Αρτσίλ του Ιμερέτι (γιος Βαχτάνγκ Ε΄)
Αρτσίλ του Ιμερέτι (γιος Βαχτάνγκ Ε΄) | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1647 Τιφλίδα |
Θάνατος | 1713[1][2] Μόσχα[1][2] |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο Ντονσκόι |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | γεωργιανά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Princess Darejan of Imereti Αλέξανδρος του Ιμερέτι (γιος Αρτσίλ)[1] |
Γονείς | Βαχτάνγκ Ε΄ του Κάρτλι[1] |
Αδέλφια | Λέβαν του Κάρτλι Γεώργιος ΙΑ΄ του Κάρτλι |
Οικογένεια | Οίκος του Μουχράνι |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Βασιλέας της Ιμερετίας (από 1663)[1] |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Aρτσίλ, γεωργιανά: არჩილი Archill, (1647 – 16 Απριλίου 1713), από τον Οίκο των Μπαγκρατιόνι-Μουχράνι, βασιλιάς τού Ιμερέτι (δυτική Γεωργία) (1661–1663, 1678–1679, 1690–1691, 1695–1696 και 1698) και τού Kαχέτι (ανατολικής Γεωργίας) (1664-75). Μετά από μία σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να εδραιωθεί στον θρόνο τού Ιμερέτι, ο Αρτσίλ αποσύρθηκε στη Ρωσία, όπου πρωτοστάτησε στην πολιτιστική ζωή μίας τοπικής γεωργιανής κοινότητας. Ήταν και λυρικός ποιητής.
Πολιτική σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήταν γιος τού Βάχτανγκ Ε΄ Σαχναβάζ τού Kάρτλι, ο οποίος, υπό την περσική προστασία, προσπάθησε να επανενώσει ένα κατακερματισμένο βασίλειο της Γεωργίας κάτω από το στέμμα του. Έχοντας θέσει υπό τον έλεγχό του το γειτονικό ανατολικό βασίλειο τού Καχέτι, ο Βάχτανγκ βάδισε στη δυτική Γεωργία το 1661, καθαίρεσε τον βασιλιά Bαγράτ Ε΄ τού Ιμερέτι και έστεψε βασιλιά τον δεκατετράχρονο γιο του Aρτσίλ στο Kουτάισι, πρωτεύουσα τού Ιμερέτι. Η οθωμανική κυβέρνηση αντιτάχθηκε έντονα, σε αυτό που θεωρούσε μία περσικής έμπνευσης εισβολή στην τουρκική ζώνη επιρροής. Σύντομα ελήφθη τουρκικό τελεσίγραφο στο Ισπαχάν, το οποίο απειλούσε με κήρυξη πολέμου, εάν ο Σαχναβάζ διατηρούσε τον γιο του στο θρόνο της δυτικής Γεωργίας. Ο Σαχναβάζ αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Aρτσίλ από το Kουτάισι το 1663 και να αποκαταστήσει τον νόμιμο βασιλιά, Bαγράτ Ε΄. Αντίθετα, ο Βαχτάνγκ τοποθέτησε τον Αρτσίλ ως βασιλιά τού Καχέτι το 1664. Για να κερδίσει τη συγκατάθεση τού σάχη, ο Aρτσίλ αποφάσισε, παρά τη θέλησή του, να γίνει ονομαστικά προσήλυτος στο Ισλάμ, παίρνοντας τον τίτλο τού Σαχ-Ναζάρ Σαχ. Το 1664, ο Αρτσίλ νίκησε μία προσπάθεια τού αντίπαλου Καχετιανού πρίγκιπα και τού κουνιάδου του, Ηρακλή (Α΄), να ανακτήσουν το στέμμα τού πατέρα του και επέτυχε έναν βαθμό σταθερότητας και ευημερίας στο Καχέτι.
Το 1675, ωστόσο, λόγω των ραδιουργιών τού μεγάλου Πέρση βεζίρη Σάιχ-Αλί Χαν, ο Αρτσίλ εγκατέλειψε το Καχέτι και, με τον αδελφό του Λουαρσάμπ, αυτομόλησε στον Τούρκο συνοριακό πασά τού Αχαλτσίχε, που τού υποσχέθηκε το στέμμα τού Ιμερέτι. Σύντομα επανεγκαταστάθηκε στο Kουτάισι με τη βοήθεια τού πασά τού Αχαλτσίχε, αν και χωρίς τη συγκατάθεση της Υψηλής Πύλης. Οι Οθωμανοί απεσταλμένοι εκτέλεσαν τον πασά και καθαίρεσαν τον Αρτσίλ το 1679. Κατέφυγε στη Ρωσία, αλλά δεν τού επετράπη να πάει στη Μόσχα μέχρι το 1686. Ενθαρρυμένος από τον αδελφό του, τον βασιλιά Γεώργιο ΙΑ΄ τού Κάρτλι, ο Αρτσίλ επέστρεψε στη Γεωργία το 1690 και κατάφερε να ανακτήσει τον Ιμερετικό θρόνο, για να καθαιρεθεί ξανά από τους τοπικούς ευγενείς το 1691. Τα επόμενα χρόνια, έκανε αρκετές προσπάθειες να καταλάβει το στέμμα, διεξάγοντας ανταρτοπόλεμο εναντίον των Τούρκων και της αντιπολίτευσης των ευγενών με επικεφαλής τον πρίγκιπα Aμπασίτζε. Τελικά ο Αρτσίλ εγκατέλειψε την ελπίδα να επανεγκατασταθεί στο Ιμερέτι και, το 1699, διέσχισε τα βουνά τού Καυκάσου για άλλη μία φορά προς τη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκε στο Βσεσβιάτσκογιε κοντά στη Μόσχα.
Η ζωή στη Ρωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Πέτρο Α΄ της Ρωσίας, ο οποίος έδωσε εντολή να προετοιμαστεί μία εκστρατεία για την επαναφορά του Αρτσίλ στον θρόνο τού Ιμερέτι. Ωστόσο, το σχέδιο ακυρώθηκε λόγω της ήττας, που προκάλεσαν οι Σουηδοί στον ρωσικό στρατό στη Νάρβα το 1700. Αυτό, εκτός από το ότι ματαίωσε τις ελπίδες τού Αρτσίλ να ανακτήσει τον θρόνο του, έφερε τραγωδία στην οικογενειακή του ζωή. Ο Αλέξανδρος, γιος τού Αρτσίλ, που διοικούσε το ρωσικό πυροβολικό στη Νάρβα, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Σουηδούς και χρειάστηκε να περάσει δέκα χρόνια αιχμάλωτος. Ο Aρτσίλ προσπάθησε να επιτύχει την απελευθέρωση τού γιου του με την αυστριακή μεσολάβηση και αργότερα έστειλε μία προσωπική επιστολή στον Κάρολο ΙΒ΄ της Σουηδίας. Μόλις το 1710, ωστόσο, ο Αλέξανδρος απελευθερώθηκε. Σοβαρά άρρωστος, απεβίωσε στον δρόμο της επιστροφής στη Ρωσία. Το τέλος του Αλέξανδρου ήταν ένα πικρό πλήγμα για τον Αρτσίλ, ο οποίος δεν επέζησε για πολύ μετά από τον γιο του. Απεβίωσε το 1713 και τάφηκε στο μοναστήρι Ντονσκόι στη Μόσχα.
Τα περισσότερα από τα ρωσικά χρόνια τού Αρτσίλ ήταν αφιερωμένα στην ποίηση και τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία τού πρώτου τυπογραφείου στη γεωργιανή γλώσσα στη Ρωσία και εξέδωσε τους Ψαλμούς το 1705. Η ποίηση του Aρτσίλ, αξιοσημείωτη για την ποικιλομορφία της, προανήγγειλε την έναρξη της περιόδου της Αναγέννησης στη γεωργιανή λογοτεχνία. Τα κύρια ποιήματά του - Ο Διάλογος μεταξύ των Tεϊμουράζ Α΄ και Ρουσταβελί (გაბაასება თეიმურაზისა და რუსთველისა), Οι τρόποι της Γεωργίας (საქართველოს ზნეობანი) και To Άσμα τού Αρτσίλ (Archiliani, არჩილიანი) είναι αφιερωμένα στις κακοτυχίες της Γεωργίας του 17ου αι. Αντιτάχθηκε έντονα στις σύγχρονες περσικές λογοτεχνικές επιρροές και ζήτησε την αναβίωση των παραδόσεων της Γεωργιανής ποίησης τού Σότα Ρουσταβελί. Έτσι, τα ποιήματα τού Αρτσίλ ήταν πιο κοντά στο παραδοσιακό γεωργιανό μέτρο και οι ιδιωματισμοί του πιο κοντά στον γεωργιανό λόγο. [3] [4] Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές του να «ανακόψει την παλίρροια της περσοποίησης», τα ποιήματα τού Aρτσίλ περιελάμβαναν «ιδεοληψίες, μορφές και θέματα εμπνευσμένα από την Περσία», και η δική του εκδοχή της Φυλλάδας τού Αλεξάνδρου βασίστηκε στις εκδοχές του Nιζάμι Γκανγιαβί και Γιάμι. [3] [5]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νυμφεύτηκε δύο φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν κόρη τού πρίγκιπα Nodar Tsitsishvili . Έκανεε δεύτερο γάμο με την Κετεβάν, κόρη του πρίγκιπα Δαβίδ τού Καχέτι, το 1668. Το ζευγάρι απέκτησε τους πρίγκιπες:
- Νταρεγιάν, γνωστή στη Ρωσία ως Ντάρια Αρτσίλοβνα (π. 1670 – 1740). Απεβίωσε άγαμη και τάφηκε στο μοναστήρι Ντονσκόι.
- Aλέξανδρος, γνωστός στη Ρωσία ως Aλεξάντρ Αρτσίλοβιτς (1674 – 20 Φεβρουαρίου 1711), διοικητής πυροβολικού τού ρωσικού στρατού. Από τον γάμο του είχε μία κόρη.
- Mαμούκα, γνωστός στη Ρωσία ως Mατφέι Αρσίλοβιτς (1676 – 23 Μαρτίου 1693). Απεβ. άγαμος και τάφηκε στο μοναστήρι Ντονσκόι.
- Δαβίδ, γνωστός στη Ρωσία ως Νταβίντ Αρτσίλοβιτς (2 Ιουλίου 1682 – 24 Οκτωβρίου 1688). Απεβ. άγαμος, τάφηκε στο μοναστήρι Noβοντεβίτσι και ξανατάφη το 1711 στο μοναστήρι Ντονσκόι.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (in ρωσική) Вахушти Багратиони (Vakhushti Bagrationi) (1745). История Царства Грузинского: Жизнь Имерети.
- Gould, Rebecca Ruth (2018). «Sweetening the Heavy Georgian Tongue: Jāmī in the Georgian-Persianate World». Στο: d'Hubert, επιμ. Jāmī in Regional Contexts: The Reception of ʿAbd al-Raḥmān Jāmī's Works in the Islamicate World, ca. 9th/15th-14th/20th Century. Brill. ISBN 978-9004386600.
- David Marshall Lang, The Last Years of the Georgian Monarchy, 1658-1832. New York: Columbia University Press, 1957.
- Rayfield, Donald (2000), The Literature of Georgia: A History. Routledge, (ISBN 0-7007-1163-5).
- Rota, Giorgio (2017). «Conversion to Islam (and sometimes a return to Christianity) in Safavid Persia in the sixteenth and seventeenth centuries». Στο: Norton, επιμ. Conversion and Islam in the Early Modern Mediterranean: The Lure of the Other. Routledge. ISBN 978-1317159797.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 «Имеретинские» (Ρωσικά)
- ↑ 2,0 2,1 «Имеретинский, Арчил Вахтангович» (Ρωσικά)
- ↑ 3,0 3,1 Rota 2017, σελ. 65 (note 38).
- ↑ Gould 2018, σελ. 822.
- ↑ Gould 2018, σελ. 823.