Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστης:Vickytsif/πρόχειρο/Ζουρνάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ζουρνάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ζουρνάς είναι πνευστό μουσικό όργανο της ελληνικής αλλά και,γενικότερα, της τουρκικής και της βαλκανικής λαϊκής μουσικής. Ανήκει στην οικογένεια των οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ταυτίζεται με τον αρχαίο αυλό, το κατ'εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής, τον οποίο μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, συναντάμε από την εποχή του Ομήρου. Το όνομά του προέρχεται από την τούρκικη λέξη zurna και αντιστοιχεί με το ελληνικό οξύαυλος.

Ιστορικές αναφορές στον ζουρνά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την εμφάνιση του κλαρίνου στην Ελλάδα, γύρω στα 1830, ο ζουρνάς, σύμφωνα με τον συνθέτη Παύλο Καρρέρ, χαρακτηρίζονταν ως εθνική φλογέρα. Χαρακτηριστικά αναφέρει στα "Απομνημονεύματα "του ότι είδε "...να τραγουδούν και χορεύουν, παίζοντες τας εθνικώς φλογέρας και τα νταούλια". Σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Μακεδονία περισσότερο, πολλές είναι οι τοιχογραφίες και οι αγιογραφικές παραστάσεις που ο ζουρνάς με το νταούλι δεσπόζουν σε μεγάλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές συνθέσεις. Κανένας σχεδόν από τους φιλέλληνες αλλά και τους ξένους περιηγητές όπως Pouqueville R. Chandler, αλλά και ο Λόρδος Βύρων δεν άκουσαν με καλό αφτί το ζουρνά. Χαρακτηριστικά ο Φοίβος Ανωγειανάκης στη μνημειώδη εργασία του για τα ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα μεταξύ άλλων γράφει: "Με βασικά διαφορετική μουσική παιδεία όλοι αυτοί οι ξένοι αδυνατούν να προσαρμοστούν στο μελωδικό, ρυθμικό και, γενικότερα, ηχητικό κλίμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Για τον Pouqueville αίφνης ο ζουρνάς είναι ένα "κραυγαλέο" όργανο. Όμως όταν δεν θεμελιώσεις τον Διονυσιασμό, τον Ορφισμό, τα Καβύρεια, δεν ακολουθήσεις τα βήματα του Αλέξανδρου και δεν ζήσεις τον βυζαντινό ιππόδρομο, πώς ο ζουρνάς και τα νταούλια να μην αποτελούν κραυγαλέα όργανα;

Υλικά κατασκευής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κυρίως σώμα του ζουρνά κατασκευάζεται από πολλά και διαφορετικά ξύλα, όπως οξιά, κεράσια, καρυδιά, ελιά, μαυρομουριά, κουμαριά, βερικοκιά μουσμουλιά, ρείκι, σφεντάμι και σπάνια από έβενο ανάλογα με την άποψη του ζουρνατζή, ο οποίος είναι κατά κανόνα και κατασκευαστής του. Βασικό στοιχείο στην κατασκευή του αποτελεί και το γεγονός ότι το ξύλο πρέπει να είναι στεγνό, χωρίς ρόζους, ισόπαχο και σταθερό, πράγμα που θα δώσει και την ποιότητα και ένταση του ήχου. Ο ζουρνάς φτιάχνεται επίσης και από πάφιλα (λεπτό ορειχάλκινο έλασμα), για να μη σπάει εύκολα, αν και η ποιότητα του ήχου υστερεί σε σύγκριση με τον ξύλινο ζουρνά.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ζουρνάς στην Ημαθία και γενικότερα στη Μακεδονία, έχει δύο διαφορετικά μεγέθη. Ο πρώτος κοντός μήκους 35 εκατ. και τον συναντούμε μόνο στη Νάουσα, και ο δεύτερος μακρύς μήκους μέχρι και 65 εκατ. και τον συναντούμε τόσο στην Κεντρική, όσο και στην Ανατολική Μακεδονία, περιοχή Ηράκλειας ( Τζουμαγιάς ) Σερρών. Όσο μακρύτερος ο ζουρνάς, τόσο βαθύτερο ήχο βγάζει. Ο κάθε ζουρνάς αποτελείται συνήθως από τρία βασικά μέρη:

  1. Τον κυρίως ζουρνά, δηλαδή το σώμα το οποίο καταλήγει σε σχήμα χωνιού που λέγεται τατάρα.
  2. Τον κλέφτη που λέγεται και επιστόμιο, κεφαλάρι ή και μάνα
  3. Το κανελί ή πίσκα με την τσαμπούνα.

Τρόπος κατασκευής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σωλήνας του ζουρνά - συνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε όμως και κυλινδρικός- καταλήγει σε ένα χωνί, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό. Φτιάχνεται από ξερό και χωρίς ρόζους ξύλο, για να αντέχει στο δούλεμα και στις καιρικές μεταβολές, και το τοίχωμα του πρέπει να είναι ισόπαχο και λεπτό. Το τελευταίο αυτό συμβάλει στην καθαρότητα, την ένταση και την ποιότητα του ήχου. Το σωλήνα τον τρυπούν σήμερα με τρυπάνι, παλιότερα με πυρακτωμένη λεπτή σιδερένια βέργα.. Άλλοτε τα ξύλα που έφτιαχνα τον ζουρνά για να είναι σίγουροι ότι δεν θα ραγίσουν. Σήμερα, άμα ραγίσει ο ζουρνάς τον τυλίγουν με μια κύστη από σφαγμένο ζώο. Με το καιρό η φούσκα ξεραίνεται και γίνεται ένα με το ξύλο και έτσι το προφυλάσσει από μελλοντικά ραγίσματα. Στη επάνω μεριά μπαίνει ο κλέφτης, που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα. Στον κλέφτη προσαρμόζουμε το κανέλι με την τσαμπούνα και το οποίο είναι ένα λεπτό από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι στο οποίο δένουν το καλαμένιο διπλό γλωσσίδι, την τσαμπούνα. Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα, ένας δίσκος από κόκαλο, μέταλλο ή ξύλο. Τρυπημένη στο κέντρο, την περνούν από το γλωσσίδι και την αφήνουν να καθίσει στο κέντρο. Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του στη φούρλα και αυτό το βοηθάει να φυσάει ευκολότερα. Η φούρλα, αν και δεν διαφέρει μορφολογικά, λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργεί η φοβία στον αρχαιοελληνικό αυλό. Ο ζουρνάς έχει 7 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μια από την άλλη και μία τρύπα πίσω για τον αντίχειρα. Εκτός απ’ αυτές τις τρύπες έχει και άλλες στο κάτω μέρος του ηχείου, οι οποίες δεν πατιόνται ποτέ και επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και την ποιότητα του ήχου.


Τρόπος παιξίματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σημαντικότερο για το άκουσμα ενός ήχου από ζουρνά είναι αυτή καθ' αυτή η τεχνική του ζουρνατζή. Να παίζει και κυρίως να φυσάει το εκπληκτικό αυτό μουσικό όργανο με τις απέραντες μουσικές δυνατότητες. Πρόκειται για μια μοναδική τεχνική η οποία βασίζεται σε γενικές γραμμές στην ταυτόχρονη εισπνοή και εκπνοή του αέρα. Δηλαδή ο ζουρνατζής ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, τον οποίο αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα και τον οποίο ξοδεύει λίγο-λίγο αντικαθιστώντας τον με νέο αέρα χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή να παίζει το ζουρνά που το παίξιμο του βασίζεται μόνο στο φύσημα. Η υγρασία του γλωσσιδίου είναι βασικό στοιχείο το οποίο ποτίζει άλλοτε με ρακί, άλλοτε με νερό και άλλοτε με κρασί.

Η έκταση της διατονικής κλίμακας, που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δυο φθόγγοι. Ο ζουρνατζής μπορεί να δώσει πολύ περισσότερους τόνους με δυνατότερο φύσημα και περισσότερο σφίξιμο στα χείλη, όμως αυτό δεν γίνεται συχνά, γιατί είναι πολύ κουραστικό. Το ύψος της τονικής εξαρτάται από το μήκος του ζουρνά, αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδίου. Με την κατάλληλη δακτυλοθεσία και το σωστό φύσημα, ο ζουρνατζής εξουδετερώνει τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του οργάνου και δίνει τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας.

Ο ζουρνάς είναι ένα όργανο για ανοιχτό χώρο, καθώς ο ήχος που παράγει είναι ιδιαίτερα οξύς και διαπεραστικός. Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής. Στο μονοφωνικό αυτό όργανο, ο ζουρνατζής ξεμπολιάζει διαρκώς την μελωδία με τρίλιες και με άλλα μουσικά στολίδια. Ο ζουρνάς παίζεται συνήθως συνοδευόμενος από το νταούλι. Τα δυο αυτά όργανα αποτελούν παραδοσιακό σχήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι. Παλιότερα ωστόσο, στα πανηγύρια και τις μεγάλες γιορτές του χρόνου, όπου χόρευαν εκατοντάδες άνθρωποι, έπαιζαν τρεις ή τέσσερις ζουρνάδες μαζί με δύο ή και τρία νταούλια.