Βρινζολαμίδη
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(4R)-4-(ethylamino)-2-(3-methoxypropyl)-1,1-dioxo-3,4-dihydrothieno[3,2-e]thiazine-6-sulfonamide | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Azopt |
Οδοί χορήγησης | Τοπική οφθαλμική χορήγηση |
Φαρμακοκινητική | |
Πρωτεϊνική σύνδεση | Περίπου 60% |
Μεταβολισμός | Ήπαρ (CYP3A4, CYP2A6, CYP2B6, CYP2C8 και CYP2C9) |
Μεταβολίτες | Ν-δεσαιθυλοβρινζολαμίδιο, Ν-δεσμεθοξυπροπυλ, Ο-απομεθυλ μεταβολίτες καθώς και ένα ανάλογο Ν-προπιονικού οξέος |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | Περίπου 111 μέρες |
Απέκκριση | Ούρα |
Κωδικοί | |
PubChem | CID 68844 |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C12H21N3O5S3 |
Μοριακή μάζα | 383.5 g/mol |
Φυσικά στοιχεία | |
Σημείο τήξης | 131–132 °C (268–270 °F) |
Υδροδιαλυτότητα | 7,13e-01 mg/mL (20 °C) |
Η βρινζολαμίδη (αγγλ. Brinzolamide) είναι φαρμακευτική δραστική ουσία, που ως αναστολέας της καρβονικής ανυδράσης[1] χρησιμοποιείται για τη μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης σε ασθενείς με γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας ή με οφθαλμική υπέρταση. Τα εμπορικά ονόματα με τα οποία διακινείται στην αγορά είναι, μεταξύ άλλων, Azopt και Befardin.
Χρησιμές πληροφορίες:[2]
- Ονομασία κατα IUPAC: (4R ) -4-(αιθυλαμινο)-2-(3-μεθοξυπροπυλ)-1,1-διοξο-3,4- διυδροθειενο[3,2-e]θειαζινο-6-σουλφοναμίδιο
- Μοριακός Τύπος: C12H21N3O5S3
- Μοριακό βάρος: 383.5 g/mol
- Σημείο τήξης: 131 -132°C
Γενόσημο φάρμακο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βρινζολαμίδη εγκρίθηκε ως γενόσημο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το Νοέμβριο του 2020.
Το συγκεκριμέμο μικρομοριακό φάρμακο έχει μέγιστη κλινική δοκιμαστική φάση IV (για όλες τις ενδείξεις) το οποίο εγκρίθηκε για πρώτη φορά το 1998 και έχει 3 εγκεκριμένες και 1 ερευνητική ένδειξη.[2]
H βρινζολαμίδη αναστέλλει την καρβονική ανυδράση, η οποία είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται σε πολλούς ιστούς του ανθρώπινου οργανισμού, όπως και στους οφθαλμούς.
Κύρια δράση - χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κύρια δράση της βρινζολαμίδης είναι η αναστολή της καρβονικής ανυδράσης II, ένα ένζυμο που είναι υπεύθυνο για την κίνηση του νατρίου και της μεταφοράς υγρών στο μάτι.[2]Η αναστολή αυτή, έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της έκκρισης του υδατοειδούς υγρού, πιθανώς με την επιβράδυνση του σχηματισμού διττανθρακικών ιόντων, τα οποία προκύπτουν απο την αναστρέψιμη αντίδραση νερού και διοξειδίου του άνθρακα (CO2). [2][2]
Δρα πρωτίστως στις ακτινωτές προβολές του οφθαλμού, με συνέπεια να ελαττώνει την έκκριση υδατοειδούς υγρού και έτσι, κατακόρυφα μειώνεται η λεγόμενη, ενδοφθάλμια πίεση. Η τελευταία είναι κρίσιμος παράγοντας κινδύνου στις βλάβες του οπτικού νεύρου, καθώς επίσης και της απώλειας οπτικών πεδίων στο γλαύκωμα.[3]
Είναι ένα αποτελεσματικό φάρμακο για χρόνια χρήση αλλά δεν συνιστάται σε ασθενείς με προβλήματα στους νεφρούς, ή με αλλεργία στη βρινζολαμίνη. Αποβάλλεται άθικτη κατά 60% από το ανθρώπινο σώμα.
Φαρμακοκινητική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η απορρόφηση της βρινζολαμίδης γίνεται μέσω του κερατοειδούς μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση καθώς επίσης και στη συστηματική κυκλοφορία, όπου παρατηρείται ισχυρή σύνδεση με την ανθρακική ανυδράση. Οι συγκεντρώσεις της στο πλάσμα είναι πολύ χαμηλές.[2]
Η απέκκριση της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας γίνεται κυρίως με τα ούρα[4] ως αμετάβλητο φάρμακο.[2]
Ο μεταβολισμός της βρινζολαμίδης γίνεται από τα ισοένζυμα του ηπατικού κυτοχρώματος P450, συγκεκριμένα τα CYP3A4, CYP2A6, CYP2B6, CYP2C8 και CYP2C9.Ο κύριος μεταβολίτης είναι το Ν-δεσαιθυλοβρινζολαμίδιο ακολουθούμενο από τους Ν-δεσμεθοξυπροπυλ και Ο-απομεθυλ μεταβολίτες καθώς και ένα ανάλογο Ν-προπιονικού οξέος που σχηματίζεται από την οξείδωση της πλευρικής αλυσίδας Ν-προπυλίου του Ο-δεσμεθυλ βρινζολαμιδίου. [2]
Ενδείξεις φαρμάκου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενδείκνυται σε οφθαλμική υπερτονία,σε γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας,σε ενήλικες ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε β-αναστολείς ή σε ενήλικες ασθενείς στους οποίους αντενδείκνυνται οι β-αναστολείς ή ως συμπληρωματική θεραπεία σε β-αναστολείς ή ανάλογα προσταγλανδίνης.[2]
Κύηση/Γαλουχία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τις γαλλικές κατευθυντήριες οδηγίες συνιστάται η χρήση οφθαλμικών σταγόνων βρινζολαμίδης κατά την διάρκεια της γαλουχίας ως προτιμώμενη θεραπεία για το γλαύκωμα.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Comparing the effects of travoprost and brinzolamide on intraocular pressure after phacoemulsification.». Eye 19 (3): 303–7. 2005. doi: . PMID 15258611.
- «Retinal peripapillary blood flow before and after topical brinzolamide.». Ophthalmologica 218 (6): 390–6. 2004. doi: . PMID 15564757.
- «Effects of brinzolamide on ocular haemodynamics in healthy volunteers.». Br J Ophthalmol 88 (2): 257–62. 2004. doi: . PMID 14736787.
- «The long-term safety and efficacy of brinzolamide 1.0% (azopt) in patients with primary open-angle glaucoma or ocular hypertension.». Am J Ophthalmol 129 (2): 136–143. 2000. doi: . PMID 10682964. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-ophthalmology_2000-02_129_2/page/136.
- Sall KN, Greff LJ, Johnson-Pratt LR, et al.: Dorzolamide/timolol combination versus concomitant administration of brimonidine and timolol: six-month comparison of efficacy and tolerability. Ophthalmology 2003; 110:615-624.