Μοντέστ Μουσόργκσκι
Μοντέστ Μουσόργκσκι[1] | |
---|---|
Ο Μουσόργκσκι σε φωτογραφία του 1870. | |
Γέννηση | 21 Μαρτίου 1839 Κάρεβο, Ρωσία |
Θάνατος | 28 Μαρτίου 1881 (42 ετών) Αγία Πετρούπολη, Ρωσία |
Αιτία θανάτου | μολυσματική ασθένεια |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο Τίκβιν |
Εθνικότητα | Ρώσος |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσική |
Σπουδές | Σχολή Ιππικού Νικολάου και Σχολείο του Αγίου Πέτρου |
Ιδιότητα | συνθέτης[2][3][4], πιανίστας, λιμπρετίστας και στρατιωτικός[5] |
Όργανα | πιάνο |
Είδος τέχνης | θεατρικό έργο, κλασική μουσική και όπερα |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μοντέστ Μουσόργκσκι (ρωσικά: Модест Петрович Му́соргский, η ακριβής προφορά σύμφωνα με το ΔΦΑ είναι [mɐˈdʲest ˈmusərkskʲɪj], Κάρεβο, 21 Μαρτίου 1839 – Αγία Πετρούπολη, 28 Μαρτίου 1881) ήταν Ρώσος συνθέτης, μέλος της περίφημης Ομάδας των Πέντε. Υπήρξε ένας από τους καινοτόμους της εθνικής μουσικής της Ρωσίας κατά τη Ρομαντική περίοδο, για την οποία αγωνίστηκε σκληρά, αψηφώντας -αρκετές φορές με εμφατικό τρόπο- τους καθιερωμένους κομφορμισμούς της εποχής του, σχετικά με την έντεχνη Δυτική μουσική.
Τα -σχετικά λιγοστά- έργα του είναι εμπνευσμένα από την ιστορία και τις παραδόσεις της πατρίδας του, γεμάτα δύναμη, εσωτερική νοσταλγία και τρυφερότητα και, αντικατοπτρίζουν την «ψυχή» του μέσου Ρώσου της εποχής. Τα γνωστότερα έργα του είναι η όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ, το έργο για πιάνο Εικόνες από μια Έκθεση και το αριστουργηματικό συμφωνικό ποίημα Νύχτα Στο Φαλακρό Βουνό.
Για πολλά χρόνια, τα έργα του Μουσόργκσκι ήσαν γνωστά από τις μεταγραφές τους από άλλους συνθέτες. Σήμερα καταβάλλεται προσπάθεια να αποδοθεί ο χαρακτήρας τους μέσα από τις πρώτες, «απείραχτες» παρτιτούρες, στην αυθεντική τους μορφή.
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πλήρες -και πλησιέστερα στη ρωσική προφορά- όνομα του συνθέτη είναι Μοντέστ Πετρόβιτς Μούσοργκσκι (Модéст Петрóвич Мýсоргский) Το οικογενειακό όνομα του συνθέτη, φαίνεται να προέρχεται από από κάποιον Ρομάν Βασίλιεβιτς Μοναστιριόφ (Roman Vasilyevich Monastïryov), ο οποίος αναφέρεται στο «Βελούδινο Βιβλίο» (Бархатная книга), δηλαδή τον επίσημο γενεαλογικό κατάλογο των εξεχουσών οικογενειών της Ρωσίας (Βογιάρων). Ο Μοναστιριόφ έφερε το παρατσούκλι «Μusorga» και ήταν ο πρόγονος των πρώτων «Mussorgsky».
Το πρόβλημα έγινε ακόμη περιπλοκότερο με την αναφορά διαφόρων «συνωνύμων» για το επώνυμο Μουσόργκσκι. Ενδεικτικά αναφέρονται: 'Musarsky', 'Musersky', 'Muserskoy', 'Musirskoy', 'Musorsky', και 'Musursky' ! Το επίσημο βαπτιστικό επώνυμο, πάντως, του συνθέτη ήταν 'Mύσερσκυ' (Musersky).[6]
Ο ίδιος ο συνθέτης έκανε μικρές αλλαγές στο επώνυμό του. Στις πρώτες (μέχρι το 1858) επιστολές του προς τον Μίλι Μπαλάκιρεφ, υπογράφει ως 'Musorsky'.[7] Σε μία, όμως, επιστολή του πάλι προς τον Μπαλάκιρεφ, το 1863, υπογράφει ως 'Musorgskiy' [8] και, από τότε και μετά, διατηρεί σε γενικές γραμμές το γ, αλλά επανέρχεται μερικές φορές στην παλαιά εκδοχή.[9][10] Η προσθήκη του γ στο επώνυμο, φαίνεται ότι έγινε κατόπιν προτροπής του αδελφού τού συνθέτη Φιλάρετου, διότι η ρίζα του, η λέξη μύσορ έχει άσχημη σημασία στη ρωσική γλώσσα (мýсoр=σκουπίδι, βρωμιά).[11] Ο ίδιος ο συνθέτης έχοντας επίγνωση του ιδιόμορφου επωνύμου του, «έπαιζε» περιπαικτικά πολλές φορές με αυτό. Σε επιστολές του προς τον κριτικό Στασόφ, υπογράφει ως 'Musoryanin' (=σκουπιδιάρης)!
Σε σχέση με τον τονισμό, η ορθή απόδοση στη ρωσική γλώσσα, είναι στην πρώτη συλλαβή (προπαραλήγουσα).[12] Ο τονισμός στη δεύτερη συλλαβή (παραλήγουσα), οφείλεται πιθανότατα σε μία παραλλαγή πολωνικής προέλευσης, αλλά πολλοί συμπατριώτες του συνθέτη την υιοθέτησαν -σε συνδυασμό με το γ-, παρακινημένοι από τη διαπίστωση ότι, ένας τόσο σημαντικός για τη ρωσική μουσική συνθέτης, δεν θα έπρεπε κατ' ουδένα τρόπο, να έχει επώνυμο που να παραπέμπει σε «σκουπίδια»!
Τέλος, η προσθήκη του δεύτερου σ στο επώνυμο, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, ενώ η προφορά του στις σλαβικές γλώσσες δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των σ, στις δυτικές το ένα σ μπορεί να αποδίδεται ως ζ (Μουζόργκσκι), ενώ με τα δύο σσ εξασφαλίζεται η ορθή προφορά (Μουσόργκσκι).[13]
Το συμπέρασμα είναι ότι, η συστηματική προσπάθεια να αποδοθεί σωστά από το δυτικό φωνητικό αλφάβητο ο ρωσικός χαρακτήρας του ονόματος, μάλλον έχει αποβεί μάταιη, αφού σε όλες σχεδόν τις γλώσσες -συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με σλαβικές ρίζες- δεν έχει γίνει κατορθωτό να καθιερωθεί με μία μορφή το πλήρες όνομα του συνθέτη. Γι' αυτό ακολουθείται η «καταχρηστική» απόδοσή του, με τη μορφή που έχει γίνει αποδεκτό στις τελευταίες δεκαετίες. Στα ελληνικά, μάλιστα, το ορθό είναι να μην προφέρεται το πρώτο κ στο επώνυμο, με τη σωστότερη απόδοση ως «ΜΟΥΣΌΡΓΣΚΙ».
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μουσόργκσκι γεννήθηκε στο Κάρεβο της Αυτοκρατορικής Ρωσίας. Η οικογένειά του, γαιοκτήμονες, είχε ευγενή καταγωγή από τον κλάδο των Ρούρικ[14] και τη δυναστεία των Σμολένσκ. Στην ηλικία των έξι ετών, ο Μοντέστ θα πάρει τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, εξαιρετική πιανίστα. Η πρόοδός του ήταν τόσο μεγάλη που, μόλις τρία χρόνια αργότερα, ήταν ικανός να εκτελέσει ένα κοντσέρτο του Τζον Φιλντ και κάποια έργα του Φραντς Λιστ.
Τον Αύγουστο του 1849, ο ίδιος, μαζί με τον αδελφό του Φιλάρετο και τους γονείς του, θα μετακομίσουν στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί θα γραφούν στην υψηλού επιπέδου Σχολή Πέτρου-Παύλου, με την προοπτική να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα. Ταυτόχρονα, παρακολουθούσαν μαθήματα με το διακεκριμένο δάσκαλο του πιάνου Άντον Γκέρκε, μετέπειτα καθηγητή της μουσικής στο φημισμένο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης.
To 1852 ο Μοντέστ εισέρχεται στη Σχολή Δοκίμων της Φρουράς. Η περίοδος της θητείας του στη Σχολή, με διοικητή κάποιον Στρατηγό Σούτγκοφ,[15] θα επιδράσει καθοριστικά στον μόλις 13 ετών Μουσόργκσκι. Παρά τις κάποιες αντικρουόμενες απόψεις για το ποιόν του εν λόγω διοικητή, το βέβαιο είναι ότι η Σχολή δεν ήταν το καταλληλότερο μέρος για τη διαμόρφωση του ευαίσθητου χαρακτήρα ενός ανθρώπου σαν τον Μοντέστ. Σύμφωνα με κάποιον παλαιό μαθητή της Σχολής, ο Σούτγκοφ «αισθανόταν περήφανος όταν κάποιος σπουδαστής επέστρεφε από άδεια, μεθυσμένος με σαμπάνια».[16] Δεν είναι λοιπόν καθόλου απίθανο, το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα εμφανίσει αργότερα ο συνθέτης, ο αλκοολισμός, να έχει τις ρίζες του στη θητεία του στη συγκεκριμένη Σχολή.[16]
Πάντως, η μουσική παρέμεινε η προτεραιότητα γι' αυτόν. Μάλιστα, η κόρη του Σούτγκοφ υπήρξε και η ίδια μαθήτρια του Γκέρκε και παρακολουθούσαν μαζί τα μαθήματα.[15] Οι πιανιστικές του ικανότητες, τον κατέστησαν πολύ δημοφιλή στους συμμαθητές του και, πολύ συχνά, έπαιζε γι' αυτούς χορευτικά κομμάτια διανθισμένα με δικούς του αυτοσχεδιασμούς.[17]
Το 1856 ο Μουσόργκσκι αποφοιτά από τη Σχολή Δοκίμων, έχοντας στο μεταξύ συνθέσει το πρώτο του έργο με τίτλο Ο ανθυπολοχαγός Ποντπραπόπτσνικ (1852), που εκδόθηκε με δαπάνες του πατέρα του, ο οποίος πέθανε την ίδια χρονιά.
Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, διορίστηκε στη φρουρά Πρεομπραζένσκι (Preobrazhensky), ένα από τα πιο αυτοκρατορικά συντάγματα της Ρωσίας.[17]
Ωριμότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τη χρονιά του διορισμού του ο Μοντέστ θα γνωρίσει τον, λίγο μεγαλύτερό του, αξιωματικό Αλεξάντρ Μποροντίν κατά τη διάρκεια της κοινής υπηρεσίας τους σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Αγ. Πετρούπολης. Ο μετέπειτα σημαντικός συνθέτης και μέλος της ομάδας των «5», Μποροντίν θυμάται γλαφυρότατα: «...η στενή του στολή ήταν άψογη, απόλυτα εφαρμοστή, τα πόδια του στραμμένα προς τα έξω, τα μαλλιά του καλοστρωμένα και περασμένα με λούστρο, τα νύχια του κομμένα στην εντέλεια, τα χέρια του περιποιημένα όπως των λόρδων. Η συμπεριφορά του κομψή και αριστοκρατική: ο λόγος του παρομοίως, αρθρωμένος μέσα από κάπως σφιγμένα δόντια, ανάμικτος με γαλλικές φράσεις, μάλλον ολιγαρκής. Υπήρχε κάποια «υποψία», μικρή όμως, ενός δανδή. Η ευγένεια και οι τρόποι του ήσαν ξεχωριστοί. Οι κυρίες τον κρυφοσυζητούσαν. Κάθισε στο πιάνο και, απλώνοντας τα χέρια του με κοκεταρία, έπαιξε με εξαιρετική γλυκύτητα και τρυφερότητα αποσπάσματα από τον Τροβατόρε την Τραβιάτα κ.α., ενώ τον μπιζάριζαν: «...Υπέροχο! Μεγαλειώδες!...» και άλλα τέτοια. Συνάντησα τον Μοντέστ Πετρόβιτς, τρεις-τέσσερις φορές κατ' αυτόν τον τρόπο στου Ποπώφ, και οι δύο μας εν υπηρεσία στο νοσοκομείο...».[18]
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1856, ένας συνάδελφος από το σύνταγμα έφερε τον Μουσόργκσκι στο σπίτι του συνθέτη Αλεξάντερ Νταργκομίτσκι (Alexander Dargomyzhsky), τον σημαντικότερο Ρώσο συνθέτη της εποχής, μετά τον Μιχαήλ Γκλίνκα, που εντυπωσιάστηκε από τις πιανιστικές ικανότητες του Μοντέστ. Ο Νταργκομίτσκι θα συμπεριλάβει τον Μουσόργκσκι στις μουσικές βραδιές του και, όπως λέει ο κριτικός Στασόφ τότε «ξεκινάει η πραγματική μουσική του ζωή».[19] Στα επόμενα δύο χρόνια, θα συναντήσει εκεί και άλλες προσωπικότητες όπως τον Σεζάρ Κούι και τον Μίλι Μπαλάκιρεφ.
Ο Μπαλάκιρεφ θα σημαδέψει τη ζωή του Μουσόργκσκι διότι, εφεξής, θα γίνει ο μέντορας και δάσκαλός του (παρ' όλο που στα τελευταία του χρόνια οι σχέσεις τους θα γίνουν απόλυτα εχθρικές). Έλεγε στον Στασόφ: «Επειδή δεν είμαι θεωρητικός, δεν μπορώ να τον διδάξω αρμονία, όπως κάνει ο Κόρσακοφ, μπορώ όμως να τού διδάξω τις συνθετικές φόρμες και, για να γίνει αυτό, μπορούμε να παίζουμε μαζί στο πιάνο τις συμφωνίες του Μπετόβεν, αλλά και έργα άλλων συνθετών, αναλύοντας τη φόρμα».[20] Μέχρι τότε, ο Μουσόργκσκι δεν είχε μουσικές «σφαιρικές» γνώσεις, παρά μόνον ό,τι είχε σχέση με το πιάνο. Ο Μπαλάκιρεφ άρχιζε να αναπληρώνει σταδιακά τα συγκεκριμένα κενά.
Το 1858 ο Μουσόργκσκι πέρασε μία κρίση υγείας που, εν πολλοίς, παραμένει ανεξήγητη. Σε μία επιστολή του προς τον Μπαλάκιρεφ αναφέρεται σε «μυστικισμό και κυνικές σκέψεις απέναντι στο Θείο». Το 1859 θα έχει την πρώτη του επαφή με τα θεατρικά δρώμενα, συμμετέχοντας στην παραγωγή της όπερας του Γκλίνκα Μία Ζωή Για Τον Τσάρο. Την ίδια χρονιά θα πάει για πρώτη φορά στη Μόσχα, όπου θα εντυπωσιαστεί από το Κρεμλίνο και θα αυτοεπιβεβαιωθούν οι αναζητήσεις του για «οτιδήποτε εμπεριέχει το ρωσικό στοιχείο».
Παρ' όλες αυτές τις αλλαγές στη ζωή του, η μουσική του Μοντέστ θα εξακολουθήσει να βασίζεται στα ξένα -μη ρωσικά- πρότυπα. Μία σονάτα για πιάνο 4-χέρια που θα συνθέσει το 1860, περιλαμβάνει το ένα και μοναδικό μέρος της σε φόρμα σονάτας της κλασικής εποχής. Ακόμη, στην Προγραμματική Μουσική για το έργο του Σέροφ Ο Οιδίποδας στην Αθήνα -που άφησε ατελείωτο αργότερα- ή στο Ιντερμέντζο Σε Κλασικό Τρόπο, για πιάνο σόλο (αναθεωρημένο και ενορχηστρωμένο το 1867), δεν υπάρχουν κάποια στοιχεία «εθνικής» μουσικής. Αυτό το τελευταίο, ήταν το μόνο αξιόλογο έργο που συνέθεσε μεταξύ 1860 και 1863. Οι αιτίες γι' αυτό, πρέπει να αναζητηθούν αφ' ενός στην υποτροπή που παρουσίασε η υγεία του με νέες κρίσεις, παρόμοιες με εκείνη του 1860, αφετέρου στη Μεταρρύθμιση των Δουλοπαροίκων του 1861, που οδήγησε στη σημαντική μείωση της πατρικής του περιουσίας και τις συχνές του επισκέψεις στο Κάροβο για να αποτρέψει -ανεπιτυχώς- την επερχόμενη εκμηδένισή της.
To 1863, υπήρξε σημαντική χρονιά για τον Μουσόργκσκι. Εγκαταλείπει το στρατό οριστικά και απαγκιστρώνεται από τον Μπαλάκιρεφ και την επιρροή του, συνεχίζοντας αυτοδίδακτος. Εγκαθίσταται στην Αγία Πετρούπολη και εργάζεται ως χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο επικοινωνιών, ενώ ζει λιτά σε μικρό χώρο μαζί με άλλους πέντε ανθρώπους. Τα οικονομικά του είναι άσχημα και, συχνά, καταφεύγει στη βοήθεια δανειστών. Αρχίζει την όπερα Σαλαμπό (Salammbô), για να την εγκαταλείψει λίγο μετά, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και, αφού έχει ολοκληρώσει έξι μέρη.
Η λιτή ζωή του στην Αγία Πετρούπολη, τον έφερε σε επαφή με έναν άλλο κόσμο, εντελώς διαφορετικό από εκείνον μέσα στον οποίο μεγάλωσε. Άρχισε να μελετά και να συζητά θέματα πλατιάς καλλιτεχνικής και επιστημονικής γκάμας, μεταξύ των οποίων και εκείνα που αποτελούσαν το φιλοσοφικό αντικείμενο του υλιστή και μαρξιστή Νικολάι Τσερνισέφσκι (Nikolay Chernyshevsky), ο οποίος υποστήριζε ότι στην τέχνη «φόρμα και περιεχόμενο αποτελούν αντίθετες έννοιες». Άρχισε να ασπάζεται σταδιακά την ιδέα του «καλλιτεχνικού ρεαλισμού» και όλα τα επακόλουθά της, όπως την ευθύνη (ενν. του καλλιτέχνη) να αναπαριστά τη ζωή όπως είναι πραγματικά, μέσω της συναναστροφής με τα «κατώτερα» λαϊκά στρώματα.
- Ένα παράδειγμα της εφαρμογής αυτού του «φιλοσοφικού» μηχανισμού στα μουσικά έργα, είναι η απόρριψη των επαναλήψεων συμμετρικών μουσικών φράσεων, ως μη συνάδουσες με την «πραγματική» ζωή, όπου -σύμφωνα με το υιοθετηθέν σκεπτικό-, τα πάντα είναι μη επαναλαμβανόμενα και μη προβλέψιμα.
Η «πραγματική» ζωή θα επιδράσει οδυνηρά στον Μουσόργκσκι, όταν το 1865 θα χάσει και τη μητέρα του. Ο αλκοολισμός του θα υποτροπιάσει πολύ σοβαρά και ας είναι μόλις 26 ετών. Το 1866 θα γράψει τα πρώτα «ρεαλιστικά» του τραγούδια, μεταξύ των οποίων τα Χόπακ και Αγαπητή Σαβίσνα, που τα εξέδωσε τον επόμενο χρόνο. Το 1867 είναι επίσης, το έτος που θα ολοκληρώσει την ορχηστρική εκδοχή του έργου Νύχτα Στο Φαλακρό Βουνό, το οποίο ο Μπαλάκιρεφ κριτίκαρε αρνητικά και αρνήθηκε να το διευθύνει, με αποτέλεσμα, να μη το ακούσει ο Μουσόργκσκι από ορχήστρα όσο ζούσε.
Κορύφωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θητεία του Μουσόργκσκι, ως δημοσίου υπαλλήλου, δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Παρόλο που είχε πάρει προαγωγές και δικαιούτο κάποια χρήματα, η θέση του θεωρήθηκε ως «εκτάκτου», με αποτέλεσμα σπάνια να πληρώνεται. Αντίθετα, η καλλιτεχνική του ζωή άρχιζε ολοένα να καλυτερεύει. Η πρώτη αναφορά για την ομάδα των «5» (Kuchka) αποδίδεται στον κριτικό Στασόφ το 1867, αν και ο Μοντέστ ήταν περισσότερο προσκολλημένος στον παλαιό του δάσκαλο Νταργκομίτσκι.
To 1868 συνθέτει τον εξαιρετικό κύκλο τραγουδιών Η Παιδική Γωνιά (Detskaya) και την πρώτη πράξη (11 επεισόδια) της όπερας Ο Γάμος (Zhenitba), βασισμένης στο έργο του Γκόγκολ.
Το 1869, μερικούς μήνες μετά την εγκατάλειψη του Γάμου, θα συνθέσει -και αυτή τη φορά θα ολοκληρώσει- το πιο φιλόδοξο έργο του, την όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ, σε δικό του λιμπρέτο, βασισμένο πάνω σε ένα βιβλίο του Πούσκιν. Η πρώτη εκδοχή του έργου, όμως, θα απορριφθεί από τη συμβουλευτική επιτροπή των αυτοκρατορικών θεάτρων, πιθανόν λόγω της έλλειψης κάποιου ρόλου πριμαντόνας. Ο Μουσόργσκι δεν απογοητεύτηκε και έγραψε μία δεύτερη πιο εκτενή εκδοχή, (συμπεριλαμβανομένων των ρόλων της «Μαρίνας» και του «Ρανγκόνι»), που την ολοκλήρωσε τον Αύγουστο του 1872. Αυτή τη φορά, το έργο πέρασε από την επιτροπή και, η πρώτη παράσταση δόθηκε με μεγάλη επιτυχία στο περίφημο Θέατρο Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης. Το έργο θα ανέβει 15 φορές στα επόμενα 10 χρόνια, προτού διαγραφεί οριστικά από τον αυτοκράτορα. Θα ξαναδεί το φως της δημοσιότητας το 1896 μετά την ορχηστρική «επέμβαση» του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, αν και τα τελευταία χρόνια έχει επαναπροκαλέσει το ενδιαφέρον η πρώτη του «απείραχτη» εκδοχή.
Ταυτόχρονα, θα πάρει μέρος στην απόπειρα σύνθεσης του συλλογικού έργου Μλάντα (μαζί με τους Κόρσακοφ, Κούι και Μποροντίν), που όμως δεν ολοκληρώθηκε.
Τέλος, το 1872 θα αρχίσει την Χοβάνστσινα, λαϊκή δραματική όπερα, της οποίας ολοκλήρωσε το λιμπρέτο, αλλά δεν την ενορχήστρωσε (με εξαίρεση δύο μέρη). Η πρώτη σκηνική εκδοχή της θα είναι εκείνη του Ρίμσκι-Κόρσακοφ το 1883. Την ίδια χρονιά θα εκδοθεί το έργο, ενώ η πρώτη παρουσίασή της θα γίνει το 1886. Το 1958, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς θα δώσει τη δική του εκδοχή που, είναι αυτή που τις περισσότερες φορές εκτελείται σήμερα.
Παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά τις επιτυχίες των τελευταίων ετών, ο Μουσόργκσκι δεν ήταν -ούτε υπήρξε ποτέ- ευτυχισμένος. Έχοντας κάποτε αγαπήσει μία εξαδέλφη του που πέθανε πρόωρα και, έχοντας παραμείνει πιστός σε αυτή την ανάμνηση, ουδέποτε νυμφεύθηκε. Μετά το θάνατο της μητέρας του, έζησε με τον αδελφό του και, αργότερα, συγκατοίκησε με τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να νυμφευθεί. Μένοντας μόνος, ο Μουσόργκσκι έπινε υπερβολικά και άρχισε να κατατρύχεται από την «ιδέα του θανάτου». Αργότερα, βρήκε συντροφιά στο πρόσωπο ενός μακρινού συγγενή, τού Αρσένι Κουτούζοφ. Αυτός ο φτωχός ποιητής, τού ενέπνευσε τους δύο μελαγχολικούς κύκλους τραγουδιών Χωρίς Ήλιο και Τραγούδια Και Χοροί Του Θανάτου.
Ο συνθέτης θα πληγωθεί και θα θυμώσει με τη συμπεριφορά τού -κάποτε- φίλου του Μπαλάκιρεφ, που τον είχε εγκαταλείψει και τον μεταχειριζόταν σαν απόκληρο. Σε μία επιστολή του προς τον Στασόφ, γράφει: «...ο κραταιός Κούσα (όπως τον αποκαλούσε) εκφυλίστηκε σε άψυχο προδότη...».[21] Λίγο αργότερα θα χάσει έναν ακόμη φίλο του, τον ζωγράφο και αρχιτέκτονα Βίκτορ Χάρτμαν. Ο θάνατός του, θα δώσει αφορμή στον Μουσόργκσκι για τη σύνθεση του πιο δημοφιλούς έργου του, Εικόνες Σε Μία Έκθεση (Kartinki s vystavki), σουίτα για πιάνο, αν και έγινε παγκοσμίως γνωστό από τη μεταγραφή για ορχήστρα του Ραβέλ.
Το Τέλος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα χρόνια που ακολούθησαν, η υγεία του συνθέτη εμφάνισε ραγδαία επιδείνωση. Παρόλο που οι νέες του «παρέες» περιελάμβαναν προσωπικότητες της ρωσικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων τραγουδιστών, ηθοποιών και ατόμων από τον ιατρικό χώρο, δεν μπορούσε -και πιθανώς δεν ήθελε (βλ. αλκοολισμός)- να εγκαταλείψει το ποτό. Κάποιες φορές φαινόταν να ελέγχει την κατάσταση της υγείας του και, όταν γινόταν αυτό, προσπαθούσε να ολοκληρώσει κάποιο έργο του. Έτσι έγινε με την Εμποροπανήγυρη Του Σορότσινσκ, εμπνευσμένη από ένα διήγημα του Γκόγκολ.
Η καριέρα του στο δημόσιο είχε ουσιαστικά καταστραφεί. Οι συχνές του ασθένειες και απουσίες από την υπηρεσία του, προκαλούσαν έντονη δυσαρέσκεια στους ανωτέρους του. Μάλιστα, στάθηκε αρκετά τυχερός, αφού μετατέθηκε σε πόστο ταχυδρομείου (Γραφείο Κυβερνητικού Ελέγχου), όπου ο προϊστάμενός του ήταν μουσικόφιλος και τον «κάλυπτε». Το 1879 τού έδωσε άδεια να λείψει από την υπηρεσία για τρεις ολόκληρους μήνες, περιοδεύοντας σε 12 πόλεις της νότιας Ρωσίας, ως πιανίστας που ακομπανιάριζε την τραγουδίστρια Ν.Μ Λεόνοβα. Πάντως, το ταξίδι αυτό στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία.
Ωστόσο, η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο και, το 1880 απολύθηκε οριστικά από το δημόσιο. Θορυβημένοι από την κατάστασή του, αρκετοί εναπομείναντες φίλοι έκαναν μία τελευταία προσπάθεια να τον στηρίξουν -και οικονομικά- για να ολοκληρώσει την Χοβάνστσινα και την Εμποροπανήγυρη Του Σορότσινσκ. Όμως, κανένα από τα δύο έργα δεν ολοκληρώθηκε (παρόλο που η πιανιστική εκδοχή του πρώτου, ήθελε μόλις δύο μέρη για να τελειώσει).
Το 1881, ο Μουσόργκσκι είπε σε κάποιον φίλο του: «δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο εκτός από τη ζητιανιά». Τέσσερις απανωτές κρίσεις (delirium tremens) τον οδήγησαν στο νοσοκομείο, όπου με καλή φροντίδα, φάνηκε μία μικρή βελτίωση, που όμως δεν κράτησε για πολύ. Ο ζωγράφος Ρέπιν θα απεικονίσει τον Μουσόργκσκι, λίγες μόνον ημέρες πριν το τέλος, σε ένα περίφημο πορτραίτο (το πορτραίτο με την «κόκκινη μύτη», όπως έμεινε στην ιστορία), όπου φαίνεται ξεκάθαρα η κατάσταση της υγείας του. Μία εβδομάδα μετά τα 42α γενέθλιά του, άφησε την τελευταία του πνοή λέγοντας: «...όλα τελείωσαν!...τι άτυχος που είμαι!...»
Ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Τίχβιν του μοναστηριού Αλέξανδρος Νιέφσκι της Αγίας Πετρούπολης, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτεροι Ρώσοι μουσουργοί.
Ο Μουσόργκσκι, όπως και άλλοι από την ομάδα των «5» θεωρήθηκε «εξτρεμιστής» από τον Αυτοκράτορα και την Αυλή του. Γι' αυτό, ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ της Ρωσίας, διέγραψε την όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ από τα έργα που περιλαμβάνονταν στην Αυτοκρατορική Όπερα, το 1888.[22]
Ο αλκοολισμός του Μουσόργκσκι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο πρόβλημα αλκοολισμού του συνθέτη, διότι στην περίπτωσή του, δεν ενδιαφέρουν τόσο τα αίτια που τον οδήγησαν εκεί, όσο η στάση του Μουσόργκσκι απέναντι σ' αυτόν.
Διότι αν θεωρηθεί -και είναι πολύ πιθανόν- ότι η στρατιωτική του θητεία υπήρξε η βασική αιτία για τη δημιουργία του προβλήματος, φαίνεται ότι η συνέχισή του οφείλεται όχι μόνον σε προσωπικούς αλλά και κοινωνικούς λόγους, που είχαν να κάνουν με τη Ρωσία της εποχής.
Πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο, τυπικό της εποχής στην οποία έζησε ο συνθέτης, μία «πατενταρισμένη» (sic) συμπεριφορά, αντίδραση των νέων κυρίως, αλλά όχι μόνον, απέναντι στην (τσαρική) εξουσία και τους φορείς της. Αυτή η συμπεριφορά επέβαλε το να πίνει κάποιος, για να δηλώσει τη στάση και τη θέση του. Ήταν αντίσταση μέσω ακραίων μορφών συμπεριφοράς.[23] Κάποιος σύγχρονος του Μουσόργκσκι αναφέρει χαρακτηριστικά: «μία επίμονη λατρεία στο Βάκχο θεωρείτο σχεδόν υποχρεωτική για έναν καλλιτέχνη αυτής της περιόδου. Ήταν μία επίδειξη, μία πόζα (sic) των καλύτερων ανθρώπων της δεκαετίας του (18)’60». Κάποιος άλλος αναφέρει: «Οι ταλαντούχοι άνθρωποι στη Ρωσία, που αγαπάνε τον απλό κόσμο, δεν μπορεί παρά να πίνουν!».[24]
Ο Μουσόργκσκι πέρναγε μέρες και νύχτες, στο κακόφημο ταβερνείο «Μάλυ Γιαροσλάβετς» της Αγίας Πετρούπολης, πίνοντας μαζί με άλλους μποέμ απόκληρους, εξιδανικεύοντας τον αλκοολισμό του ως στάση εθιμική και στάση αισθητική. Ο Μουσόργκσκι δεν μπορούσε και δεν ήθελε να σταματήσει να πίνει!
Εργογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπερες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σαλαμπό ή ο Λίβυος (Salammbô): έξι μέρη, πάνω σε έργο του Φλομπέρ (1863, ανολοκλήρωτο).
- Ο Γάμος (Zenitba): πρώτη Πράξη (11 επεισόδια) (1868, ανολοκλήρωτο).
- Μπορίς Γκοντουνόφ (Boris Godunov): σε δύο εκδοχές (1868-9 και 1874).
- Χοβάνστσινα ( Khovanshchina): ανολοκλήρωτο, ολοκληρώθηκε όμως από τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ το 1886).
- Η Εμποροπανήγυρη Του Σορότσινσκ (Sorochinskaya yarmarka): κωμική όπερα ημιτελής (2 πράξεις και κάποιες σκηνές από την τρίτη πράξη) 1874-80, ανέβηκε στη Μόσχα το 1913.
- Η Καταστροφή της Σεναχερίμπ
Ακόμη μία πράξη στη συλλογική όπερα Μλάντα (Mlada) και προγραμματική μουσική για το έργο Ο Βασιλιάς Οιδίποδας Στην Αθήνα του Σερόφ.
Ορχήστρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Νύχτα Στο Φαλακρό Βουνό -πλήρης ονομασία Νύχτα Του Αγίου Ιωάννη Στο Φαλακρό Βουνό (Ivanova noch na Lysoy gore): συμφωνικό ποίημα του 1867.
- Η Άλωση Του Καρς (Vzyatiye Karsa): θριαμβικό εμβατήριο, 1880.
- Ιησούς του Ναυή για χορωδία και ορχήστρα.
- 3 μικρά ορχηστρικά κομμάτια.
Πιάνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ιντερμέτζο Σε Κλασικό Τρόπο (Intermezzo in modo classico), 1861.
- Η Ράφτρα (Shveja): σκερτσίνο του 1861.
- Εικόνες Σε Μία Έκθεση (Kartinki s vystavki): σουίτα του 1874, ορχηστρική εκδοχή από τον Ραβέλ.
- 12 μικρά κομμάτια.
Τραγούδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Η Παιδική Γωνιά (Detskaya): κύκλος τραγουδιών, 1868-72.
- Χωρίς Ήλιο (Bez Solntsa): κύκλος τραγουδιών, 1874.
- Τραγούδια Και Χοροί Του Θανάτου (Pesni i plyaski smerti): κύκλος τραγουδιών, 1875-77.
- 4 Ρωσικά Τραγούδια για ανδρική χορωδία.
- 60 περίπου μεμονωμένα τραγούδιαανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται: Το Τραγούδι Του Μεφιστοφελή Για Τον Ψύλο, Τράγος, Ο Κουρελής, Νύχτα, Ο Μαθητής Σεμιναρίου, Ο Κλασικός κ.α.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Brown, David, Mussorgsky: His Life and Works (Oxford and New York: Oxford University Press, 2002). ISBN 0-19-816587-0.
- Smirnitsky, A., Russian-English Dictionary, Moscow: The Russian Language (publisher), 1985 [Смирницкий, А. И., Русско-английский словарь, Москва: Русский язык, 1985]
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1991, τόμος 43.
- Musorgskiy, M., M. P. Musorgskiy: Letters, Gordeyeva, Ye. (editor), 2nd edition, Moscow: Music (publisher), 1984 [Мусоргский, М. П., М. П. Мусоргский: Письма, Гордеева, Е., Москва: Музыка, 1984]
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Taruskin, R., Musorgsky: Eight Essays and an Epilogue, New Jersey: Princeton University Press, 1993
- Eric Blom: The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N.York, 1991)
- Volkov, Solomon, tr. Bouis, Antonina W., Saint Petersburg: A Cultural History. New York: The Free Press, 1995
- Γιάννης Βασιλειάδης, Μουσικά πορτρέτα, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1998 ISBN 960-03-1068-8
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ο ορθός τονισμός στα ρωσικά είναι Μούσοργκσκι, όμως στη γλώσσα μας επικράτησε ο τονισμός στην παραλήγουσα.
- ↑ «Мусоргский, Модест Петрович» (Ρωσικά)
- ↑ David Chernomordikov: «Мусоргский, Модест Петрович» (Ρωσικά)
- ↑ «Moussorgsky, Modeste Petrovich» (Αγγλικά)
- ↑ Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2019.
- ↑ Taruskin (1993: pp.xxvii-xxviii)
- ↑ Taruskin (1984: pp.10-12)
- ↑ Taruskin (1984: p.44)
- ↑ Taruskin (1984: p.238)
- ↑ Taruskin (1993: p.xxviii)
- ↑ Smirnitsky (1985: p.300)
- ↑ Taruskin (1993: pp.xxviii, xxx
- ↑ Taruskin (1993: pp.xxvii, xxxi
- ↑ Taruskin (1993: pp. xxx, 384)
- ↑ 15,0 15,1 Brown, 4
- ↑ 16,0 16,1 Brown, 5
- ↑ 17,0 17,1 Brown, 6
- ↑ ed. E.Gordeyva, M.P. Musorgsky v vospominaniyakh sovremennikov [Mussorgsky in the recollections of contemporaries] (Moscow, 1989), 86–87
- ↑ Brown, 10
- ↑ Brown, 12-13
- ↑ Letter to Vladimir Stasov, 9 October 1875. As quoted in Rimsky-Korsakov, My Musical Life, 154–155, footnote 24
- ↑ Volkov (1995), p.106-7
- ↑ Volkov, p.87
- ↑ Quoted in Sovietskaia muzyka (Soviet Music), 9 (1980), 104. As quoted in Volkov, p. 87