Χριστόψαρο
Χριστόψαρο | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Zeus faber Linnaeus, 1758 |
Το χριστόψαρο ή σανπιέρος (επιστημονική ονομασία Zeus faber, ζευς ο σιδηρουργός ή και άλλα είδη του γένους Zeus) είναι είδος θαλάσσιου ψαριού της οικογένειας Νεΐδες (Zeidae), με ευρεία γεωγραφική κατανομή. Είναι βενθικό παράλιο ψάρι, φαγώσιμο από τον άνθρωπο, με κατακόρυφα πεπλατυσμένο λαδί σώμα που χαρακτηρίζεται από μία μεγάλη πολύ σκούρα κηλίδα και μακριά αγκάθια στο ραχιαίο πτερύγιο. Η σκούρα κηλίδα του χρησιμεύει για να τρομάζει τους διώκτες του. Τα μεγάλα μάτια του στην εμπρόσθια όψη της κεφαλής του δίνουν στερεοσκοπική όραση και αντίληψη του βάθους, χαρακτηριστικά σημαντικά για θηρευτές. Η κηλίδα στα πλευρά του, που αποτελεί απομίμηση ματιού χρησιμεύει και στο να μπερδεύει τη λεία του, παραπλανώντας την ως προς τη θέση του στόματός του, το οποίο είναι μεγάλο.[1][2]
Ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ονομασία «χριστόψαρο» είναι μοναδική στην ελληνική γλώσσα, ενώ η «σανπιέρος» ή «σαμπιέρρος» απηχεί τη γαλλική/αγγλική saint-pierre/Peter's Fish, προέρχονται όμως όλες από τον θρύλο ότι ο Απόστολος Πέτρος έφερε ένα ψάρι αυτού του είδους στον Χριστό μετά από εντολή του. Για τη διαδεδομένη αγγλική του ονομασία John Dory υπάρχουν διάφορες ετυμολογήσεις, όπως από το γαλλικό doré = επίχρυσος, ή από τον ήρωα μιας παλιάς μπαλάντας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι το «John» προέρχεται από τη γαλλική λέξη jaune = κίτρινος. Στο μυθιστόρημα Η Σφίγγα των Πάγων του Ιουλίου Βερν βρίσκουμε μια άλλη ερμηνεία, που έχει κάποια δημοφιλία, αλλά είναι μάλλον ευφάνταστη: «Η θρυλική ετυμολογία αυτού του ονόματος ψαριού είναι από το Janitore = θυρωρός, μία αναφορά στην ιδιότητα του Αγίου Πέτρου ως φύλακα της πύλης του Παραδείσου, ο οποίος έφερε ένα ψάρι υποτίθεται αυτού του είδους στον Ιησού» (πρέπει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία ο συγκεκριμένος άγιος θεωρείται ο προστάτης των ψαράδων).[3] Σύμφωνα με παραλλαγή ή συμπλήρωση της παραδόσεως, η σκούρα κηλίδα στα πλευρά του χριστόψαρου είναι το αποτύπωμα του δακτύλου του Αγίου Πέτρου, αλλά σημειώνεται ότι το είδος αυτό δεν υπάρχει στη Θάλασσα της Γαλιλαίας, όπου ψάρευε ο Πέτρος.[4]
Στη Νέα Ζηλανδία οι Μαορί ονομάζουν το χριστόψαρο kuparu και κάποτε, στην ανατολική ακτή της Βόρειας Νήσου της, χάρισαν μερικά στον πλοίαρχο Τζέιμς Κουκ κατά το πρώτο του ταξίδι στη Νέα Ζηλανδία το 1769.
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το χριστόψαρο φθάνει σε μέγιστο μήκος 65 cm και σε βάρος τα τρία κιλά περίπου. Στην εμφάνισή του κυριαρχούν τα δέκα μακριά αγκάθια στο ραχιαίο του πτερύγιο και τα άλλα 4 στο πρωκτικό. Τα λέπια του είναι μικροσκοπικά και κοφτερά. Το χρώμα του ψαριού είναι πράσινο λαδί με ασημόχρωμη λευκή κοιλιά και από μία πολύ σκούρα κηλίδα στο κάθε πλευρό του. Τα μάτια του βρίσκονται κοντά στο επάνω μέρος της κεφαλής του. Το σχήμα του σώματός του είναι στρογγυλευμένο και κολυμπά πιο αργά από τα περισσότερα ψάρια.
Λεία και θηρευτές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το χριστόψαρο παρακολουθεί τη λεία του και μετά εκτείνει το σαγόνι του (που σχηματίζει μια σωληνοειδή δομή) μπροστά, για να τη ρουφήξει μαζί με νερό. Στη συνέχεια, το νερό αυτό εκρέει από τα βράγχια. Το προρρύγχιο οστό είναι το μοναδικό που φέρει δόντια σε αυτό το ψάρι, αλλά αυτά χρησιμοποιούνται για να αλέσουν, και όχι για να συγκρατήσουν και να κόψουν την τροφή, παρά τη θέση τους. Το χριστόψαρο είναι κυρίως ιχθυοφάγο και τρώει ποικιλία μικρών ψαριών, ιδίως αγελαίων, όπως η σαρδέλα. Περιστασιακά τρώει καλαμάρια και σουπιές.
Οι κυριότεροι θηρευτές του χριστόψαρου, εκτός από τον άνθρωπο, είναι ορισμένοι καρχαρίες, όπως ο σκουρόχρωμος καρχαρίας, καθώς και μεγάλοι οστεϊχθύες.
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα χριστόψαρα είναι παραλιακά ψάρια, που απαντώνται στις ακτές της Αφρικής, της νοτιοανατολικής Ασίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας και της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές θάλασσες. Ζουν κοντά στον βυθό (βενθικά ψάρια), σε βάθη από 5 μέχρι 360 μέτρα. Ζουν συνήθως μοναχικά.
Αναπαραγωγή και διάρκεια ζωής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το χριστόψαρο είναι ώριμο για αναπαραγωγή σε ηλικία 3 ή 4 ετών. Αναπαράγεται κατά τα τέλη του χειμώνα, απελευθερώνοντας σπέρμα και ωάρια στο νερό για να γονιμοποιηθούν εκεί. Σε άγρια κατάσταση, ζει περίπου 12 χρόνια.
Ως τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με το βιβλίο Modern Cookery for Private Families (1845) της Ελίζα Άκτον, το χριστόψαρο, «αν και μη ελκυστικό στην εμφάνιση, θεωρείται από ορισμένους ως το νοστιμότερο ψάρι που εμφανίζεται στο τραπέζι». Συστήνει να γίνεται ψητό και να ψήνεται «πολύ ήπια», προσέχοντας να μην ξεραθεί στον φούρνο.[5]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ New Zealand Coastal Fish: John Dory.
- ↑ Bray, Dianne. «John Dory, Zeus faber». Fishes of Australia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2014.
- ↑ Δείτε 1) Charlotte Mary Yonge: History of Christian names, τόμ. 1, σελ. 359// 2) Abraham Smythe Palmer: Folk Etymology; Verbal Corruptions Or Words Perverted In Form Or Meaning, σελ. 196// 3) David Badham: Prose halieutics: or, Ancient and modern fish tattle / 4) American Notes and Queries, τόμ. 3, σελ. 129// 5) Fraser's Magazine For Town And Country, Ιανουάριος-Ιούνιος 1853
- ↑ Stéphan Reebs: Fish Behavior in the Aquarium and in the Wild, Cornell 1991, σελ. 36)
- ↑ Acton, Eliza (1860) [1845]. Modern Cookery for Private Families. Longman, Green, Longman, & Roberts. σελ. 58.