Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστης:Babis1

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ ( ή κοκκορεβυθιά) Η Τσικουδιά, ένα δένδρο πολύ γνώριμο στην περιοχή μας, για τους νόστιμους και πικάντικους καρπούς του, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας πολύ κοντινός εξάδελφος του Αιγινίτικου φιστικιού (Pistacia Vera) αλλά και του Χιώτικου σκίνου της μαστίχας (Pistacia lentiscus) καθώς και του κοινού σκίνου (Schinus terebinthifolius) ενώ είναι μακρινός συγγενής της καρυδιάς. Η τσικουδιά της Χίου ανήκει στην οικογένεια των Πιστακίων, του γένους των Ανακαρδιακών της τάξης των Σαρπινδάλων και της συνομοταξίας των Μανολιόφυτων. Άλλα είδη της οικογένειας πολύ κοντά στην δική μας Τσικουδιά είναι το Πιστάκιο του Άτλαντα στο Λίβανο και το πιστάκιο της Κίνας , ένα δένδρο λιγότερο φουντωτό. Η Τσικουδιά ή κοκκορεβυθιά για την υπόλοιπη Ελλάδα (Pistacia Terebinthus) έχει όλα τα χαρακτηριστικά των φυτών της ίδιας οικογένειας. Η καταγωγή της είναι μεσογειακή όπου τη βρίσκουμε από την Ισπανία μέχρι το Λίβανο. Κύριος σκοπός της καλλιέργειάς τους δεν είναι τα νόστιμα και μυρωδάτα τσίκουδα αλλά η κρεμεντίνα. Αυτή είναι ρητίνη όμοια με το ρετσίνι του πεύκου, απ’ την οποία μετά από ειδική επεξεργασία (βρασμός), παράγεται η Τερεβινθίνη, το γνωστό νέφτι (Chian or Scio turpentine). Ακόμη χρησιμοποιείται σε βερνίκια και βασικό συστατικό σε λαδομπογιές. Η διαφορά στην κρεμεντίνα είναι ότι περιέχει μεγάλες ποσότητες Τανίνης. Έτσι παράγεται ένα λάδι που χρησιμοποιείται για να σκουραίνει και να γυαλίζει δέρματα όπως κι απ’ το βελανίδι ή την πέτικα. Το μαστιχαδιενολικό οξύ που παράγεται από την κρεμεντίνα, χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες όπως απέδειξε ομάδα καθηγητών στο τμήμα φαρμακολογίας Πανεπιστημίου Βαλένσια Ισπανίας με πειράματα σε ποντίκια το 2002, αλλα και για πολλές άλλες φαρμακευτικές χρήσεις όπως τα αντηλιακά λάδια για το δικό μας μαύρισμα στην πλαζ. Η παγκόσμια επιστημονική ονομασία της Τσικουδιάς , Πιστακία ή Πισταχίος εμπεριέχει σαν δεύτερο συστατικό την λέξη Χίος και αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι εδώ στον τόπο μας ανακαλύφθηκαν οι ευεργετικές ιδιότητες του συγκεκριμένου δένδρου, όπως και του μαστιχόδενδρου. Η Πιστακία η Τερέβινθος είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων καθώς αναφέρεται σαφώς στην Αινειάδα του Βιργιλίου (βιβλίο10 γραμμή 136 ο Ασκάνιος γιός του Αινία παρομοιάστηκε στη μάχη ως η Ορίσια Τερεβίνθους) αλλά ακόμα και σε κείμενα το Προφήτη Ησαϊα κεφ.1 εδαφ. 29 όπου ένα δένδρο των Εβραιών μεταφράζεται ως Πιστάκιο . Η ίδια είναι γνωστή από την περίοδο της κλασσικής Ελλάδας για την αρωματική και Ιατρική χρήση των προϊόντων της. Η Τσικουδιά είναι δένδρο που φτάνει μέχρι και τα 10 μέτρα . Με κατάλληλο κλάδεμα μπορεί να παραμείνει σε χαμηλό ύψος προκειμένου να είναι ευκολότερη η συγκομιδή των καρπών της. Πρέπει να φτάσει στην ηλικία των 7 έως 10 ετών για να κάνει καρπό και ξεχωρίζει σε Αρσενικό και θηλυκά. Ένα αρσενικό δένδρο φτάνει για να επικονίασει από 8 έως 12 θηλυκά στην ίδια περιοχή. Καρπούς κάνουν μόνο τα θηλυκά που ανθίζουν μεταξύ Μάρτη και Απρίλη κάθε χρόνο. Οι μικροί φυστικοειδής καρποί ξεκινούν να μεγαλώνουν αμέσως μετά σε σχηματισμό κοντούρας. Αλλάζουν πολλά χρώματα και στο τέλος του καλοκαιριού από κόκκινοι μετατρέπονται σε σκούρο μελανό ενώ το επόμενο σκούρο πράσινο χρώμα δείχνει και την ωριμότητα τους. Τα φύλλα της Τσικουδιάς είναι ατρακτοειδή, πράσινα, γυαλιστερά και σχηματίζουν συστάδες των 9 (4 και 4 αντικριστά και ένα στην άκρη) σε σχήμα ψαροκόκκαλου. Αν χαράξεις τον κορμό της τρέχει ρετσίνι με έντονη οσμή και κολλώδεις ιδιότητες , την κρεμεντίνα με πολλαπλές χρήσεις. Οι καρποί της, τα τσίκουδα υπάρχουν σε πολλές ποικιλίες για διαφορετικές χρήσεις. Τα πρώιμα αρχίζοντας περίπου από τα τέλη Ιουνίου, τα Ψιλάντικα, τα Χατζημηνάτα, τα Ρεβυθάτα που είναι χοντρά και σαρκώδη, τα Ψιλά για την παραγωγή λαδιού και τα σέρτικα. Όλα εκτός από τα σέρτικα μπορούν με κατάλληλη πίεση να ανοίξουν το κέλυφός τους σε δύο ίσα μέρη - γαβαθάκια και να ελευθερώσουν το νόστιμο και θρεπτικό περιεχόμενο τους που αρέσει σε όλους. Η τεχνική της συγκομιδής των τσίκουδων για παραγωγή λαδιού γίνεται στα τέλη του καλοκαιριού μόλις ωριμάσει ο καρπός, με το στρώσιμο υφασμάτων –τσόλες - κάτω από το δένδρο όπου πέφτει ο καρπός, καθώς κάποιος δαυρίζει τα ψηλότερα σημεία του δένδρου σε ψιλή ανεμόσκαλα. Τα τσίκουδα στη συνέχεια τρίβονται για να πέσουν από τα τσαμπιά και τοποθετούνται σε σκάφες με νερό για να ξεχωρίσουν των κούφια που επιπλέουν, από τα γεμάτα. Στεγνά πλέον μεταφέρονται στο λουτρουβιό για να μετατραπούν σε λάδι. Αφού κοπανιστούν αλέθονται και μπαίνουν στο στειράκι όπου με πίεση βγαίνει όλος ο χυμός τους που συγκεντρώνεται σε δεξαμενή. Το λάδι που επιπλέει, μαζεύεται με μια κομμένη κολοκύθα που χρησιμοποιείται σαν κουτάλα και τοποθετείται σε μπουκάλια ή νταμιτζάνες για οικιακή χρήση. Το λάδι που προκύπτει από τους καρπούς περιέχει ένα δυνατό συνδυασμό πρωτεϊνών και τανίνης και είναι νόστιμο, παχύ και μυρωδάτο, κατάλληλο για την ζαχαροπλαστική αλλά και ως καρύκευμα φαγητών. Με μια γωνιά αχνιστό σπιτικό προζυμένιο ψωμί αλοιμένο με τσικουδόλαδο και λίγη ζάχαρη -αν υπήρχε-, μεγάλωσαν γενιές και γενιές στο Βασιλιώνοικο. Ακόμα έχω στη μύτη μου εκείνη την ανεπανάληπτη μυρωδιά από τα κουρκουμπίνια και τα μελομακάρωνα της γιαγιάς που έφτιαχνε με τσικουδόλαδο. Κανένα μυρωδικό δεν μπορεί να αντικαταστήσει εκείνη τη ρητινώδη απολαυστική οσμή που σ’ έκανε να τρως και να μην μπορείς να σταματήσεις. Σήμερα δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τσικουδόλαδο εκτός από μερικά επιλεγμένα καταστήματα όπου προσφέρεται σαν είδος πολυτελείας, εισαγόμενο κυρίως από το εξωτερικό. Το μάζεμα του καρπού για λάδι ήταν σίγουρα μια σκληρή και χρονοβόρα και επώδυνη δουλεία κάτι που δεν συμφέρει πλέον σαν εργασία αφού υπάρχουν άλλες προτεραιότητες και ανάγκες στον αγροτικό κόσμο αλλά και η προσφορά νέων αγαθών που το αντικατέστησαν στις τροφές μας. Ακόμα δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε και όλους εκείνους μάζευαν καθημερινά τα τσίκουδα, τα διάλεγαν ένα ενα για να τα διαθέσουν στην αγορά είτε χοντρικά είτε περιπλανώμενοι οι ίδιοι στην Απλωταριά και το λιμάνι της Χώρας. Λευκοντυμένοι, με ένα καλαθάκι στο χέρι περιφερόταν όλη τη μέρα ή κάθονταν για λίγο να ξαποστάσουν κάτω από κάποια σκιά μέσα στη ζέστη το καλοκαιριού. Πάνω στο καλάθι τέντωναν μια άσπρη πετσέτα όπου έβλεπες μια στοίβα από ολόφρεσκα καταπράσινα τσίκουδα να περιμένει τους αγοραστές. Ο Τσικουδάς έπαιρνε με ένα μικρό γυάλινο ποτηράκι την ανάλογη, στα χρήματα, ποσότητα του καρπού και γέμιζε με αυτήν ένα χάρτινο χωνάκι που είχε έτοιμο από πριν. «Τσίκουδο χοντρό, τσίκουδο ροβυθάτο έχωωωω…» Φώναζαν ασταμάτητα καθώς οι Χιώτες περαστικοί δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν απέναντι στην πρόκληση της λυσσάρικης γεύσης του τσίκουδου αλλά και η περιέργεια των ξένων τους έσπρωχνε να τα δοκιμάσουν. Χωρίς να ξέρουν την τεχνική του σπασίματος πολλές φορές αγανακτούσαν κάνοντας τους ντόπιους να χαμογελούν για το πάθημα τους. Χαρακτηριστικές γραφικές φιγούρες, πάντα καλοσυνάτοι οι, ο Μανώλης Καρασούλης, ο Θοδωρής ο Στακιάς, ο Αντώνης ο Δανιήλ, Ο Κώτσος ο Κοντογιάννης και ίσως άλλοι που δεν γνώρισα και ας με συγχωρήσουν που δεν τους αναφέρω θα μείνουν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη μας σαν τους Βασιλιωνοικούσους τσικουδάδες που χρωμάτιζαν με τη φωνή και την παρουσία τους τη χώρα, κάθε χρόνο την εποχή του Τσίκουδου. Τούτη η γιορτή ας γίνει αφορμή να τους αναφέρομε. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΙΛΙΑΡΗΣ