Χρονογράφημα
Χρονογράφημα ονομάζεται το ελαφρύ πεζό λογοτέχνημα, που δημοσιεύεται σε εφημερίδα ή περιοδικό. Συνήθως πραγματεύεται ζητήματα κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά, θέματα της επικαιρότητας που απασχολούν την κοινή γνώμη αλλά όχι κατ’ ανάγκην πολιτικά. Στο χρονογράφημα, ο γράφων αναπτύσσει το δικό του, προσωπικό ύφος που συνήθως συνδυάζει τη χάρη με την ευφυολογία ή ακόμα και την ειρωνεία. Σκοπός του χρονογραφήματος είναι κυρίως η τέρψη του αναγνώστη μέσα από ένα διδακτικό ή ηθοπλαστικό περιεχόμενο. Αφορμή για συγγραφή χρονογραφήματος μπορεί να δώσει οτιδήποτε: μια εντύπωση, ανάμνηση, ιστορία, κριτική, ασήμαντο καθημερινό γεγονός, κλπ.[1]
Η λέξη είναι νεολογισμός, που κατασκευάστηκε από τους λόγιους του 19ου αιώνα, για να χαρακτηρίσει αυτό το νέο είδος πεζού λόγου.
Την καλύτερη περιγραφή του χρονογραφήματος τη δίνει ο Σπύρος Μελάς στο πρώτο του χρονογράφημα από τις στήλες της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα» στις 28.5.1931 όπου ορίζει το είδος γράφοντας προς τους αναγνώστες
«… έλαβα τη ρητή και κανονική εντολή από τη διεύθυνση των «Αθηναϊκών Νέων», την αρχισύνταξιν (και το λογιστήριο, εννοείται) να σας συγκινώ, να σας ενθουσιάζω, να σας ζωγραφίζω, να σας θυμώνω, να σας ενδιαφέρω, και προπάντων να σας διασκεδάζω από αυτή τη στήλη κάθε μέρα.» [2]
Απαρχή του είδους θεωρούνται τα λιβελλογραφικά φυλλάδια, που την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, κυκλοφορούσαν σχολιάζοντας αρνητικά τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ και τη Μαρία Αντουανέττα, καθώς και τους ευγενείς της Αυλής.
Στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ελλάδα,το είδος εισήγαγε ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Πωπ (1813-1878) που με το ψευδώνυμο «Γοργίας» άρχισε να δημοσιεύει στο περιοδικό «Ευτέρπη» μικρά κομμάτια τα οποία «…καλειδοσκόπιον εύστροφον θέλουσιν αυτά παριστά τας παμποικίλλους μορφάς και τα παμποίκιλλα χρώματα» για πρώτη φορά στις 20 Αυγούστους του 1848.
Μετά το παράδειγμα του Πωπ ακολούθησε ο Ειρηναίος Ασώπιος (1825-1905) δημοσιογράφος, στο περιοδικό «Χρυσαλλίς» και «Αττικό Ημερολόγιο».[3]
Στις εφημερίδες εισήχθη για πρώτη φορά από την «Εφημερίς» του Δημ. Κορομηλά, που κάτω από τον τίτλο «Πινακίδες» έγραψαν χρονογραφήματα πάμπολλοι δημοσιογράφοι και λογοτέχνες της εποχής. Ωστόσο η εφημερίδα «Εμπρός» ήταν αυτή που έδωσε ώθηση στο νέο αυτό είδος. Κορυφαίος του είδους αναδείχτηκε ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που με τα ψευδώνυμα «Διαβάτης» και «Ι. Ακτήμων» δημοσίευσε στο «Εμπρός» πάνω από 6000 χρονογραφήματα για 20 ολόκληρα χρόνια.
Σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων λογοτεχνών ασχολήθηκε με αυτό το είδος, κυρίως για βιοποριστικούς σκοπούς αλλά ιδιαίτερα ξεχώρισαν ο πολυγραφότατος χρονογράφος Τίμος Μωραϊτίνης που υπηρέτησε το είδος 60 χρόνια, ο Παύλος Νιρβάνας – που το χρονογράφημα, του άνοιξε την πόρτα της Ακαδημίας Αθηνών. Το χρονογράφημά του «Η βιβλιοφιλία των Ελλήνων» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» το 1950 εντάχθηκε μάλιστα και στα σχολικά βιβλία. Ο Δημήτρης Χατζόπουλος που έγραψε κοντά στα 20.000 χρονογραφήματα χρησιμοποιώντας 11 διαφορετικά ψευδώνυμα, με, ρυθμό 5 με 7 χρονογραφήματα τη μέρα[4]
Άλλοι μεγάλοι χρονογράφοι ήταν ο Εμμανουήλ Ροϊδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Δημήτριος Καμπούρογλους, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Χαράλαμπος Άννινος, ο Σπύρος Μελάς, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Κωστής Χαιρόπουλος, ο Νίκος Τσιφόρος, η Ελένη Βλάχου που υπογράφοντας ως Ε, στις εφημερίδες «Καθημερινή» και «Μεσημβρινή» κατόρθωσε να δημιουργήσει το δικό της προσωπικό ύφος εύκολα αναγνωρίσιμο από τον αναγνώστη. Τελευταίος καθαρόαιμος χρονικογράφος ο Παύλος Παλαιολόγος, (1895-1984) έγραψε πάνω από 30.000 χρονογραφήματα μέσα σε 70 χρόνια δουλειάς και συνεργάστηκε με Τα Νέα, Το Βήμα, τον Ταχυδρόμο [5]
Από τους νεώτερους ξεχωρίζουν ο Φρέντυ Γερμανός, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Νίκος Δήμου, η Έλενα Ακρίτα, κ.α.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 61, σελ.345. εκδ. «Πάπυρος» 1994
- ↑ Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 34, σελ. 531 εκδ. «Άκαδημος» 1983
- ↑ Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 24, εκδ. «Πυρσός» 1934
- ↑ Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 34, σελ. 532, εκδ. «Άκαδημος» 1983
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2014.