Βερισμός (μουσική)
Ο βερισμός στη μουσική είναι η αισθητική η οποία, από το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως μέσω του λυρικού θεάτρου, προβάλλει θέματα της καθημερινής κοινωνικής ζωής, με έμφαση στον ρεαλισμό και τα βίαια πάθη των απλών ανθρώπων.[1] Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη verismo «ωμός ρεαλισμός» [2] < λατινικά veritas «αλήθεια» και που, σταδιακά, πήρε την έννοια του ρεαλισμού/πραγματισμού. Ο βερισμός δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε μέσω της μετα-Ρομαντικής οπερατικής παράδοσης, άρρηκτα συνδεδεμένος με Ιταλούς συνθέτες, όπως τους Πιέτρο Μασκάνι, Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, Ουμπέρτο Τζορντάνο, Φραντσέσκο Τσιλέα και Τζάκομο Πουτσίνι. Ως καλλιτεχνικό είδος, γενικότερα, έχει τις ρίζες του στο -επίσης ιταλικό- ομώνυμο λογοτεχνικό κίνημα που, με τη σειρά του, συσχετίστηκε με το διεθνές λογοτεχνικό κίνημα του νατουραλισμού, όπως εφαρμόστηκε από τον Εμίλ Ζολά και άλλους. Όπως ο νατουραλισμός, το λογοτεχνικό κίνημα του βερισμού προσπάθησε να απεικονίσει τον κόσμο με μεγαλύτερο, πιο σκληρό ρεαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ιταλοί συγγραφείς που υπηρετούσαν τον βερισμό, όπως ο Βέργκα, έγραψαν σχετικά, όπως οι ζωές των φτωχών που, γενικά, δεν θεωρείτο κατάλληλο θέμα για τη λογοτεχνία.
Έτσι, μια σύντομη ιστορία του Βέργκα (1844), η Cavalleria rusticana που, στη συνέχεια, εξελίχθηκε σε θεατρικό έργο του ίδιου συγγραφέα, έγινε η πηγή για αυτό που θεωρείται συνήθως η πρώτη βεριστική όπερα: η Καβαλερία Ρουστικάνα (Cavalleria rusticana) του Μασκάνι, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 17 Μαΐου 1890 στο Θέατρο Κονστάντζι στη Ρώμη. Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε το οπερατικό είδος του βερισμού, το οποίο συνεχίστηκε με σημαντικά έργα, όπως το Οι Παλιάτσοι του Λεονκαβάλο, που έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Νταλ Βέρμε του Μιλάνου στις 21 Μαΐου 1892 και την Τόσκα του Πουτσίνι, με πρεμιέρα στο Θέατρο Κονστάντζι, στις 14 Ιανουαρίου 1900. Ο βερισμός κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900 και συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920.[3]
Από άποψη θεμάτων, «οι βεριστικές όπερες δεν επικεντρώνονταν σε θεούς, μυθολογικές μορφές ή σε βασιλιάδες και βασίλισσες αλλά, γενικότερα, στον σύγχρονο άνδρα και τη γυναίκα και στα προβλήματα τους, φυλετικής, ρομαντικής ή και βίαιης φύσης».[4] Εντούτοις, δύο από τις λίγες βεριστικές όπερες που εκτελούνται, σήμερα, έχουν ιστορικά θέματα: η Τόσκα του Πουτσίνι και ο Αντρέα Σενιέ του Τζορντάνο. Μουσικά, οι συνθέτες του βερισμού προσπάθησαν συνειδητά για την ενσωμάτωση του υποκείμενου δράματος της όπερας με τη μουσική της. Οι συνθέτες αυτοί εγκατέλειψαν τη «δομή ρετσιτατίβου» της παλαιότερης ιταλικής όπερας. Οι βεριστικές όπερες είχαν «γραμμική δομή», με λίγα διαλείμματα, σε ένα άψογα ενσωματωμένο κείμενο τραγουδιού.[4] Έτσι, ενώ μπορεί να περιέχουν τραγούδια που μπορούν να τραγουδηθούν ως ανεξάρτητα κομμάτια, γενικά γράφονται για να «αναδυθούν» με φυσικό τρόπο από το δραματικό τους περιβάλλον και η δομή τους είναι μεταβλητή, βασιζόμενη σε κείμενο που, συνήθως, δεν ακολουθεί κανονικό στροφικό φορμάτ.
Ο βερισμός δημιουργήθηκε , κυρίως, ως αντίδραση στον βαγκνερικό ιδεαλισμό και στο συμφωνικό σχόλιο. Έτσι, από τη φύση του, απευθύνεται σε ένα ευρύτερο και ανειδίκευτο μουσικό κοινό, τονίζοντας ακόμη και τη δραματική βία (sic).[1]
Οι πιο διάσημοι συνθέτες που δημιούργησαν βεριστικά έργα ήσαν οι Πιέτρο Μασκάνι, Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, Ουμπέρτο Τζορντάνο, Φραντσέσκο Τσιλέα και Τζάκομο Πουτσίνι. Ωστόσο, υπήρξαν πολλοί άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί συνθέτες: ο Φράνκο Αλφάνο, ο Αλφρέντο Καταλάνι, ο Γκυστάβ Σαρπαντιέ, ο Εζέν ντ’ Αλμπέρ, ο Ίγκνατς Βάγκχαλτερ, ο Αλμπέρτο Φραντσέτι, ο Φράνκο Λεόνι, ο Ζυλ Μασνέ, ο Λουτσίνιο Ρεφίτσε, ο Ερμάνο Βολφ-Φεράρι και ο Ρικάρντο Ζαντονέ.[5]
Στην Ελλάδα, πρώτο βεριστικό έργο θεωρείται η όπερα του Σαμάρα Η Μάρτυς (1894), σε λιμπρέτο Λ. Ίλικα (Luigi Illica). Μάλιστα, ο Σαμάρας, θεωρούμενος από τους πρωτοπόρους του βερισμού γενικότερα, φαίνεται οτι είναι αυτός που έγραψε πρώτος το θέμα της περίφημης άριας Γέλα Παλιάτσο από τους Παλιάτσους του Λεονκαβάλο, καθώς η ιταλική άρια «είναι πιστή αντιγραφή της εν τη Λιονέλλ του Σαμάρα ρομάντσας» (Ν. Ι. Λάσκαρης: Ιστορία του Νεοελληνικού θεάτρου, Β:74).[1]
Ωστόσο, ο όρος βερισμός μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση. Εκτός από την αναφορά σε όπερες γραμμένες με ρεαλιστικό τρόπο, ο όρος μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί με ευρύτερη έννοια σε ολόκληρη την παραγωγή των συνθετών της giovane scuola («νεανικής σχολής»), δηλαδή της γενιάς των συνθετών που δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της περιόδου που δημιουργήθηκε το ύφος του βερισμού.[6][7] Ο συγγραφέας Alan Mallach πρότεινε τον όρο plebeian opera «όπερα των πληβείων», όταν γίνεται αναφορά σε όπερες που τηρούν τα μοντέρνα και ρεαλιστικά θέματα για τα οποία ο όρος βερισμός είχε, αρχικά, επινοηθεί. Ταυτόχρονα, ο Mallach αμφισβητεί την αξία της χρήσης ενός όρου όπως, βερισμός που, υποτίθεται ότι είναι περιγραφικός του θέματος και του ύφους των έργων, απλά για να αναγνωρίσει τη μουσική και τη δραματική παραγωγή ολόκληρης γενιάς.[6]
Για τους περισσότερους συνθέτες που σχετίζονται με τον βερισμό, τα -παραδοσιακά- «βεριστικά» θέματα αφορούσαν μόνο σε μερικές από τις όπερες τους. Για παράδειγμα, ο Μασκάνι, εκτός από την καθαρά βεριστική όπερα Cavalleria rusticana, έγραψε μια ποιμενική κωμωδία (L'amico Fritz), ένα συμβολικό έργο διαδραματιζόμενο στην Ιαπωνία (Iris) και δύο μεσαιωνικά ειδύλλια (Isabeau και Parisina). Αυτά τα έργα απέχουν πολύ από το τυπικό θέμα του βερισμού, αλλά είναι γραμμένα με το ίδιο, γενικό, μουσικό στυλ που εμπεριέχει την «πεμπτουσία» του όρου. Επιπλέον, υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους μουσικολόγους ως προς το, ποιες όπερες ανήκουν αποκλειστικά στον βερισμό, και ποιες, όχι. (Γενικά, εξαιρούνται οι μη ιταλικές όπερες). Έτσι, τα έργα Οι Παλιάτσοι, Cavalleria rusticana, Αντρέα Σενιέ, Τόσκα και Il tabarro είναι όπερες στις οποίες εφαρμόζεται ο όρος βερισμός με ελάχιστη ή καμία αμφισβήτηση.[8] Ο όρος χρησιμοποιείται, μερικές φορές, και για τις όπερες Μαντάμα Μπατερφλάι και Το κορίτσι της Δύσης του Πουτσίνι. Και επειδή, μόνο τρία βεριστικά έργα που δεν ανήκουν στον Πουτσίνι, εξακολουθούν να παρουσιάζονται τακτικά στη σκηνή (τα αρχικώς προαναφερθέντα), η συμβολή του Πουτσίνι έχει διαχρονική σημασία για το είδος του βερισμού.[9] Θαυμάσιος ενορχηστρωτής, ο Πουτσίνι έδωσε νέα μορφή στον βερισμό χρησιμοποιώντας βαγκνερικά και εξωτικά στοιχεία.[1]
Κάποιοι ερευνητές προσπάθησαν να εντοπίσουν ίχνη βερισμού σε έργα που προηγήθηκαν της Cavalleria rusticana, όπως η Κάρμεν του Μπιζέ ή η Τραβιάτα του Βέρντι.[4] Επίσης, η όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ του Μουσόργκσκι δεν πρέπει να αγνοείται, αφ’ ενός ως προγενέστερη του βερισμού, αφ’ ετέρου λόγω της εστίασης του συνθέτη στους αγρότες, παράλληλα με τους πρίγκιπες και άλλους αριστοκράτες και εκκλησιαστικούς ηγέτες. Ακόμη, διαφαίνεται η σκόπιμη σχέση των φυσιολογικών «κλίσεων» της ομιλίας στο λιμπρέτο με τους ρυθμούς της μουσικής που τραγουδιέται, σχέση εντελώς διαφορετική από, τη χρήση που κάνει λ.χ. ο Τσαϊκόφσκι στην ποίηση του Πούσκιν.
- Νεο-βεριστής συνθέτης όπερας θεωρείται ο Τ. Κ. Μενότι (Gian Carlo Menotti ), στα έργα του Το Μέντιουμ (1946) και Το Τηλέφωνο (1947).[1]
Οι τραγουδιστές του βερισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ύφος της βεριστικής όπερας εμπεριείχε μουσική που απαιτούσε περισσότερο «στομφώδες» τραγούδι, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά δόγματα του «κομψού» τραγουδιού μπελ κάντο του 19ου αιώνα, που είχε προηγηθεί του βερισμού. Έτσι, οι τραγουδιστές της όπερας προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις του νέου στυλ. Οι πιο ακραίες εκφάνσεις του βεριστικού ύφους περιελάμβαναν καλλιτέχνες που τραγουδούσαν, συνήθως, με «κραυγαλέο», μπριγιάντ τρόπο, παραβιάζοντας πολλές φορές το legato για να επικεντρωθούν στην «παθιάρικη» πλευρά της μουσικής. Έτσι, «φόρτωναν» το ηχόχρωμά τους με υπερβολικές ποσότητες έντασης στις φωνητικές χορδές στις κορυφαίες νότες τους και, συχνά, με εμφανές vibrato για να τονίσουν τον συναισθηματισμό των «ένθερμων» ερμηνειών τους.
Τα αποτελέσματα μπορεί να ήσαν συναρπαστικά στο θέατρο, αλλά μια τέτοια επίπονη μορφή τραγουδιού δεν ήταν η καλύτερη «συνταγή» για φωνητική μακροζωία.
Μερικοί εξέχοντες σολίστες που τραγουδούσαν κατά τη διάρκεια της ιταλικής περιόδου του κινήματος (περίπου από το 1890 έως το 1930) περιλαμβάνουν τις σοπράνο Εουτζένια Μπούρτζιο, Λίνα Μπρούνα Ράσα και Μπιάνκα Σκατσιάτι, τους τενόρους Αουρελιάνο Περτίλε, Τσέζαρ Βετσάνι και Αμαντέο Μπάσι και τους βαρύτονους Μάριο Σαμάρκο και Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Η μέθοδος τραγουδιού τους έχει καταγραφεί σε πολλές ηχογραφήσεις γραμμοφώνων (στις 78 στροφές ανά λεπτό). Αργότερα, μεγάλοι, διεθνείς οπερατικοί αστέρες των αρχών του 20ού αιώνα, όπως οι Ενρίκο Καρούζο, Ρόζα Πονσέλε και Τίτα Ρούφο, ανέπτυξαν φωνητικές τεχνικές που, αρμονικά, κατάφεραν να συνδυάσουν τις βασικές αρχές του μπελ κάντο με ένα πιο «σύγχρονο», απλό τρόπο ώριμου τραγουδιού. Γι’ αυτό, η τεχνική τους έχει επηρεάσει τους τραγουδιστές όπερας έως τη σημερινή εποχή.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Μαγγιώρος
- ↑ Mandison. p. 2433
- ↑ Verismo" in Stanley Sadie (ed.) The New Grove Dictionary of Music & Musicians, London: Macmillan/New York: Grove, 1980, vol 19 p.670, ISBN 1-56159-174-2
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Schoell
- ↑ Verismo in Stanley Sadie (ed.) The New Grove Dictionary of Music & Musicians, London: Macmillan/New York: Grove, 1980, vol 19 p.671-2, ISBN 1-56159-174-2
- ↑ 6,0 6,1 Mallach
- ↑ "Cio' che prepara e pensa Umberto Giordano". La Stampa. February 6, 1905. Verismo composer Umberto Giordano told an interviewer in 1905: "The meaning of these words (vero and verismo) needs to be defined once and for all" ("Bisognerebbe adunque definire una buona volta il valore di questi vocaboli.")
- ↑ Fisher, edited by Burton D. (2003). Puccini's IL TRITTICO. Miami: Opera Journeys Pub. ISBN 0-9771455-6-5
- ↑ Carner
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
- Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
- Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Νάσος Μαγγιώρος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 14, σ. 85
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Eric BlomThe New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Carner, Mosco (1985). Giacomo Puccini, Tosca (Reprinted ed.). Cambridge [Cambridgeshire]: Cambridge University Press. p. 6. ISBN 0-521-22824-7.
- Mallach, Alan (2007). The Autumn of Italian Opera: From Verismo to Modernism, 1890 - 1915. Lebanon, NH: Northeastern University Press. p. 42 et seq.
- Mandeson, «Τέλειο Ιταλο Ελληνικό Λεξικό», εκδ. Διαγόρας
- Νάσος Μαγγιώρος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 14, σ. 100-1
- Schoell, William (2006). The Opera of the Twentieth Century. Jefferson North Carolina: McFarland and Co., Inc. ISBN 978-0-7864-2465-8