Αντιβιοτικό
Τα αντιβιοτικά είναι χημειοθεραπευτικά φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ή πρόληψη βακτηριακών λοιμώξεων.[1] Μπορεί είτε να σκοτώνουν (βακτηριολυτικά) είτε να αναστέλλουν την ανάπτυξη των βακτηρίων (βακτηριοστατικά). Τα αντιβιοτικά μπορούν επίσης να έχουν αποτέλεσμα ενάντια σε άλλες κατηγορίες μικροοργανισμών όπως οι μύκητες και τα παράσιτα αλλά δεν είναι αποτελεσματικά ενάντια στους ιούς. Τα αντιβιοτικά - αντίθετα από τις προηγούμενες θεραπείες για τις μολύνσεις, που ήταν συχνά οι χημικές ενώσεις όπως η στρυχνίνη και το αρσενικό, με την υψηλή τοξικότητα ενάντια στα θηλαστικά – εκμεταλλεύονται τις διαφορές ανάμεσα σε μικροοργανισμούς και ανθρώπους με αποτέλεσμα να έχουν λιγότερες παρενέργειες και υψηλότερη αποτελεσματικότητα.
Οι πρώτες αντιβιοτικές ενώσεις που χρησιμοποιήθηκαν στη σύγχρονη ιατρική παρήχθησαν και απομονώθηκαν από ζωντανούς οργανισμούς, όπως η κατηγορία των αντιβιοτικών πενικιλίνης που παρήχθη από τους μύκητες γένους Penicillium ή στρεπτομυκίνη από τα βακτήρια του γένους Streptomyces. Με τις προόδους στην οργανική χημεία πολλά αντιβιοτικά τώρα επίσης λαμβάνονται με χημική σύνθεση, όπως τα σουλφοναμίδια. Πολλά αντιβιοτικά είναι σχετικά μικρά μόρια με μικρό μοριακό βάρος. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον 4.000 αντιβιοτικά έχουν απομονωθεί από καλλιέργειες μικροβίων και 30.000 έχουν παρασκευασθεί ημισυνθετικά. Στην καθ’ ημέρα πράξη, όμως, χρησιμοποιούνται μόνο 100 από αυτά. Εκτός της Ιατρικής χρησιμοποιούνται στη Γεωπονία, την Κτηνιατρική και τη Χημεία Τροφίμων.[2][3]
Τα αντιβακτηριακά αντιβιοτικά μπορούν να ταξινομηθούν με βάση την εστίαση της δράσης τους σε: αντιβιοτικά «στενού - φάσματος», που στοχεύουν σε ιδιαίτερους τύπους βακτηρίων, όπως τα κατά Γκραμ θετικά ή κατά Γκραμ αρνητικά βακτήρια, ενώ τα αντιβιοτικά ευρέος φάσματος έχουν επιπτώσεις σε ένα ευρύ φάσμα βακτηρίων. Η αποτελεσματικότητα των μεμονωμένων αντιβιοτικών ποικίλλει ανάλογα με τη θέση της μόλυνσης, τη δυνατότητα του αντιβιοτικού να φτάσει στην περιοχή της μόλυνσης, και τη δυνατότητα του μικροβίου να αδρανοποιηθεί ή να καταστραφεί από το αντιβιοτικό. Μερικά αντιβακτηριακά αντιβιοτικά καταστρέφουν τα βακτήρια (βακτηριοκτόνα), καταστρέφοντας συγκεκριμένα τμήματά τους, όπως η μεμβράνη και το κυτταρικό τοίχωμά τους ή επιδρώντας στον αναπνευστικό τους κύκλο, ενώ άλλα αποτρέπουν τα βακτήρια από τον πολλαπλασιασμό (βακτηριοστατικά). Άλλα αντιβιοτικά λαμβάνονται απλά από το στόμα, ενώ τα ενδοφλέβια αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται σε σοβαρότερες περιπτώσεις, όπως οι βαθιές συστηματικές μολύνσεις. Τα αντιβιοτικά μπορούν επίσης μερικές φορές να χορηγηθούν τοπικά, όπως με σταγόνες ή αλοιφές. Τα τελευταία έτη τρεις νέες κατηγορίες αντιβιοτικών έχουν παρουσιαστεί στην κλινική χρήση. Αυτό ακολουθείται μετά από μια παύση 40 ετών στην ανακάλυψη νέων κατηγοριών αντιβιοτικών ενώσεων. Αυτά τα νέα αντιβιοτικά είναι των ακόλουθων τριών κατηγοριών: κυκλικές λιποπεπτίδες (daptomycin), γλυκικυκλίνες (tigecycline), και οξαζολιδινόνες (linezolid). Το Tigecycline είναι αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, ενώ τα δύο άλλα χρησιμοποιούνται για τις θετικές κατά Γκραμ μολύνσεις. Αυτές οι εξελίξεις δίνουν υπόσχεση ότι θα ξεπεραστεί η αυξανόμενη βακτηριακή αντίσταση στα υπάρχοντα αντιβιοτικά.
Ιστορία των αντιβιοτικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και οι ισχυρές αντιβιοτικές ενώσεις για τη θεραπεία των ανθρώπινων ασθενειών που προκαλούνται από τα βακτηρίδια, όπως η φυματίωση, η βουβωνική πανώλη, η λέπρα, δεν ήταν απομονωμένες και προσδιορισμένες μέχρι τον εικοστό αιώνα, η πρώτη γνωστή χρήση αντιβιοτικών ήταν από τους αρχαίους Κινέζους πριν από πάνω 2.500 έτη. Πολλοί άλλοι αρχαίοι πολιτισμοί, συμπεριλαμβανομένων των αρχαίων Αιγυπτίων και των αρχαίων Ελλήνων, χρησιμοποιούσαν ήδη μύκητες και φυτά για να θεραπεύσουν μολύνσεις, εξ αιτίας της παραγωγής των αντιβιοτικών ουσιών από αυτούς τους οργανισμούς. Εκείνη τη στιγμή όμως, οι ενώσεις που αναπτύσσουν την αντιβιοτική δράση ήταν άγνωστες. Οι αντιβιοτικές ιδιότητες του Penicillium sp. περιγράφηκε αρχικά στη Γαλλία από τον Ερνέστ Ντυσέν (Ernest Duchesne) το 1897. Εντούτοις, η εργασία του δεν επηρέασε την επιστημονική κοινότητα μέχρι την ανακάλυψη από τον Αλεξάντερ Φλέμινγκ της πενικιλίνης. Η σύγχρονη έρευνα για την αντιβιοτική θεραπεία άρχισε στη Γερμανία με την ανάπτυξη του στενού-φάσματος αντιβιοτικού "Σαλβαρσάνη" από τον Πάουλ Έρλιχ (Paul Ehrlich) το 1909, επιτρέποντας για πρώτη φορά μια αποδοτική θεραπεία της διαδεδομένης σύφιλης. Το φάρμακο, που ήταν επίσης αποτελεσματικό και ενάντια σε άλλες μολύνσεις, δεν είναι πλέον σε εφαρμογή στη σύγχρονη ιατρική. Τα αντιβιοτικά αναπτύχθηκαν περαιτέρω στη Μεγάλη Βρετανία μετά από την ανακάλυψη της πενικιλίνης το 1928 από τον Φλέμινγκ. Περισσότερο από δέκα έτη αργότερα, ο Ερνστ Τσέιν και ο Χάουαρντ Φλόρεϊ έδειξαν ενδιαφέρον στην εργασία του και βρήκαν την καθαρισμένη μορφή της πενικιλίνης. Οι τρεις τους μοιράστηκαν το βραβείο Νόμπελ του 1945 στην ιατρική. Ο όρος «αντιβιοτικό» χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να αναφερθεί μόνο στις ουσίες που εξήχθησαν από έναν μύκητα ή άλλο μικροοργανισμό, αλλά σήμερα περιλαμβάνει επίσης τα πολλά συνθετικά και ημισυνθετικά φάρμακα που έχουν αντιβακτηριακά αποτελέσματα.
Παραγωγή αντιβιοτικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τις πρώτες πρωτοποριακές προσπάθειες των Χάουαρντ Φλόρεϊ και Ερνστ Τσέιν το 1939, η σημασία των αντιβιοτικών στην ιατρική έχει οδηγήσει σε πολλές έρευνες για την ανακάλυψη και την παραγωγή τους. Η διαδικασία της παραγωγής περιλαμβάνει συνήθως τη διαλογή ενός μεγάλου φάσματος μικροοργανισμών, της δοκιμής και της τροποποίησης. Η παραγωγή πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας τη ζύμωση, μια διαδικασία που είναι σημαντική σε αναερόβιες συνθήκες, όταν δεν υπάρχει οξειδωτική φωσφορυλίωση για να διατηρήσει την παραγωγή της Τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP) με γλυκόλυση.
Κλινική ταξινόμηση αντιμικροβιακών φαρμάκων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κάτωθι ταξινόμηση των Αντιμικροβιακών Φαρμάκων είναι η πλέον αποδεκτή διεθνώς, κατά Ρ. Ράινερ, 1985.[4],[5],[6] Η Κλινική διαίρεση των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων κατά Χαράλαμπο Γκούβα, 1986 (Βελτιωμένη μορφή το 2010) έχει ως εξής (εντός παρενθέσεως παρατίθεται το πρωτεύον εμπορικό όνομα):
- Λακταμικά αντιβιοτικά: Τα περιέχοντα στο μόριό τους τον β-λακταμικό δακτύλιο
- Πενικιλίνες: π.χ. αμοξικιλλίνη (Amoxil, Augmantin), αμπικιλλίνη (Pentrexyl), κλπ
- Κεφαλοσπορίνες ή Κεφέμες (α,β,γ γενιάς): π.χ. Cephradine, κεφταζιδίμη (Solvetan), κεφακλόρη (Ceclor), Cefadroxil (Moxacef), κλπ
- Κεφαμυκίνες: π.χ. κεφοξιτίνη (Mefoxil), Cefotetan, κεφιξίμη (Ceftoral), κεφορανίδη (Radacef)
- Μονοβακτάμες: π.χ. αζτρεονάμη (Azactam)
- Οξαλακτάμες ή Οξακεφέμες: π.χ. Latamoxef (Lamoxactam)
- Θειεναμυκίνες, Πενέμες, Καρβαπενέμες: π.χ. ιμιπενέμη (Primaxin), καρβαπενέμη
- Αλλα νέα λακταμικά αντιβιοτικά
- Αναστολείς της β-λακταμάσης: π.χ. κλαβουλανικό οξύ (Augmentin)
- Αμινογλυκοζίτες:
- Παλαιές
- Νεώτερες: π.χ. στρεπτομυκίνη, γενταμικίνη (Garamycin), Netilmycin (Netromycin)
- Σουλφοναμίδια: π.χ. σουλφαμεθοξαζόλη (Septrin, Bactrimel)
- Κινολόνες (α,β,γ γενιάς): π.χ. νορφλοξασίνη (Norocin), σιπροφλοξασίνη (Ciproxin), λεβοφλοξασίνη
- Τετρακυκλίνες: π.χ. Doxycyclin (Vibramycin), μινοκυκλίνη (Minocin)
- Μακρολίδια:
- Ομάδα Ερυθρομυκίνης: π.χ. Erythromycin Stearate, κλαριθρομυκίνη (Claricid), αζιθρομυκίνη
- Ομάδα Λινκομυκίνης: π.χ. Lincomycin, κλινδαμυκίνη (Dalacin)
- Διάφορα αντιμικροβιακά:
- Πολυπεπτίδια: πχ. Βανκομυκίνη (Voncon)
- Παράγωγα αμινοξέων
- Στεροειδή αντιβιοτικά: π.χ. φουσιδικό οξύ (Fucidin)
- Αντιφυματικά φάρμακα: π.χ. ισονιαζίδη, ριφαμπικίνη
- Αντιλεπρικά φάρμακα: π.χ. Δαψόνη
- Μυκητοκτόνα ή αντιμυκητιασικά φάρμακα: π.χ. ιτρακοναζόλη (Sporanox), τερμπιναφίνη (Lamisil), φλουκοναζόλη (Fungustatin)
- Αντισηπτικά ουροφόρων οδών: π.χ. νιτροφουραντοΐνη (Furolin)
- Ιοστατικά ή αντιιϊκά φάρμακα: π.χ. ακυκλοβίτη (Zovirax), αμανταδίνη (Symmetrel), οσελταμιβίρη (Tamiflu), κλπ
- Τοπικά αντισηπτικά: π.χ. Povidone Iodine (Betadine), χλωρεξιδίνη (Hibitane), Hexetidine (Hexalen), Octenidine Hydrochloride (Octenisept), Cetrimide (Cetavlon), Chroroxylenol (Dettol) κλπ
Κλινική ταξινόμηση παρασιτοκτόνων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρασιτοκτόνα φάρμακα ονομάζουμε τα φάρμακα εναντίον Ελμίνθων και Πρωτοζώων.[7]
- Ελμινθοκτόνα ή ανθελμινθικά: Ταινιοκτόνα, Σχιστοσωματοκτόνα, Νηματοκτόνα
- Πρωτοζωοκτόνα ή αντιπρωτοζωϊκά: Ανθελονοσιακά π.χ. Quinine, Aralen, Plaquenil, Τριχομοναδοκτόνα, αναεροβιοκτόνα, Αμοιβαδοκτόνα, Λεϊσμανιοκτόνα, Τρυπανοσωμιοκτόνα, Τοξοπλασμοκτόνα.
- Τοπικά παρασιτοκτόνα δέρματος: π.χ. βενζοϊκός βενζυλεστέρας (benzyl benzoate)
Φαρμακοδυναμική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αξιολόγηση της δραστικότητας ενός αντιβιοτικού είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχή έκβαση της αντιμικροβιακής θεραπείας. Μη μικροβιολογικοί παράγοντες, όπως οι μηχανισμοί άμυνας, η θέση της λοίμωξης, η υποκείμενη νόσος, καθώς και οι εγγενείς φαρμακοκινητικές και φαρμακοδυναμικές ιδιότητες του αντιβιοτικού, αποτελούν σημαντικές παραμέτρους αποτελεσματικής θεραπείας. [18] Βασικά, τα αντιβιοτικά έχουν ταξινομηθεί ως βακτηριοκτόνα που σκοτώνουν τα μικρόβια, ή ως βακτηριοστατικά, που εμποδίζουν την ανάπτυξη βακτηριδίων. Αυτές οι ταξινομήσεις βασίζονται σε εργαστηριακές συμπεριφορές των αντιβιοτικών, όμως στην πράξη, και οι δύο από αυτές τις ομάδες είναι σε θέση να θεραπεύσουν μια βακτηριακή μόλυνση [18] [20] «In vitro», ο χαρακτηρισμός της δράσης των αντιβιοτικών αξιολογείται με τη μέτρηση της δραστηριότητας της Ελάχιστης Ανασταλτικής Συγκέντρωσης και την Ελάχιστη Βακτηριοκτόνο Συγκέντρωση του αντιμικροβιακού και είναι άριστοι δείκτες της αντιμικροβιακής δραστικότητας. Ωστόσο, στην κλινική πράξη, αυτές οι μετρήσεις και μόνο είναι ανεπαρκείς για να προβλέψουν την κλινική έκβαση μιας λοιμώξεως. Με τον συνδυασμό του φαρμακοκινητικού προφίλ του ένα αντιβιοτικό με την αντιμικροβιακή δράση, διάφορες φαρμακολογικές παράμετροι φαίνεται να είναι σημαντικοί δείκτες της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων. Η δράση των αντιβιοτικών μπορεί να εξαρτάται από τη συγκέντρωση αυτών στους ιστούς και η χαρακτηριστική αντιμικροβιακή δράση αυξάνει προοδευτικά με τον υψηλότερο επίπεδο συγκεντρώσεων του αντιβιοτικού στον ιστό. Μπορεί επίσης η δράση του αντιβιοτικού να είναι χρονικά εξαρτώμενη, και να μην εξαρτάται από την αύξηση της συγκεντρώσεως του αντιβιοτικού. Ωστόσο, είναι κρίσιμο ότι μια Ελάχιστη Ανασταλτική Συγκέντρωση είναι απαραίτητο να διατηρείται στον ορό για ορισμένο χρονικό διάστημα. [24] Ένα μικροβιολογικό εργαστήριο μπορεί να αξιολογήσει της φαρμακοκινητική ενός αντιβιοτικού και την ικανότητα της αντιμικροβιακής δραστικότητας με διάφορες μεθόδους, καθορίζοντας τα αναγκαία επίπεδα συγκεντρώσεων που απαιτούνται και κατ επέκταση τη δοσολογία του φαρμάκου.[8]
Η διείσδυση (penetration) των αντιβιοτικών στους ανθρώπινους ιστούς είναι εύκολο να τεκμηριωθεί, εφόσον ο ιστός είναι εύκολο να παραληφθεί, ή να συλλεγεί, όπως και τα ούρα, τα πτύελα, κλπ. Όμως, είναι δύσκολο ή πολύ δύσκολο να τεκμηριωθεί το επίπεδο Αντιβιοτικών σε ορισμένους "δύσκολους" ιστούς, όπως του εγκεφάλου (μόνο πτωματική βιοψία, ή διεγχειρητική), του ήπατος (βιοψία διά βελόνης), ή των οστών. Μέχρι και το έτος 1989, η διείσδυση των αντιβιοτικών σε ανθρώπινο ιστό των οστών (Οστίτης Ιστός), ελέγχονταν μόνο με πειράματα σε ζώα, όπως τα κουνέλια, ποντίκια, σκύλους, κλπ.
Παρενέργειες αντιβιοτικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πιθανές παρενέργειες είναι ποικίλες, εξαρτώνται από τα χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά και τους μικροβιακούς οργανισμούς που στοχεύουν. Τα δυσμενή αποτελέσματα μπορούν να κυμανθούν από τον πυρετό και τη ναυτία ως σημαντικές αλλεργικές αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένου της φωτοδερματίτιδας. Μια από τις πιο κοινές παρενέργειες είναι η διάρροια, που προκαλείται μερικές φορές από το αναερόβιο βακτήριο Κλωστηρίδιο το δύσκολο, που προκύπτει από το αντιβιοτικό που αναστατώνει την κανονική ισορροπία της εντερικής χλωρίδας. Μια σχετιζόμενη με τα αντιβιοτικά διάσπαση του πληθυσμού των βακτηρίων που κανονικά υπάρχουν ως συστατικά της κανονικής κολπικής χλωρίδας μπορεί επίσης να εμφανιστεί, και μπορεί να οδηγήσει σε υπεραύξηση των ειδών του γένους μυκήτων Κάντιντα στην περιοχή. Άλλες παρενέργειες μπορούν να προκύψουν από την αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα, όπως ο υψηλός κίνδυνος ζημίας τενόντων ιδίως από Κινολόνες.
Κατάχρηση αντιβιοτικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπολογίζεται ότι περίπου το 10% των ανθρώπων είναι ‘’αλλεργικοί’’ στην πενικιλίνη. Αυτό συχνά οδηγεί στην αποφυγή της χρήσης τόσο των πενικιλινούχων σκευασμάτων όσο και των συγγενικών τους κεφαλοσπορινών, με αποτέλεσμα τη χρήση ακριβότερων, ευρύτερου φάσματος αντιβιοτικών και την ανάπτυξη πολυανθεκτικών μικροβίων.[9]
Μελέτες έχουν δείξει ότι από τους ασθενείς που αναφέρουν αλλεργία στην πενικιλίνη, μόνο 10% έχουν πραγματική αλλεργία, ενώ η συχνότητα των αναφυλακτικών αντιδράσεων είναι μόλις 0,01%.[9]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Factsheet for experts Αρχειοθετήθηκε 2015-10-31 στο Wayback Machine. Ευρωπαϊκό Κέντρο για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων
- ↑ Χαράλαμπος Γκούβας: "Αντιμικροβιακά Φάρμακα και Λοιμώξεις", Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης, Αθήνα 1986
- ↑ Ελένη Γιαμαρέλου: "Αρχές αντιμικροβιακής χημειοθεραπείας των λοιμώξεων". Περιοδικό Ιατρική,1988,53:631-636
- ↑ Reiner R.: "Antibiotics, an Introduction".Editions Georg Thieme Verlag. Stuttgart - New York, 1982
- ↑ Roche Company\Swiss: "Microbiology and Pharmacokinetics of Parenteral Cephalosporins", 1985, Ελληνική μετάφραση Roche Hellas, Αθήνα,1987
- ↑ Χαράλαμπος Γκούβας: "Αντιμικροβιακά Φάρμακα και λοιμώξεις", Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης, Αθήνα 1986
- ↑ Γκούβας Χαράλαμπος: "Αντιμικροβιακά Φάρμακα και Λοιμώξεις", Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης, Αθήνα 1986
- ↑ Pankey GA, Sabath LD. (March 2004). "Clinical relevance of bacteriostatic versus bactericidal mechanisms of action in the treatment of Gram-positive bacterial infections.". Clin Infect Dis. 38 (6): 864–870. doi:10.1086/381972. PMID 14999632
- ↑ 9,0 9,1 Γαλανίδη, Ελένη (Φεβρουάριος 2019). «Αλλεργία στην πενικιλίνη». Νοσοκομείο "Υγεία".