Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρχιδάμειος πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι συμμαχίες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, 431 π.Χ.

Ο όρος Αρχιδάμειος πόλεμος ήταν αρχαία ελληνική έκφραση με την οποία δηλώνονταν κάθε πόλεμος αντίθετος προς την επιθυμία εκείνου που τον αναλάμβανε.

Η έκφραση αυτή προήλθε από τις επιδρομές του ειρηνόφιλου Βασιλέα της Σπάρτης Αρχίδαμου Β΄ στην Αττική. Εξ αυτού ονομάσθηκε από τους ιστορικούς «Αρχιδάμειος πόλεμος» και ολόκληρη η πρώτη περίοδος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-421 π.Χ.).

Η Αθήνα, μετά την πλήρη κυριαρχία στο Αιγαίο, έστρεψε τις βλέψεις της και προς τη Δύση, το Ιόνιο και την Αδριατική. Αυτό τη έφερε σε σύγκρουση με την Κόρινθο, κύρια σύμμαχο της Σπάρτης, η οποία θεωρούσε ως χώρο επιρροής της τις δυτικές θάλασσες και έβλεπε τώρα τα οικονομικά της συμφέροντα να απειλούνται. Ακόμη, η πολιτειακή διαφορά της Αθήνας με τη Σπάρτη, η οποία γεννά και τη διαφορά στην ανάπτυξη των νοοτροπιών, είναι η βαθύτερη και ουσιαστικότερη αιτία του χάσματος ανάμεσα στις δύο πόλεις, το οποίο, σταδιακά, κατέστει αγεφύρωτο. Η κλειστή και αριστοκρατική Σπάρτη έβλεπε με ολοφάνερη καχυποψία τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της ανοικτής και δημοκρατικής Αθήνας. Με την Αθήνα και τη Σπάρτη βρίσκονται αντιμέτωπες δύο αντίπαλες και αντίθετες κοσμοθεωρίες. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η ανάμειξη των Αθηναίων στη διαμάχη ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Κόρινθο για την Επίδαμνο (Δυρράχιο), αποτελεί την πρώτη αφορμή του πολέμου. Η αντιπαλότητα ανάμεσα σε Κόρινθο και Αθήνα οξύνεται και οι Κορίνθιοι ωθούν σε αποστασία από την Αθηναϊκή συμμαχία την Ποτίδαια (432 π.Χ.). Σε αντίποινα ο Περικλής απαγορεύει στα πλοία των Μεγαρέων, συμμάχων της Σπάρτης, να αγκυροβολούν σε λιμάνια της Αθηναϊκής συμμαχίας και να διεξάγουν εμπόριο (Κατά Μεγαρέων ψήφισμα). Οι «Τριακοντούτεις σπονδαί» (τριακονταετής ειρήνη) είχαν παραβιαστεί. Η συμφωνία αυτή, προνοούσε διάλογο ανάµεσα στις πόλεις σε περίπτωση που υπήρχαν και πάλι διαφορές.

Η Αθήνα είχε καταφέρει κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων να ολοκληρώσει ένα πολύ σηµαντικό έργο, τα Μακρά Τείχη, τείχη που ένωναν την Αθήνα µε την γειτονική πόλη του Πειραιά. Τα τείχη παρείχαν στους Αθηναίους έξοδο προς τη θάλασσα σε περίπτωση πολιορκίας και καθιστούσαν αδύνατη την κατάληψη της πόλης, εξαιτίας της µεγάλης έκτασης των πανίσχυρων αυτών τειχών (µήκος 6 χλµ.). Παρά τη συµφωνία ειρήνης, δηµιουργούνται σταδιακά όλο και περισσότερες διαφορές ανάµεσα στις δύο πόλεις. Μια από τις κυριότερες υπήρξε η σχέση της Αθήνας µε την ισχυρή γειτονική πόλη, Κόρινθο. Η πόλη αυτή, λόγω της στρατηγικής της γεωγραφικής θέσης στο πέρασµα από τη Στερεά Ελλάδα προς την Πελοπόννησο και της οικονοµικής της ανάπτυξης, βρισκόταν σε συνεχή διαµάχη µε την Αθήνα, γεγονός που την οδήγησε σε συµµαχία µε τη Σπάρτη. Κάτι αντίστοιχο θα συµβεί και µε την άλλη ανταγωνίστρια πόλη στο εµπόριο, τα Μέγαρα, που βρίσκεται στον δρόµο προς την Κόρινθο, λίγο έξω από την Αθήνα. Οι δύο αυτές πόλεις πιέζουν τη Σπάρτη σε µια νέα πολεµική αναµέτρηση και έτσι διοργανώνεται, σύµφωνα µε όσα εξιστορεί ο Θουκυδίδης, ένα συνέδριο των συµµάχων της Σπάρτης, για συζήτηση των παραπόνων εναντίον της Αθήνας.

Διοργανώθηκε στη Σπάρτη και οι σύμμαχοι Κορίνθιοι και Μεγαρείς, με τη συμπαράταξη και της φιλοπόλεμης σπαρτιατικής μερίδας, ισχυρίστηκαν ότι ο πόλεμος είναι η μόνη λύση. Στο συνέδριο αυτό λαµβάνουν µέρος και οι Αθηναίοι που παρουσιάζονται αµετακίνητοι στη θέση τους ότι δικαιωµατικά µπορούν να είναι κυρίαρχοι στον ελληνικό χώρο ελέγχοντας τις υπόλοιπες πόλεις. Οι Αθηναίοι απεσταλµένοι λένε χαρακτηριστικά: «Έτσι κι εµείς δεν κάναµε τίποτα παράξενο ή αντίθετο προς τη φύση των ανθρωπίνων πραγµάτων, όταν δεχτήκαµε την ηγεµονία που µας προσφερόταν και όταν, τώρα, αρνούµαστε να την εγκαταλείψουµε κινούµενοι από ισχυρά ελατήρια, τη δόξα, τον φόβο και το όφελος.»[1] Έτσι, µε το τέλος του συνεδρίου κηρύσσεται ο πόλεµος από τους Σπαρτιάτες και τους συµµάχους τους εναντίον της Αθήνας. Επικρατούν οι φιλοπόλεμοι και οι εχθροπραξίες αρχίζουν το 431 π.Χ. Ο πόλεμος ονομάστηκε Πελοποννησιακός, κράτησε, με μικρές διακοπές, 27 χρόνια και διακρίνεται σε τρεις φάσεις: α) Αρχιδάμειος πόλεμος (431-421 π.Χ.) β) Σικελική εκστρατεία (415-413 π.Χ.) γ) Δεκελεικός πόλεμος (413-411 π.Χ.).

Πρόλογο του πολέμου αποτέλεσε η εισβολή των Θηβαίων στην Πλάταια, παραδοσιακή φίλη της Αθήνας. Ο πελοποννησιακός στρατός, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμο, λεηλάτησε την ύπαιθρο της Αττικής και ο πληθυσμός της αναγκάστηκε να καταφύγει μέσα στην οχυρωμένη πόλη. [2] Πριν αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση, οι δύο πλευρές μέτρησαν τις δυνάμεις τους και σχεδίασαν τη στρατηγική που όφειλαν να ακολουθήσουν. Η Σπάρτη δεν κινδύνευε από εισβολή, και η Αθήνα ήταν καλά προστατευμένη από τα Μακρά Τείχη της. Πεδίο σύγκρουσης ήταν όλος ο κόσμος όπου κατοικούσαν Έλληνες, από την Ανατολή έως τη Δύση. Γι᾽ αυτό και οι διάφορες πόλεις έσπευσαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα προμηνύματα του πολέμου δεν συγκλόνισαν άλλωστε μόνο τους Έλληνες αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων.

Ο Θουκυδίδης εκτίμησε ότι επρόκειτο για εξελίξεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, που άξιζε τον κόπο να καταγραφούν με κάθε δυνατή σχολαστικότητα. Χάρη στις οξυδερκείς του παρατηρήσεις, είναι γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες του πολέμου. Στην αρχή κιόλας της αφήγησής του ο ιστορικός βάζει στο στόμα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου Β' (περ. 469-427) μια γενική επισκόπηση της κατάστασης: Οι Σπαρτιάτες όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που αναλάμβαναν ήταν δύσκολος. Για έναν στρατό που μπορούσε να μετακινηθεί κυρίως διά ξηράς, η Αθήνα βρισκόταν μακριά. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Διέθεταν μεγάλο πλούτο (ιδιωτικό και δημόσιο), ναυτικό, ιππικό, όπλα, εφεδρείες και συμμάχους που κατέβαλλαν φόρους. Ακόμη και αν οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τη γη τους με συχνές επιδρομές, αυτοί είχαν τον τρόπο να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονταν από τη θάλασσα. Η λύση ίσως βρισκόταν στην αποστασία των συμμάχων τους, αλλά, για να επιτευχθεί αυτό, οι Σπαρτιάτες χρειάζονταν ισχυρό ναυτικό, το οποίο δεν διέθεταν. Εκτός από στόλο, οι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασφαλίσουν νέους συμμάχους, πέρα από τους Πελοποννήσιους, Έλληνες αλλά και βαρβάρους, δηλαδή Πέρσες. Ο Αρχίδαμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου θα καθόριζαν περισσότερο τα χρήματα και λιγότερο τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που έδινε ασφαλώς προβάδισμα στην Αθήνα.

Την ίδια γνώμη είχαν και οι Αθηναίοι. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου πήραν τις αποφάσεις τους, μίλησε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Περικλής. Ο Θουκυδίδης κάνοντας μια γενική επισκόπηση της κατάστασης, η οποία επιβεβαιώνει τα λόγια του Αρχίδαμου, καταγράφει τις θέσεις του Περικλή. Ιδιαίτερο βάρος εμφανίζεται να αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός στην τροφοδοσία και γενικότερα σε οικονομικά θέματα. Στον τομέα αυτό οι Αθηναίοι υπερείχαν από κάθε άποψη. Άλλωστε, όπως εξήγησε, τον πόλεμο τον συντηρούσαν τα αποθέματα, όχι οι αναγκαστικές εισφορές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν οι Πελοποννήσιοι. Σε άλλη ευκαιρία, ο Περικλής, για να εμψυχώσει τους Αθηναίους, απαρίθμησε με ακρίβεια το μέγεθος των αποθεμάτων τους, τον συμμαχικό φόρο, τα ιδιωτικά και τα δημόσια αφιερώματα στους θεούς, τους θησαυρούς των ναών - ακόμη και τον χρυσό στο άγαλμα της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε συγκεντρωμένο μέσα στα τείχη της ούτε ένα μικρό μέρος αυτού του πλούτου.

Ο Περικλής απέφυγε, όσο μπορούσε, να θυμίσει στους Αθηναίους ότι οι Σπαρτιάτες διέθεταν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο: εμφανίζονταν ως απελευθερωτές των Ελλήνων. Οι πάντες γνώριζαν ότι η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε ένα είδος τυραννίας. Αυτό το παραδεχόταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, και ο ίδιος. Εάν οι σύμμαχοι δέχονταν τους Σπαρτιάτες ως απελευθερωτές, τότε όλα τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αθήνας γίνονταν επισφαλή. Ο Περικλής αναγνώριζε ότι η τυραννία ήταν άδικη, αλλά προειδοποιούσε ότι η παραίτηση από αυτή ήταν επικίνδυνη.

O Αρχιδάμειος Πόλεμος, είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τις εισβολές των Πελοποννήσιων στην Αττική. Η λεηλασία της αττικής γης ήταν αναμενόμενη. Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα τείχη τους και απέφυγαν να δώσουν μάχη στο ανοιχτό πεδίο, όπου δεν είχαν ελπίδα να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στους Σπαρτιάτες. Όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν, όπως συνήθιζαν, σε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες να εκφωνήσει τον επιτάφιο για τους πολεμιστές που είχαν σκοτωθεί. Ο Περικλής, που ανέλαβε αυτό το έργο, επέλεξε να τιμήσει τους νεκρούς εξυμνώντας τη δημοκρατία της πόλης για την οποία είχαν αγωνιστεί.

Κατά τη διάρκεια του πολέµου αυτού, η Αθήνα θα πολιορκείται από τους Σπαρτιάτες, µε αποτέλεσµα ο πληθυσµός ολόκληρης της Αττικής να µετακινηθεί µέσα στην Αθήνα που προστατευόταν από τα Μακρά Τείχη. Σύντοµα, λόγω κυρίως του συνωστισµού, ξεσπάει επιδηµία. Το 430 π.Χ. μια μολυσματική ασθένεια λοιπόν αποδεκατίζει τον πληθυσμό της Αθήνας. Συγκεκριμένα, ο λοιμός που έπληξε την πόλη εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα στον πανικό τους, οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τον Περικλή τη στρατηγία που κατείχε για 15 συνεχή χρόνια, αλλά το 429 τον εξέλεξαν και πάλι στρατηγό. Θύμα της ασθένειας όμως ήταν και ο ίδιος ο Περικλής (429 π.Χ.), έτσι απεβίωσε λίγους μήνες αργότερα από την εκλογή του. Όπως πληροφορεί ο Πλούταρχος, η εξέλιξη της αρρώστιας του ήταν αργή, και με πολλές διακυμάνσεις. Πεθαίνοντας, δεν παινεύτηκε για τις πολλές του νίκες, αλλά επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κανένας δεν είχε φορέσει μαύρα εξαιτίας του - εννοώντας ότι δεν είχε προκαλέσει καμία θανατική καταδίκη. Οι Αθηναίοι έχασαν το ηθικό τους γιατί θεώρησαν ότι ισάξιος διάδοχος του Περικλή δεν υπάρχει. Με αυτή την εξέλιξη, στην πολιτική κυριάρχησαν οι δημαγωγοί.

Οι Αθηναίοι δεν υπέκυψαν. Αποκλεισμένοι στην πόλη τους έκαναν διαρκείς επιδρομές με τον στόλο τους στην Πελοπόννησο. Οι ενέργειές τους έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δεν είχαν τη δική τους ευχέρεια στον ανεφοδιασμό. Το 425 πέτυχαν περιφανή νίκη στη Σφακτηρία, ένα μικρό νησί έξω από την Πύλο, σκοτώνοντας πολλούς και αιχμαλωτίζοντας 292 άνδρες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Η σύλληψη τόσο πολλών οπλιτών μαζί ήταν κάτι πρωτοφανές που πανικόβαλε τη Σπάρτη και έδωσε την ευκαιρία σε πολυάριθμους είλωτες να λιποτακτήσουν. Στην επιχείρησή τους οι Αθηναίοι είχαν στρατηγό τον Δημοσθένη, αλλά το σχέδιο ήταν του Κλέωνα, που εξελισσόταν σε ηγετική μορφή στη θέση του Περικλή.

Οι δύο αντίπαλοι έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στη Δύση. Η Σικελία ήταν ένας πλούσιος τόπος που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα επισιτισμού των Πελοποννήσιων. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις όσων κατάγονταν από τη Χαλκίδα και ήταν Ίωνες με τους απογόνους των Δωριέων και προσπάθησαν να επέμβουν. Αλλά οι κάτοικοι της Σικελίας αποδέχθηκαν τη πρόταση του Συρακούσιου πολιτικού Ερμοκράτη, που τους καλούσε να διαφυλάξουν το νησί για τον εαυτό τους, και κατάφεραν να ενωθούν.

Η αναμέτρηση μεταφέρθηκε στο βόρειο Αιγαίο. Τον στρατό των Σπαρτιατών διοικούσε ο ικανός στρατηγός Βρασίδας, που είχε στρατολογήσει εκατοντάδες απελευθερωμένους είλωτες. Εμφανίστηκε ως απελευθερωτής, με κύριο στόχο την αποστασία των Αθηναίων συμμάχων. Μολονότι διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να ελευθερωθούν, πέτυχε στρατιωτικές νίκες που έφεραν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη, όπως είχε αναλάβει, και τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους με εξορία. Η αποτυχία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ιστορικό του σύγγραμμα. Σε μια κρίσιμη μάχη σκοτώθηκαν ο Κλέων αλλά και ο Βρασίδας.

Το 421, εξαντλημένες από τις συνεχείς αναμετρήσεις, οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ειρήνη, που ονομάστηκε Νικίειος, επειδή από την πλευρά των Αθηναίων την πρωτοβουλία είχε πάρει ο στρατηγός Νικίας, επικεφαλής των Αθηναίων ολιγαρχικών, ο οποίος αναδείχθηκε ηγέτης της Αθήνας. Η Νικίειος Ειρήνη προέβλεπε την επιστροφή όλων των εδαφών που είχαν καταληφθεί από διάφορες πόλεις, µε εξαίρεση το λιµάνι των Μεγάρων που θα παρέµενε στην Αθήνα. Ο αρχαίος κωµικός ποιητής, Αριστοφάνης ύμνησε τη συµφωνία ειρήνης στην οµώνυµη κωµωδία του. Συγκεκριμένα, δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την κύρωση της συνθήκης, ο εικοσιτριάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε στα Διονύσια την κωμωδία με τον σημαίνοντα τίτλο Ειρήνη. Σε αυτή ο ποιητής εμφανίζεται καταφανής υπέρμαχος της ανακωχής. Η επιλογή και πραγμάτευση του θέματος της ειρήνης αποσκοπούσαν προφανώς να μεταπείσουν τους φιλοπόλεμους συμπολίτες για τα οφέλη που θα αποκόμιζε η πόλη από την παύση της σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους και, ενόσω ο Αριστοφάνης δούλευε πάνω στην κωμωδία του, η έκβασή τους ήταν ακόμη αβέβαιη. Η επιλογή από τους άρχοντες να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο έργο στο αθηναϊκό κοινό σχετιζόταν ασφαλώς με την πολιτική ειρήνης που υποστήριζε ο ποιητής. Ενδεικτικό, πάντως, του πολιτικού κλίματος της εποχής είναι το γεγονός ότι τελικά η κωμωδία δεν κατόρθωσε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο, αλλά ήρθε δεύτερη. Όσον αφορά την ίδια τη συνθήκη με τους Σπαρτιάτες, προβλεπόταν ότι κάθε πλευρά έπρεπε να επιστρέψει στην άλλη ό,τι είχε κυριεύσει με τα όπλα. Αυτό σήμαινε ότι κερδισμένη έβγαινε η Αθήνα, αφού διατήρησε τη συμμαχία της. [3] [4]

Ένα ενδεικτικό απόσπασμα από την κωμωδία του Αριστοφάνη, Ειρήνη που αποδεικνύει τον πασιφισμό του :

«Χαίρε, ω χαίρε, αγαπηµένη· ω χαρά µας που ήρθες πια! / Σε ποθούσα κι έλιωνα / κι ο καηµός µου ήταν βαθύς […]» [5]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βλάχος Άγγελος (μετάφραση), Θουκυδίδης. Ἱστορίαι. 
  2. Κατσουλάκος, Θεόδωρος· Κοκκορού - Αλευρά, Γεωργία. «Κεφάλαιο 6 - ΣΤ ΤΑ ΑIΤIΑ ΚΑI ΟI ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟY ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣIΑΚΟY ΠΟΛΕΜΟY - Ο ΑΡΧIΔΑΜΕIΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (431-421 π.Χ.)». Στο: Σκουλάτος, Βασίλειος. Αρχαία Ιστορία (Α΄ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο). Αθήνα: Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος , Εκδόσεις Πατάκη. ISBN 0100000012100071 Check |isbn= value: length (βοήθεια). 
  3. Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου. «Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες». Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  4. Κυριακίδη, Δρ Ναταλία. «ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (479-323 π.Χ) Ο Πελοποννησιακός Πόλεµος» (PDF). Μίλα μου ιστορικά (για το Γυμνάσιο). Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου. 
  5. Σταύρου, Θρασύβουλος. Αριστοφάνης, Εἰρήνη, Οι Κωµωδίες του Αριστοφάνη. Αθήνα, 1996: Εστία. σελ. 289. ISBN 9600500827. στιχ.685-686