Βασίλειο της Παμπλόνα
Βασίλειο της Παμπλόνα | |
---|---|
824–1162 | |
Πρωτεύουσα | Παμπλόνα |
Ίδρυση | 824 |
Πολίτευμα | κληρονομική μοναρχία |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το Βασίλειο της Παμπλόνα ήταν ένα μεσαιωνικό βασίλειο της δυτικής Ευρώπης που από την ίδρυσή του το 814 μέχρι το 1035 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία της χριστιανικής ανακατάκτησης της Ιβηρικής. Με κέντρο του τη ναβαρική πρωτεύουσα, Παμπλόνα, εκτεινόταν και στις δύο πλευρές των δυτικών Πυρηναίων· κάτω από την εξουσία του Σάντσο Γ΄ στις αρχές του 11ου αιώνα βρέθηκε να είναι επικυρίαρχο του συνόλου των χριστιανικών βασιλείων της Ιβηρικής. Μετά τη διάλυση της κοινοπολιτείας της Παμπλόνα με το Βασίλειο της Αραγώνας τον 12ο αιώνα, όταν πλέον έχει αποκοπεί από την επέκταση εις βάρος της Αλ-Άνταλους, λαμβάνει το όνομα Βασίλειο της Ναβάρρας.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Παμπλόνα υπήρξε η μοναδική αξιοπρόσεκτη ρωμαϊκή πόλη της ευρύτερης Χώρας των Βάσκων, μέχρι την ίδρυση της σημερινής Βιτόρια από τον βησιγότθο βασιλιά Λεοβίγιλδο το 586. Με την μουσουλμανική κατάκτηση της Ιβηρικής μεταξύ 711 και 721, η περιοχή πέρασε στα χέρια των μουσουλμάνων. Οι συνεχείς εποχιακές τους επιδρομές εναντίον της Φραγκίας επέβαλαν στον Καρλομάγνο να προσπαθήσει να ιδρύσει μια κομητεία με σκοπό την θωράκιση των περασμάτων των Δυτικών Πυρηναίων. Σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν κατέλαβε μόνιμα την Παμπλόνα· αντίθετα, το 778 γκρέμισε τα τείχη της. Ως αντίποινα, μια ομάδα Βάσκων επιτέθηκε κι εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή των φραγκικών στρατευμάτων που υποχωρούσαν δια μέσω του περάσματος των Ρονθεσβάγιες.[1]
Η μουσουλμανική κυριαρχία στην Παμπλόνα επανήλθε μέχρι το 806, έτος κατά το οποίο οι κάτοικοι της πόλης εξεγέρθησαν. Παρότι ο Βάσκος επικεφαλής Βελάσκο ηττήθηκε στη μάχη του ποταμού Αρούμ, πιθανολογείται ότι ήδη ήταν αναγνωρισμένος ηγεμόνας της πόλης από το Φραγκικό Βασίλειο.[2] Αυτό που είναι σίγουρο ωστόσο είναι ότι από το 824 κι έπειτα στην Παμπλόνα κυβερνά η τοπική βασκική δυναστεία των Αρίστα. Έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί ολοκληρωτικά από την φραγκική επικυριαρχία, έψαξε στους εξισλαμισμένους ηγεμόνες της Ανωτέρας Μαρκίας της Αλ-Άνταλους, Μπάνου-Κάσι τον κύριο σύμμαχό της εναντίον των επιθέσεων του Χαλιφάτου της Κόρδοβας που πολλάκις στρέφονταν εναντίον των τελευταίων λόγω της συχνής ανυπακοής τους.[3]
Μια νέα δυναστεία, που φέρει το όνομα ενός αγνώστου πιθανού γενάρχη, Χιμένο, ανέβηκε στην εξουσία με τον Σάντσο Γκαρθές Α΄ το 905. Στην εποχή του κατακτήθηκε η Νάχερα από τους Μπανου-Κάσι, το δεύτερο σημαντικότερο αστικό κέντρο του βασιλείου ενώ συνολικά στράφηκε προς το γειτονικό και ισχυρό Βασίλειο του Λεόν. Έναν αιώνα αργότερα, ο Σάντσο Γ΄ εκμεταλλεύτηκε τις εσωτερικές έριδες του Βασιλείου του Λεόν και την διάσπαση του Χαλιφάτου της Κόρδοβας και ανέδειξε το Βασίλειο της Παμπλόνα στον ουσιαστικό επικυρίαρχο του συνόλου των χριστιανικών βασιλείων της Ιβηρικής και της Γασκώνης.[4] Με τον θάνατό του το 1025 έληξε η σύντομη αυτή πολιτική ηγεμονία της Παμπλόνα με τα επιμέρους βασίλεια να μοιράζονται στους απογόνους του.
Κύριος διάδοχός του ήταν ο γιος του Γκαρθία Γ΄, που κληρονόμησε τον θρόνο της Παμπλόνα και την ονομαστική υποταγή της κομητείας της Αραγώνας, που αποδόθηκε στον Ραμίρο, πρώτο μονάρχη του νεότευκτου Βασιλείου της Αραγώνας. Στα δυτικά, ο Φερδινάνδος, ετεροθαλής αδερφός του Γκαρθία, κληρονόμησε την Κομητεία της Καστίλης. Σύντομα όμως, μετά τη νίκη του στη μάχη του Ταμαρόν εναντίον του βασιλιά του Λεόν Βερμούδου Γ΄, έγινε βασιλιάς της. Το νέο κύρος του Φερδινάνδου Α΄ του Λεόν και η φεουδαρχική διαφορά των δύο γύρω από την επικυριαρχία στην Κομητεία της Καστίλης, κατέληξε στην ήττα και τον θάνατο του παμπλονέζου μονάρχη στη μάχη της Αταπουέρκα το 1054.[5]
Νέος βασιλιάς της Παμπλόνα ανακηρύχθηκε από τον Φερδινάνδο ο γιος του αποθανόντος, Σάντσο Δ΄. Ο διάδοχος του Ραμίρο Α΄ της Αραγώνας, Σάντσο Α΄, αδιαφόρησε για την υποταγή της Αραγώνας στην Παμπλόνα και προσέφερε το 1068 το βασίλειό του στον Πάπα. Ο δύσκολος χαρακτήρας του παμπλονέζου βασιλιά επέφερε τον Ιούνιο του 1076 τη δολοφονία του από τον αδερφό του. Τα δύο γειτονικά βασίλεια έδραξαν την ευκαιρία και διαμοίρασαν το τέως Βασίλειο της Παμπλόνα: η σημερινή αυτόνομη κοινότητα της Χώρας των Βάσκων πέρασαν υπό την κυριαρχία του Αλφόνσου ΣΤ΄ του Λεόν και των δούκων του Άρο και η Παμπλόνα με τα υπόλοιπα εδάφη υποτάχθηκαν, με τη συνεργασία των ντόπιων ευγενών, στην Αραγώνα.[5]
Οι αραγωνέζοι μονάρχες, που έλεγχαν τον αυθεντικό πυρήνα του τέως Βασιλείου της Παμπλόνα προχώρησαν τα νότια σύνορά του εις βάρος κυρίως των μουσουλμανικών βασιλείων Ταϊφά της Σαρακούστα και της Τουδέλα. Ο Αλφόνσος Α΄ «ο Μαχητής» της Αραγώνας, που χρησιμοποίησε πολλάκις τα παμπλονικά στρατεύματα στις κατακτήσεις του, κατέκτησε τη μελλοντικά ναβαρική πόλη της Τουδέλα τον Φεβρουάριο του 1119. Μεταξύ 1130-1131, αφού είχε σιγουρέψει την κατοχή των βασκικών περιοχών από την πλευρά του, έφτασε στο σημείο να πολιορκήσει ανεπιτυχώς την Μπαγιόν που βρισκόταν σε αγγλικά χέρια. Ο θάνατος του άτεκνου Αλφόνσου Α΄ έφερε, μετά από πενήντα χρόνια την διάσπαση του κοινού βασιλείου: στην Αραγώνα νέος βασιλιάς ορίστηκε ο τέως μοναχός Ραμίρο Β΄ και στην Παμπλόνα ο Σάντσο ΣΤ΄. Ο τελευταίος, αν και αρχικά είχε αναγκαστεί να δηλώσει υποτελής του Βασιλείου της Καστίλης, εκμεταλλευόμενος την ανηλικότητα του μελλοντικού Αλφόνσου Θ΄ της Καστίλης, έσπασε τα δεσμά υποτέλειας και ανακηρύχθηκε επίσημα βασιλιάς της Ναβάρρας (Rex Navarre).
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Collins, Roger (2012), Caliphs and Kings. Spain, 796–1031. Blackwell, Malden, Οξφόρδη.