Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τις Δυναστείες Κωνσταντίνου και Βαλεντινιανού
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τις δυναστείες του Κωνσταντίνου Α΄ και του Βαλεντινιανού Α΄ ήταν η πιο πρώιμη περίοδος της Βυζαντινής Ιστορίας, που είδε τη μετάθεση της πρωτεύουσας από την Παλαιά Ρώμη στη Νέα Ρώμη από τον Άγιο Κωνσταντίνο Α΄ τον Μέγα. Η Νέα Ρώμη, που από τους διαδόχους του ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε στην Ελληνική πόλη Βυζάντιο και μετά έγινε κατά περιόδους η πρωτεύουσα του Ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως την ανάκτηση του Δυτικού μέρους από τον Ιουστινιανό Α΄ και την ενοποίηση της Αυτοκρατορίας.
Πρελούδιο της δημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οικονομική διαμάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 3ο αι. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπέστη ανησυχητικές οικονομικές δυσκολίες, που εξαπλώθηκαν σε μεγάλο μέρος των επαρχιών της. Οι δραστικές μειώσεις του πληθυσμού σε όλα τα δυτικά μέρη της Αυτοκρατορίας, μαζί με μία γενική υποβάθμιση της κοινωνίας εντός των πόλεων επιδείνωσαν την κρίση, οδηγώντας σε έλλειψη εργατικού δυναμικού. Τα latifundia, ή μεγάλα κτήματα, πρόσθεσαν ακόμη ένα πρόβλημα, αναγκάζοντας πολλά από τα μικρότερα κτήματα να πωληθούν, έτσι οι γαιοκτήμονες απορρόφησαν εργατικό δυναμικό για να συντηρήσουν τα κτήματά τους. Στην Ανατολή, αν και υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού, το πληθυσμιακό πρόβλημα δεν ήταν σχεδόν τόσο οξύ, καθιστώντας την Ανατολή ισχυρότερη και πιο ικανή να αντέξει μία σοβαρή κρίση.[1] Η Δύση, ως αντίδραση στις οικονομικές δυσκολίες που είχαν, αποτέλεσμα των υψηλών τιμών και της έλλειψης νομισμάτων, είχε στραφεί σε ένα σύστημα ανταλλαγής προϊόντων για να επιβιώσει. Αντίθετα, η Ανατολή επέλεξε να βασιστεί κατά μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών στα χρυσά νομίσματα, έχοντας έτσι ένα πολύ αξιόπιστο μέσο για να συντηρηθεί.[2]
Διοικητικές μεταρρυθμίσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Κωνσταντίνος Α΄ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεταρρύθμιση της οργάνωσης ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Η Αυτοκρατορία στο σύνολό της είχε γίνει δύσκολο να ελεγχθεί, και ο Διοκλητιανός το έλυσε αυτό δημιουργώντας μία τετραρχία, που επέτρεπε σε δύο Αυγούστους να κυβερνήσουν ξεχωριστά το δυτικό και ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας, ενώ δύο Καίσαρες θα ήταν αντικαταστάτες τους. Σε περίπτωση απώλειας οποιουδήποτε από τους Αυγούστους, ο Καίσαρας θα έπαιρνε τη θέση του και θα επιλέγονταν ένας νέος Καίσαρας. Η μόνη σημαντική αλλαγή που έκανε ο Κωνσταντίνος Α΄ σε αυτό το σύστημα, ήταν η αντικατάσταση της επιλογής των Καίσαρων, με μία κληρονομική διαδοχή στο άρρεν τέκνο.[2]
Για να αμβλύνει τις ανησυχίες της εδαφικής διοίκησης, ο Διοκλητιανός χώρισε ολόκληρη την Αυτοκρατορία σε εκατό διακριτές επαρχίες. Ο διοικητικός έλεγχος τέθηκε υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα, και ολόκληρη η Ιταλία υποβιβάστηκε στο καθεστώς μίας κανονικής επαρχίας, τώρα επίσης υποχρεωμένης να πληρώνει φόρους. Σε κάθε περιφέρεια ιδρύθηκε μία επισκοπή, δώδεκα συνολικά. Ο Κωνσταντίνος οργάνωσε τις επαρχίες ακόμη παραπέρα δημιουργώντας Διοικήσεις, που η καθεμία αποτελείτο από πολλές επισκοπές και κάθε επισκοπή από πολλές επαρχίες. Η πραιτωριανή Διοίκηση της Ανατολής (Praefectura praetorio per Orientem) αποτελούνταν από πέντε επισκοπές: την Αίγυπτο, την Ανατολική (Συρο-Παλαιστίνη), τον Πόντο, την Ασία και τη Θράκη. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Αυτοκρατορία να εκμεταλλευτεί τον έλεγχο κάθε Διοίκησης, παρέχοντας μία ξεχωριστή διαφορά μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης.[2]
Στρατιωτικές απειλές και διαίρεση της Αυτοκρατορίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εστίαση από τη Δύση στην Ανατολή είχε μετατοπιστεί κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, λόγω της προαναφερθείσας οικονομικής ακμής από τη χρήση χρυσών νομισμάτων και του ισχυρότερου πληθυσμού. Ωστόσο, η αμυντική κατάσταση επί Διοκλητιανού είχε αλλάξει σημαντικά στην Ανατολή. Οι Πέρσες Σασσανίδες είχαν γίνει πιο απειλητικοί στην αναζήτησή τους για προηγούμενα εδάφη τους και οι βάρβαροι γίνονταν πιο σοβαρό πρόβλημα στο κάτω μέρος του Δούναβη. Κρίνοντας τις απειλές ως τεράστιας σημασίας, ο Διοκλητιανός εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια, όπου ίδρυσε την πρωτεύουσά του εκεί, αφήνοντας τον συναύγουστο Μαξιμιανό, ως επικεφαλής της Δύσης.[2]
Κωνσταντίνος Α΄, 324–337
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κωνσταντίνος Α΄ αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό του στο Eboracum (σημερινή Υόρκη) μετά το τέλος τού πατέρα του Κωνστάντιου Α΄ το 306, και βγήκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων κατά των Αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου, για να γίνει ο μοναδικός κυρίαρχος τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής μέχρι το 324. Η εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ σηματοδότησε μία ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[3] Έκτισε μία νέα Αυτοκρατορική κατοικία απέναντι από τη Νικομήδεια, στο Βυζάντιο και μετονόμασε την πόλη Νέα Ρώμη. Αυτό θωρείται από μερικούς ως αρχή της Βυζαντινής ιστορίας.
Ως Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Α΄ θέσπισε διοικητικές, οικονομικές, κοινωνικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις για να ενισχύσει την Αυτοκρατορία. Αναδιάρθρωσε την κυβέρνηση, διαχωρίζοντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα Βυζαντινά και Ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο Ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε, ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεδίου και στρατιώτες φρουράς ικανούς να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές απειλές και τις βαρβαρικές εισβολές. Ο Κωνσταντίνος Α΄ ανέλαβε επιτυχείς εκστρατείες κατά των φυλών στα Ρωμαϊκά σύνορα —τους Φράγκους, τους Αλαμανούς, τους Γότθους και τους Σαρμάτες— ακόμη και ανακτώντας εδάφη, που είχαν εγκαταλειφθεί από τους προκατόχους του κατά την Κρίση του 3ου Αι.
Ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Κάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325, που παρήγαγε τη δήλωση της χριστιανικής πίστης γνωστή ως Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας. Η Εκκλησία του Παναγίου Τάφου κτίστηκε με εντολή του στην υποτιθέμενη τοποθεσία τού τάφου τού Ιησού στην Ιερουσαλήμ και έγινε το πιο ιερό μέρος στον Χριστιανικό κόσμο.
Κωνστάντιος Β΄, 337–361
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κωνστάντιος Β΄ ήταν ο δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Α΄ και της Φαύστας και ανέβηκε στο θρόνο με τα αδέλφια του Κωνσταντίνο Β΄ και Κώνστα μετά το τέλος τού πατέρα τους. Το 340, τα αδέρφια του Κωνστάντιου Β΄ συγκρούστηκαν για τις δυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Η σύρραξη που επήλθε, άφησε τον Κωνσταντίνο Β΄ νεκρό και τον Κώνστα ως ηγεμόνα της δύσης, μέχρι που ανατράπηκε και δολοφονήθηκε το 350 από τον σφετεριστή Μαγνέντιο. Μη θέλοντας να δεχτεί τον Μαγνέντιο ως συναύγουστο, ο Κωνστάντιος Β΄ τον νίκησε στις μάχες του Μούρσα Μάιορ και του Μονς Σέλευκος. Ο Μαγνέντιος αυτοκτόνησε μετά την τελευταία μάχη, αφήνοντας τον Κωνστάντιο Β΄ ως μοναδικό Αύγουστο της Αυτοκρατορίας.
Οι επόμενες στρατιωτικές του εκστρατείες κατά των Γερμανικών φυλών ήταν επιτυχείς: νίκησε τους Αλαμαννούς το 354 και εκστράτευσε κατά μήκος του Δούναβη εναντίον των Κουάδων και των Σαρματών το 357. Αντίθετα, ο πόλεμος στα ανατολικά κατά των Σασσανιδών συνεχίστηκε με ανάμεικτα αποτελέσματα. Το 351, λόγω της δυσκολίας να διαχειριστεί μόνος την Αυτοκρατορία, ο Κωνστάντιος Β΄ ανύψωσε τον εξάδελφό του Κωνστάντιο Γάλλο στον υφιστάμενο βαθμό του Καίσαρα, αλλά τον εκτέλεσε τρία χρόνια αργότερα, αφού έλαβε δριμείες αναφορές για τη βίαιη και διεφθαρμένη φύση του. Λίγο αργότερα, το 355, ο Κωνστάντιος Β΄ προήγαγε τον τελευταίο επιζώντα εξάδελφό του, τον νεότερο, ετεροθαλή αδελφό τού Κ. Γάλλου, τον Ιουλιανό, στο βαθμό του Καίσαρα. Ωστόσο, ο Ιουλιανός διεκδίκησε το αξίωμα τού Αυγούστου το 360, οδηγώντας σε πόλεμο μεταξύ των δύο. Τελικά, καμία μάχη δεν δόθηκε καθώς ο Κωνστάντιος Β΄ αρρώστησε και απεβίωσε αργά το 361, αφού ονόμασε τον Ιουλιανό ως διάδοχό του.
Ιουλιανός, 361–363
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 363, ο Ιουλιανός ξεκίνησε μία φιλόδοξη εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών . Η εκστρατεία ήταν αρχικά επιτυχής, εξασφαλίζοντας μία νίκη έξω από τον Κτησιφώντα, αλλά αργότερα οι Πέρσες πλημμύρισαν την περιοχή πίσω του και ο Ιουλιανός πήρε μία επικίνδυνη απόφαση να αποσυρθεί στην κοιλάδα του ποταμού Τίγρη και τελικά κατά τη διάρκεια μίας συμπλοκής ο Ιουλιανός τραυματίστηκε θανάσιμα. αφήνοντας τον στρατό του παγιδευμένο στο Περσικό έδαφος. Μετά το τέλος του, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν εδάφη για να διαφύγουν, συμπεριλαμβανομένης της οχυρής πόλης Nισίβιδος.[4]
Ο Ιουλιανός ήταν ένας άνθρωπος με ασυνήθιστα περίπλοκο χαρακτήρα: ήταν «ο στρατιωτικός διοικητής, ο θεοσοφιστής, ο κοινωνικός μεταρρυθμιστής και ο άνθρωπος των γραμμάτων».[5] Ήταν ο τελευταίος μη Χριστιανός ηγεμόνας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πίστευε ότι ήταν απαραίτητο να αποκατασταθούν οι αρχαίες Ρωμαϊκές αξίες και παραδόσεις της Αυτοκρατορίας, προκειμένου να σωθεί από τη διάλυση. Εκκαθάρισε τη βαριά κρατική γραφειοκρατία και προσπάθησε να αναβιώσει τις παραδοσιακές Ρωμαϊκές θρησκευτικές πρακτικές εις βάρος του Χριστιανισμού. Ο Ιουλιανός απαγόρευσε επίσης στους Χριστιανούς να διδάσκουν κλασικά κείμενα και να διδάσκονται.[6] Η απόρριψη του Χριστιανισμού και η προώθηση του νεοπλατωνικού ελληνισμού στη θέση του τον έκαναν να τον θυμάται η εκκλησία ως Ιουλιανός ο Αποστάτης.[7]
Ιοβιανός, 363–364
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιοβιανός ήταν Αυτοκράτορας από το 363 έως το 364. Μετά το τέλος τού Ιουλιανού κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, ο Ιοβιανός ανακηρύχθηκε βιαστικά Αυτοκράτορας από τους στρατιώτες του. Αναζήτησε ειρήνη με τους Πέρσες με εξευτελιστικούς όρους και επανίδρυσε τον Χριστιανισμό ως κρατική Εκκλησία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του κράτησε μόνο οκτώ μήνες.
Βάλης, 364–378
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βάλης ήταν Αυτοκράτορας από το 364 έως το 378. Του δόθηκε το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας από τον αδελφό του Βαλεντινιανό Α΄ μετά την άνοδο του τελευταίου στο θρόνο. Ο Βάλης ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη της Αδριανούπολης, που σήμανε την αρχή της κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
«Ο Βάλης ήταν τελείως αδιάκριτος, μόνο ένας προστάτης και δεν διέθετε καμία στρατιωτική ικανότητα: πρόδωσε τη συνείδηση της κατωτερότητάς του με τη νευρική του υποψία για συνωμοσίες και την άγρια τιμωρία των υποτιθέμενων προδοτών», γράφει ο A.Χ.M. Τζόουνς. Όμως ο Τζόουνς παραδέχεται ότι «ήταν ένας ευσυνείδητος διαχειριστής, προσεκτικός στα συμφέροντα των ταπεινών. Όπως ο αδελφός του, ήταν ένθερμος Χριστιανός» [8] Μείωσε το καταπιεστικό βάρος των φόρων, που είχαν θεσπίσει ο Κωνσταντίνος Α΄ και οι γιοι του και ήταν ταπεινά με σεβασμό προς τον αδελφό του στα μεταρρυθμιστικά διατάγματα τού τελευταίου, όπως τού θεσμού των Υπερασπιστών (ένα είδος υποκατάστατου των αρχαίων Τριβούνων, φυλάκων των κατώτερων τάξεων).[9]
Αυτοκράτορες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ostrogorsky, George (1997). History of the Byzantine State. Rutgers University Press. σελίδες 29–30. ISBN 978-0-8135-1198-6.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Ostrogorsky 1997
- ↑ Gregory, A History of Byzantium, 49.
- ↑ Potter, David (2009). Rome in the Ancient World - From Romulus to Justinian. Thames & Hudson. σελ. 289. ISBN 978-0500251522.
- ↑ Glanville Downey, "Julian the Apostate at Antioch", Church History, Vol. 8, No. 4 (December, 1939), pp. 303–315. See p. 305.
- ↑ Potter, David (2009). Rome in the Ancient World - From Romulus to Justinian. Thames & Hudson. σελ. 288. ISBN 978-0500251522.
- ↑ Gibbon, Edward. «Chapter 23». The History of the Decline and Fall of the Roman Empire.
- ↑ Jones, Arnold Hugh Martin, The Later Roman Empire, 284–602: A Social, Economic and Administrative Survey (Baltimore: Johns Hopkins University, 1986), p. 139.
- ↑ Gibbon