρφού

του, ήταν τώρα διοικητής (κεχαγιάς ή μπέης) στο Ζητούνι και έκανε συχνά εκστρατείες στην

περιοχή. Αποφάσισαν να του στήσουν καρτέρι και να τον σκοτώσουν.

Από ανθρώπους που είχαν στη Λαμία έμαθαν πως ο μπέης θα εκστρατεύσει για το Καρπενήσι.

Στήσαν καρτέρι στον ‘Αγιο Νικόλαο στα Καλύβια έξω από τη Λαμία στο δρόμο που θα περνούσε.

Προδόθηκαν όμως στους Τούρκους, κυκλώθηκαν,τότε ο Σπύρος ορκίστηκε πως αν σωθούν θα

φτιάξει εκκλησία στο όνομα του δολοφονηθέντα πατέρα του,έτσι και έγινε,διέφυγαν στα χωράφια

και μετά την απελευθέρωση γύρω στο 1823 πήγε στα Καλύβια και εφτιαξέ τον Άγιο Κωνσταντίνο

στην πλαγιά απο όπου διέφυγαν. Πάντως η εκστρατεία του Μπέη εκεινη τη μέρα στο Καρπενήσι

ματαιώθηκε.

Αργότερα μάθανε πως ο Μπέης Θα πήγαινε για τα χωριά της περιοχής Γοργοποτάμου. Μοναδική

διάβαση για εκεί από το Σπερχειό, ήταν η Σανίδα στου Φρατζή, έτσι λέγανε τη γέφυρα.

Στήσαν λοιπόν καρτέρι σε κατάλληλο μέρος του δρόμου και την ώρα που περνούσαν, ο Σπύρος

σημάδεψε με τη λαζαρίνα του τη φοράδα πάνω στην οποία πήγαινε καβάλα μπροστά – μπροστά

ο μπέης, έρριξε και τη σκότωσε. Οι Τούρκοι που ακολουθούσαν φοβήθηκαν και έφυγαν, ενώ ο

Μπέης πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον μετέφεραν προς τα Δυό Βουνά στον ‘Αγιο Ταξιάρχη κοντά στη

θέση Πλακωτό. Εκεί τον ανέκριναν και ο Σπύρος τον ρώτησε γιατί σκότωσε τους γονείς του και

την αδερφή του, ο μπέης από τα πολλά που είχε κάμει δεν θυμόταν τίποτα. Τον καταδίκασαν σε

θάνατο και ο Σπύρος τον σκότωσε μόνος του με την κομπούρα του. Από αυτόν πήρε τις παλάσκες,

την ασημένια κομπούρα και έναν ασημοσουγιά τα οποία φορούσε πάντα στο σελάχι του και

αργότερα τα είχαν τα παιδιά του και τα εγγόνια του.

Κάποια χρονιά, μετά το φόνο του Τούρκου μπέη, το σώμα του Μπατσιάκη βρέθηκε στη θέση

Μνήματα, κοντά στον Αετό. Εκεί μέσα στα άλλα ψητά που είχαν ήταν κι ένα τραγί για το οποίοόπως συνήθιζαν οι κλέφτες βάλανε στοίχημα ποιος θα το κόψει με μια σπαθιά. Το στοίχημα

κέρδισε ο αδερφός του Μπάτσιου ο οποίος πέρνοντας φόρα με τη σπάθα έκοψε το ψητό τραγί στα

δύο μόνο με μια σπαθιά.

Ο Σπύρος Δανιήλ επειδή ήξερε γράμματα, που έμαθε στον θετό πατέρα του έγινε γραμματικός του

καπετάνιου, αλλά και των άλλων οπλαρχηγών, γι’αυτό τα παλικάρια τον φώναζαν Γραμματίκα και

από τότε έμεινε το όνομά του Σπύρος Γραμματίκας και πολιτογραφήθηκε πλέον έτσι.

‘Έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες της Ρούμελης (Αλαμάνα, Γραβιά, Υπάτη, Αράχωβας, Κερατσινίου

κ.α.) με τα σώματα των οπλαρχηγών Πανουργιά, Οδ. Ανδρούτσο, Αθ.Διάκο, Σκαλτσοδήμου, Γ.

Καραϊσκάκη κλπ. Το 1828 επί Καποδίστρια όταν δημιουργήθηκε ο τακτικός στρατός ο

Γραμματίκας καθώς και πολλοί άλλοι δεν ήθελε να καταταγεί. Γι’αυτό πήγε στο Μακρυκάμπι.Εκεί

βρήκε τον ξάδερφό του Φρούτα, πρώτος ξάδερφος κι αυτός όπως ο Μπάτσιος. Κάθησε κάμποσο

καιρό εκεί ώσπου να δουν τι θα κάνουν. Ήταν πλέον 30 χρονών.

Στο πανηγύρι τ Άη Λια αποφάσισαν να πάνε στο χωριό, στο Νεχώρι, μαζί με το Φρούτα. Πήγαν

και χόρεψαν «το κλειστό» στην πλατεία. Λεβέντης όπως ήταν τον είδε η παπαδιά χήρα του

Βελαετλή παπα- Παναγιώτου, τον διάλεξε για γαμπρό και μετά τα σχετικά προξενιό και τα

αρραβωνιάσματα παντρεύτηκε την κόρη της Ελένη. Από το γάμο του απέκτησε δυο κορίτσια

και τρία αγόρια. Ξανάφκιασε σπίτι και περιουσία και πέθανε στο Νεχώρι το 1857.