Αιθαμβουτόλη
Η χημική δομή της αιθαμβουτόλης (πάνω) και φωτογραφία κρυστάλλων αιθαμβουτόλης (κάτω) | |
Κλινικά δεδομένα | |
---|---|
Εμπορικές ονομασίες | Myambutol, Etibi,[2] Servambutol, άλλες |
AHFS/Drugs.com | monograph |
Δεδομένα άδειας |
|
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | από το στόμα |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 20–30% |
Μεταβολισμός | ήπαρ |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 3–4 ώρες |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 74-55-5 |
Κωδικός ATC | J04AK02 |
PubChem | CID 14052 |
DrugBank | DB00330 |
ChemSpider | 13433 |
UNII | 8G167061QZ |
KEGG | D07925 |
ChEBI | CHEBI:4877 |
ChEMBL | CHEMBL44884 |
Συνώνυμα | (2S,2’S)-2,2’-(Ethane-1,2-diyldiimino)dibutan-1-ol[3] |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C10H24N2O2 |
Μοριακή μάζα | 204,31 g·mol−1 |
CC[C@@H](CO)NCCN[C@@H](CC)CO | |
InChI=1S/C10H24N2O2/c1-3-9(7-13)11-5-6-12-10(4-2)8-14/h9-14H,3-8H2,1-2H3/t9-,10-/m0/s1 Key:AEUTYOVWOVBAKS-UWVGGRQHSA-N |
Η αιθαμβουτόλη είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της φυματίωσης.[1] Συνήθως χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα για τη φυματίωση, όπως η ισονιαζίδη, η ριφαμπικίνη και η πυραζιναμίδη.[4] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του συμπλέγματος Mycobacterium avium και του Mycobacterium kansasii. Λαμβάνεται από το στόμα.[1]
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν προβλήματα όρασης, πόνο στις αρθρώσεις, ναυτία, πονοκεφάλους και αίσθημα κόπωσης.[1] Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ηπατικά προβλήματα και αλλεργικές αντιδράσεις.[1] Δεν συνιστάται σε άτομα με οπτική νευρίτιδα, σημαντικά νεφρικά προβλήματα ή κάτω των πέντε ετών.[4] Η χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού δεν έχει βρεθεί ότι προκαλεί βλάβη.[5] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το FDA έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με οφθαλμικά προβλήματα στο εμβρυο εάν χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.[1] Η αιθαμβουτόλη πιστεύεται ότι δρα παρεμβαίνοντας στον μεταβολισμό των βακτηρίων.[1]
Η αιθαμβουτόλη ανακαλύφθηκε το 1961.[6] Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[7] Η αιθαμβουτόλη διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 «Ethambutol Hydrochloride». The American Society of Health-System Pharmacists. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ Hamilton, Richart (2015). Tarascon Pocket Pharmacopoeia 2015 Deluxe Lab-Coat Edition. Jones & Bartlett Learning. σελ. 48. ISBN 9781284057560.
- ↑ «ethambutol (CHEBI:4877)». Chemical Entities of Biological Interest. UK: European Bioinformatics Institute. 18 Αυγούστου 2010. Main. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2012.
- ↑ 4,0 4,1 WHO Model Formulary 2008. World Health Organization. 2009. σελίδες 136, 138, 588, 603. ISBN 9789241547659.
- ↑ «Prescribing medicines in pregnancy database». Australian Government. 3 Μαρτίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2014.
- ↑ Landau, Ralph· Achilladelis, Basil (1999). Pharmaceutical Innovation: Revolutionizing Human Health (στα Αγγλικά). Chemical Heritage Foundation. σελ. 171. ISBN 9780941901215.
- ↑ World Health Organization model list of essential medicines: 21st list 2019. Geneva: World Health Organization. 2019. WHO/MVP/EMP/IAU/2019.06. License: CC BY-NC-SA 3.0 IGO.