Έντουαρντ Χότζες Μπέιλι
Έντουαρντ Χότζες Μπέιλι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Edward Hodges Baily (Αγγλικά) |
Γέννηση | 10 Μαρτίου 1788[1][2][3] Μπρίστολ |
Θάνατος | 22 Μαΐου 1867[1][2][3] Χολογουέι ή Λονδίνο[4] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Χάιγκεϊτ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (έως 1801) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | γλύπτης |
Αξιοσημείωτο έργο | Peel Memorial Nelson's Column |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Εταίρος της Βασιλικής Εταιρίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Έντουαρντ Χότζες Μπέιλι (αγγλικά: Edward Hodges Baily, 10 Μαρτίου 1788 – 22 Μαΐου 1867) ήταν παραγωγικός Βρετανός γλύπτης, υπεύθυνος για πολυάριθμα δημόσια μνημεία, προτομές πορτρέτων, αγάλματα και εκθεσιακά έργα, καθώς και για έργα από ασήμι. Χάραξε ζωφόρους τόσο για την Αψίδα του Μαρμάρου όσο και για το Παλάτι του Μπάκιγχαμ στο Λονδίνο. Στα πολυάριθμα αγάλματα δημόσιων προσώπων που φιλοτέχνησε περιλαμβάνονται εκείνα του Οράτιου Νέλσον στην κορυφή της Στήλης του Νέλσον και του Τσαρλς Γκρέι, 2ου Κόμη Γκρέι στο Μνημείο του Γκρέι στο Νιούκασλ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Μπέιλι ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία πολλών μνημείων και αναμνηστικών για βρετανικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, συμπεριλαμβανομένων αρκετών στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μπέιλι γεννήθηκε το 1788 στο Ντάουνεντ του Μπρίστολ από τη Μάρθα Χότζες (1755-1836) και τον Γουίλιαμ Χίλιερ Μπέιλι (1763-1834), ξυλουργό που ειδικευόταν στη σμίλευση ξύλινων ακρόπρωρων πλοίων.[5] Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών τοποθετήθηκε ως λογιστής σε εμπορικό οίκο, όπου εργάστηκε για δύο χρόνια, αν και συνέχισε να κατασκευάζει κέρινα μοντέλα και προτομές, το παιδικό του χόμπι.[6] Το 1804, σε ηλικία δεκαέξι ετών, εγκατέλειψε τη δουλειά του και εγκαταστάθηκε ως επαγγελματίας προσωπογράφος με κερί.[7] Δύο ομηρικές σπουδές, που είχε εκτελέσει για έναν φίλο του, παρουσιάστηκαν στον γλύπτη Τζον Φλάξμαν, ο οποίος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, ώστε το 1807 δέχτηκε τον Μπέιλι ως μαθητή στο ατελιέ του στο Λονδίνο και στη συνέχεια τον προσέλαβε ως βοηθό του.[5] Το 1808 ο Μπέιλι κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο της Εταιρείας Τεχνών για μια γύψινη φιγούρα του Λαοκόωνος και την επόμενη χρονιά εισήλθε στις σχολές της Βασιλικής Ακαδημίας.[7][8] Στην Ακαδημία κέρδισε αργυρό μετάλλιο το 1809 και το 1811 κέρδισε το χρυσό μετάλλιο τους για ένα μοντέλο του Ηρακλή που αποκαθιστά την Άλκηστη στον Άδμητο, ενώ λίγο αργότερα εξέθεσε τον Απόλλωνα να εκτοξεύει τα βέλη του εναντίον των Ελλήνων και τον Ηρακλή να ρίχνει τον Λίχα στη θάλασσα.[7][8]
Από το 1816 έως το 1846 ο Μπέιλι ήταν ο επικεφαλής σχεδιαστής μοντέλων για την εταιρεία Rundell, Bridge and Rundell, χρυσοχόος της βασιλικής οικογένειας, όπου ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία του κυπέλλου Doncaster Cup το 1843 και του Ascot Gold Cup το 1844.[7] Ο Μπέιλι παρήγαγε επίσης σχέδια για τον αργυροχόο Πολ Στορ.[5] Για μια παραγγελία σουπιέρας το 1821, ο Μπέιλι σχεδίασε ένα ζεύγος διακοσμητικών λαβών που αποτέλεσαν τη βάση για το μαρμάρινο γλυπτό μεγάλης κλίμακας Εύα στο Συντριβάνι, το οποίο αποκτήθηκε από το Λογοτεχνικό Ινστιτούτο του Μπρίστολ και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο και την Πινακοθήκη του Μπρίστολ.[7] Το έργο αναπαράχθηκε ευρέως σε μικρότερα μεγέθη τόσο σε παριανό σκεύος όσο και σε μπρούντζο και ήταν από τα πιο δημοφιλή μεμονωμένα γλυπτά στη Βρετανία εκείνη την εποχή.[5] Ο Μπέιλι επέστρεψε στην Εύα ως θέμα το 1842 με το έργο Η Εύα ακούει τη Φωνή.[9] Ο Μπέιλι εξελέγη αναπληρωματικό μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας το 1817 και, λόγω του έργου Εύα στο Συντριβάνι, πλήρες μέλος της Ακαδημίας το 1821.[9]
Από τη δεκαετία του 1820 έως το 1858 ο Μπέιλι ανέλαβε μια σειρά από δημόσιες παραγγελίες υψηλού προφίλ και ήταν επίσης υπεύθυνος για πολυάριθμες προτομές πορτρέτων, αγάλματα και εκθεσιακά έργα.[10] Χάραξε τα ανάγλυφα στην πρόσοψη της Μασονικής Αίθουσας στην οδό Παρκ στο Μπρίστολ και εκείνα στη νότια πλευρά της Μαρμάρινης Αψίδας στο Χάιντ Παρκ το 1826.[7] Όταν έγιναν αλλαγές στο μέγεθος και τον σχεδιασμό της μαρμάρινης αψίδας, ορισμένα από τα διαζώματα που είχε σκαλίσει ο Μπέιλι θεωρήθηκαν περιττά, αλλά τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη του παλατιού του Μπάκιγχαμ.[11] Σχεδίασε επίσης τα μοντέλα των πέτρινων μορφών που τοποθετήθηκαν στο αέτωμα του παλατιού του Μπάκιγχαμ όταν το κτίριο επεκτάθηκε και χάραξε τη ζωφόρο Britannia Rewarding Arts and Sciences για την αίθουσα του θρόνου του παλατιού.[5] Δημιούργησε το περίοπτο άγαλμα του Οράτιου Νέλσον για την κορυφή της στήλης του Νέλσον, στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Για την πρόσοψη της Εθνικής Πινακοθήκης που βλέπει στην πλατεία Τραφάλγκαρ δημιούργησε μια σειρά από αγάλματα και ζωφόρους.[7]
Ο Μπέιλι εξέθετε τακτικά στη Βασιλική Ακαδημία από το 1810 έως το 1862 και στο Βρετανικό Ίδρυμα από το 1812 έως το 1840.[7] Τα εκθεσιακά του έργα συχνά αναπαριστούσαν πτυχές της οικογενειακής ζωής με τίτλους όπως Μητρική στοργή και Μητέρα και παιδί.[10] Για την Αίθουσα του Αγίου Στεφάνου στο Παλάτι του Ουέστμινστερ δημιούργησε αγάλματα του Τσαρλς Τζέιμς Φοξ και του Λόρδου Μάνσφιλντ.[10] Τα θέματα των προτομών πορτρέτων του περιλάμβαναν τον Δούκα του Ουέλλινγκτον, τον μέντορά του Τζον Φλάξμαν και τον Λόρδο Βύρωνα.[10] Αρκετά από τα σχέδιά του για μνημεία χυτεύτηκαν σε μικρής κλίμακας μπρούντζινα αγάλματα για την εγχώρια αγορά λιανικής πώλησης, ιδίως το έφιππο άγαλμα του Γεωργίου Δ΄.[7]
Η οικονομική ανασφάλεια ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη ζωή του Μπέιλι. Για πρώτη φορά κηρύχθηκε σε πτώχευση το 1831 και ξανά το 1838. Στην πρώτη περίπτωση υποβλήθηκαν ερωτήσεις στο Κοινοβούλιο για λογαριασμό του, επειδή η οικονομική του δυσπραγία είχε προέλθει από καθυστερήσεις στην πληρωμή για γλυπτά στο παλάτι του Μπάκιγχαμ.[5] Ευτυχώς, οι εκκλήσεις του προς τη Βασιλική Ακαδημία για οικονομική βοήθεια, ήταν επιτυχείς τη δεκαετία του 1830, όπως και πάλι τη δεκαετία του 1860, όταν του παρείχαν σύνταξη 200 λιρών ετησίως ως επίτιμος Ακαδημαϊκός.[5] Η εκλογή του Μπέιλι ως μέλους της Βασιλικής Εταιρείας (FRS) έγινε το 1842. Μεταξύ των τελευταίων έργων του ήταν το σχέδιο για το μετάλλιο Τέρνερ το 1857, το βραβείο τοπιογραφίας της Βασιλικής Ακαδημίας.[5]
Ο Μπέιλι παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Γουόρντλεϊ (1786-1836) στο Μπρίστολ το 1806 και το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά.[5] Η κόρη τους, Καρολάιν, παντρεύτηκε τον Έντγκαρ Τζορτζ Πάπγουορθ τον πρεσβύτερο, έναν από τους βοηθούς του Μπέιλι.[5] Μεταξύ των άλλων βοηθών και μαθητών του ήταν οι Τζον Χένρι Φόλεϊ, Μάσγκρεϊβ Γουάτσον, Τζόζεφ Ντάραμ, Έντουαρντ Μπόουρινγκ Στέφενς και Γουίλιαμ Θιντ.[5][12] Ανιψιός του Μπέιλι ήταν ο παλαιοντολόγος Γουίλιαμ Χέλιερ Μπέιλι.
Ο Μπέιλι πέθανε στο βόρειο Λονδίνο στις 22 Μαΐου 1867 και είναι θαμμένος στο κοιμητήριο Χάιγκεϊτ της πόλης.[13]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 (Ολλανδικά) RKDartists. 3632. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2017.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 «Edward Hodges Baily» (Αγγλικά) Oxford University Press. 2006. B00010264. ISBN-13 978-0-19-977378-7.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6js9q2q. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. mzk2016936320. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2023.
- ↑ 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 «Baily, Edward Hodges (1788–1867), sculptor and designer and modeller of silver». Oxford Dictionary of National Biography (στα Αγγλικά). doi:10.1093/ref:odnb/1076. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2024.
- ↑ Gunnis, Rupert. Dictionary of British Sculptors 1660–1851. The Abbey Library.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 7,8 James Mackay (1977). The Dictionary of Western Sculptors in Bronze. Antique Collectors' Club. ISBN 0902028553.
- ↑ 8,0 8,1 Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Baily, Edward Hodges» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press
- ↑ 9,0 9,1 «Eve listening to the Voice». Victoria & Albert Museum. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2024.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 Ernest Radford (1885) «Baily, Edward Hodges» στο: Stephen, Leslie, επιμ. Dictionary of National Biography 2 London: Smith, Elder & Co, σελ. 427
- ↑ «THE MARBLE ARCH, Non Civil Parish - 1239534 | Historic England». historicengland.org.uk (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2024.
- ↑ Jo Darke (1991). The Monument Guide to England and Wales. Macdonald Illustrated. ISBN 0-356-17609-6.
- ↑ Teague Cansick, Frederick (1872). The Monumental Inscriptions of Middlesex Vol 2. J Russell Smith. σελ. 128.