Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αιθαμβουτόλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αιθαμβουτόλη
Η χημική δομή της αιθαμβουτόλης (πάνω) και φωτογραφία κρυστάλλων αιθαμβουτόλης (κάτω)
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςMyambutol, Etibi,[2] Servambutol, άλλες
AHFS/Drugs.commonograph
Δεδομένα άδειας
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • US: C (Δεν έχει αποκλειστεί ο κίνδυνος) [1]
Οδοί
χορήγησης
από το στόμα
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
  • (Prescription only)
Φαρμακοκινητική
Πρωτεϊνική σύνδεση20–30%
Μεταβολισμόςήπαρ
Βιολογικός χρόνος ημιζωής3–4 ώρες
Κωδικοί
Αριθμός CAS74-55-5  YesY
Κωδικός ATCJ04AK02
PubChemCID 14052
DrugBankDB00330
ChemSpider13433
UNII8G167061QZ
KEGGD07925
ChEBICHEBI:4877
ChEMBLCHEMBL44884
Συνώνυμα(2S,2’S)-2,2’-(Ethane-1,2-diyldiimino)dibutan-1-ol[3]
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC10H24N2O2
Μοριακή μάζα204,31 g·mol−1
CC[C@@H](CO)NCCN[C@@H](CC)CO

InChI=1S/C10H24N2O2/c1-3-9(7-13)11-5-6-12-10(4-2)8-14/h9-14H,3-8H2,1-2H3/t9-,10-/m0/s1 YesY

Key:AEUTYOVWOVBAKS-UWVGGRQHSA-N

Η αιθαμβουτόλη είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της φυματίωσης.[1] Συνήθως χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα για τη φυματίωση, όπως η ισονιαζίδη, η ριφαμπικίνη και η πυραζιναμίδη.[4] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του συμπλέγματος Mycobacterium avium και του Mycobacterium kansasii. Λαμβάνεται από το στόμα.[1]

Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν προβλήματα όρασης, πόνο στις αρθρώσεις, ναυτία, πονοκεφάλους και αίσθημα κόπωσης.[1] Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ηπατικά προβλήματα και αλλεργικές αντιδράσεις.[1] Δεν συνιστάται σε άτομα με οπτική νευρίτιδα, σημαντικά νεφρικά προβλήματα ή κάτω των πέντε ετών.[4] Η χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού δεν έχει βρεθεί ότι προκαλεί βλάβη.[5] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το FDA έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με οφθαλμικά προβλήματα στο εμβρυο εάν χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.[1] Η αιθαμβουτόλη πιστεύεται ότι δρα παρεμβαίνοντας στον μεταβολισμό των βακτηρίων.[1]

Η αιθαμβουτόλη ανακαλύφθηκε το 1961.[6] Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[7] Η αιθαμβουτόλη διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 «Ethambutol Hydrochloride». The American Society of Health-System Pharmacists. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2016. 
  2. Hamilton, Richart (2015). Tarascon Pocket Pharmacopoeia 2015 Deluxe Lab-Coat Edition. Jones & Bartlett Learning. σελ. 48. ISBN 9781284057560. 
  3. «ethambutol (CHEBI:4877)». Chemical Entities of Biological Interest. UK: European Bioinformatics Institute. 18 Αυγούστου 2010. Main. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2012. 
  4. 4,0 4,1 WHO Model Formulary 2008. World Health Organization. 2009. σελίδες 136, 138, 588, 603. ISBN 9789241547659. 
  5. «Prescribing medicines in pregnancy database». Australian Government. 3 Μαρτίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2014. 
  6. Landau, Ralph· Achilladelis, Basil (1999). Pharmaceutical Innovation: Revolutionizing Human Health (στα Αγγλικά). Chemical Heritage Foundation. σελ. 171. ISBN 9780941901215. 
  7. World Health Organization model list of essential medicines: 21st list 2019. Geneva: World Health Organization. 2019. WHO/MVP/EMP/IAU/2019.06. License: CC BY-NC-SA 3.0 IGO.