Αγγλο-Σοβιετική Συμφωνία
Η Αγγλο-Σοβιετική Συμφωνία (αγγλικά:Anglo-Soviet Agreement) ήταν επίσημη στρατιωτική συμμαχία που υπεγράφη από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σοβιετική Ένωση εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας στις 12 Ιουλίου 1941, λίγο μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα της Γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Και οι δύο δυνάμεις δεσμεύτηκαν να αλληλοβοηθούνται και να μην κάνουν ξεχωριστή ειρήνη με τη Γερμανία.[1]
Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε με άμεση ισχύ από τον Βρετανό διπλωμάτη Σερ Στάφορντ Κριπς και τον υπουργό εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ.[2] Η στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών έπρεπε να ισχύει έως το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την Αγγλο-Σοβιετική Συνθήκη του 1942.[3]
Η πρώτη ενέργεια αυτής της στρατιωτικής συμμαχίας ήταν όταν στις 25 Αυγούστου 1941, οι βρετανικές και σοβιετικές δυνάμεις εισέβαλαν από κοινού στο Ιράν, για να εμποδίσουν τη δημιουργία γερμανικής βάσης εκεί και να χωρίσουν τη χώρα σε σφαίρες κατοχής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου σε συνέδριο στη Μόσχα, εκπρόσωποι της Σοβιετικής Ένωσης, της Βρετανίας και των ΗΠΑ διατύπωσαν τις μηνιαίες ποσότητες προμηθειών, συμπεριλαμβανομένων των αεροσκαφών, των αρμάτων μάχης και των πρώτων υλών, τις οποίες η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσπαθήσουν να παράσχουν στη Σοβιετική Ένωση.[4]
Σύμφωνα με τον Λιν Ντέιβις, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονταν ότι η συμφωνία αυτή σημαίνε ότι η Σοβιετική Ένωση σκόπευε να στηρίξει την μεταπολεμική αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας.
Όροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συμφωνία συντάχθηκε και υπογράφηκε στην Αγγλική γλώσσα, και αφού μεταφράστηκε στη Ρωσική, συνάφθηκε και αναγνωρίστηκε η αυθεντικότητά της.
Η συμφωνία ανέφερε ότι οι παρακάτω προϋποθέσεις διευθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας:
- Την αποχή από εχθρικές ενέργειες και / ή δεσμεύσεις εναντίον του άλλου μέρους, συμπεριλαμβανομένων:
- Την άμεση ή έμμεση προπαγάνδα εναντίον της αντίπαλης κυβέρνησης εκτός των συνόρων της χώρας του άλλης.
- Την ενθάρρυνση άλλων χωρών να αναλάβουν εχθρική δράση κατά της κυβέρνησης της άλλης.
- Την άδεια για τους πολίτες της άλλης χώρας να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
- Την κατάργηση εμπορικών και οικονομικών αποκλεισμών μεταξύ των δύο χωρών εκτός από τη ρύθμιση του εμπορίου όπλων και πυρομαχικών.
- Τα αντίστοιχα προνόμια των πλοίων και η μεταχείριση του άλλων πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με όλα τα ξένα εμπορικά πλοία, με όλα τα αντίστοιχα περιεχόμενα, συμπεριλαμβανομένου του πληρώματος και του φορτίου.
- Την άδεια της βρετανικής κυβέρνησης για ελεύθερη ναυτική πλοήγηση σε ρωσικά πλοία για να αντιστοιχεί στην ελευθερία που δικαιούται πλοία άλλων εθνικοτήτων.
- Πληροφορίες σχετικά με την τοποθέτηση ναρκών να δίδονται στη άλλη χώρα για να συμβάλουν στην ασφαλή διέλευση των πλοίων κάθε χώρας.
- Κάθε χώρα μπορεί να ορίσει έναν αριθμό υπηκόων της για να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της συμφωνίας.
- Την άδεια για χώρες που επιτρέπεται να παρακρατήσουν τη συμφωνία για ελεύθερη επικοινωνία με την αντίστοιχη χώρα τους.
- Τα διαβατήρια και τα έγγραφα ταυτοποιήσης προσώπων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στην άλλη χώρα σύμφωνα με εκείνα που εκδίδονται ή πιστοποιούνται από αρχές αναγνωρισμένης ξένης κυβέρνησης.[5]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Chubarov, Alexander. Russia's Bitter Path to Modernity: A History of the Soviet and Post-Soviet Eras, pg. 119
- ↑ «H υπογραφή της Αγγλο-Σοβιετικής Συμφωνίας». bbc.co.uk. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2020.(Αγγλικά)
- ↑ Slusser, Robert M.· Triska, Jan F. (1959). A Calendar of Soviet Treaties 1917-1957. Stanford: Stanford University Press. σελ. 144.
- ↑ «H πρώτη κοινή επιχείρηση της Αγγλο-Σοβιετικής Συμφωνίας». britannica.com. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2020. (Αγγλικά)
- ↑ Ullman, Richard H. The Anglo-Soviet Accord, Princeton University Press, 1972, pg. 474-478