Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστος Φωτομάρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρήστος Φωτομάρας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Χρήστος Φωτομάρας (Ελληνικά)
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική, Ελληνική
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΕλληνική Επανάσταση του 1821

Ο Χρήστος Φωτομάρας ήταν Έλληνας οπλαρχηγός και καπετάνιος και καταγόταν από την Πάργα της Ηπείρου[1]. Πατέρας του ήταν ο Θανάσης ή Νάσης Φωτομάρας, ο οποίος μετά την πτώση του Σουλίου το 1822, πήγε στην Κέρκυρα και αργότερα στο Μοριά, όπου ο Κωλέττης τον διόρισε φρούραρχο στο Παλαμήδι. Ο Χρήστος πήρε για γυναίκα του την κόρη του Δημήτρη Πλαπούτα και έτσι έγινε γαμβρός του και οι Φωτομαραίοι έτσι ήρθαν σε επαφή με τον Κολοκοτρώνη.

Ο Χρήστος Φωτομάρας μαζί με τον ξάδερφό του Κίτσο Τζαβέλλα στις 7 Αυγούστου 1825 μπήκαν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Είχε υπό τις διαταγές του σώμα αγωνιστών 85 στρατιωτών. Πήρε μέρος στην έξοδο και κατάφερε να σωθεί, αναγκαζόμενος όμως να πετάξει τα άρματά του. Η εγκατάλειψη ρούχων ακόμη και όπλων κατά την Έξοδο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Κατόπιν πήγε στο Ναύπλιο όπου ο πατέρας του ήταν φρούραρχος του Παλαμηδίου και αργότερα της Ακροναυπλίας.

Τον Άυγουστο του 1826 πήρε μέρος στη μάχη της Καρικαργιάς των Καλαβρύτων με σώμα Σουλιωτών υπό τις διαταγές του Δ. Πλαπούτα του οποίου την κόρη είχε παντρευτεί.[2]

Μετά την επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Όταν ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε, ο Χρήστος Φωτομάρας άκουσε την φασαρία, βγήκε στο παράθυρο του και του έριξε την χαριστική βολή. Τότε, το πλήθος όρμησε κατά πάνω του και όταν τον σκότωσε, πέταξε το πτώμα του στην θάλασσα.

  1. https://gerbesi.wordpress.com/2021/08/24/το-σπαθί-πάλα-του-ηπειρώτη-χρήστου-φωτ/
  2. Παλιούρα, Μίρκα. Το λεύκωμα του ΄21. σελ. 234. 

Βιβλιογραφικές πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συλλογικό Έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΒ’, 1975.