Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γαλάζια ραψωδία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Γαλάζια ραψωδία (πρωτότυπος τίτλος: Rhapsody in Blue) είναι μια μουσική σύνθεση του Τζορτζ Γκέρσουιν για σόλο πιάνο και τζαζ σύνολο που κυκλοφόρησε το 1924. Το έργο, το οποίο ανατέθηκε στον συνθέτη από τον αρχηγό συγκροτήματος Πολ Γουάιτμαν, συνδυάζει στοιχεία κλασικής μουσικής με στοιχεία επηρεασμένα από την τζαζ και πρωτοπαρουσιάστηκε σε μια συναυλία με τίτλο "An Experiment in Modern Music" στις 12 Φεβρουαρίου 1924, στο Aeolian Hall της Νέας Υόρκης. [1] [2] Τη ραψωδία ερμήνευσε η ορχήστρα του Πολ Γουάιτμαν με τον ίδιο τον Γκέρσουιν να παίζει σόλο πιάνο. [3] Ο ενορχηστρωτής του Πολ Γουάιτμαν, Φέρντι Γκροφέ, ενορχήστρωσε τη ραψωδία πολλές φορές, μεταξύ των οποίων και εκείνη η πρώτη παρουσίαση του 1924 και η συμφωνική παρτιτούρα του 1942.

Η ραψωδία είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες δημιουργίες του Γκέρσουιν και, παράλληλα, μια σημαντική σύνθεση που καθόρισε την εποχή της τζαζ. [4] [5] [6] Το έργο εγκαινίασε μια νέα εποχή στη μουσική ιστορία της Αμερικής, [7] εδραίωσε τη φήμη του Γκέρσουιν ως διαπρεπούς συνθέτη και έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή έργα όλων των συναυλιών. [8] Στο περιοδικό American Heritage, ο Φρέντερικ Ντ. Σουόρτζ υποστηρίζει ότι το διάσημο εναρκτήριο γκλισάντο του κλαρινέτου έχει γίνει τόσο άμεσα αναγνωρίσιμο από το κοινό των συναυλιών όσο και η αρχή από την Πέμπτη Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. [9]

«Αυτή η σύνθεση δείχνει εξαιρετικό ταλέντο, καθώς αποκαλύπτει έναν νεαρό συνθέτη με στόχους που ξεπερνούν κατά πολύ το είδος του, ο οποίος παλεύει με μια φόρμα από την οποία χρειάζεται πολύς ακόμα δρόμος για να κατακτήσει... Παρ' όλα αυτά, έχει εκφραστεί σε μια σημαντική και, συνολικά, εξαιρετικά πρωτότυπη μορφή... Το πρώτο του θέμα, οι ιδέες, συσχετισμένες και συνδυασμένες σε ποικίλους και αντιθετικούς ρυθμούς, ιντριγκάρουν αμέσως τον ακροατή".

The New York Times, Φεβρουάριος 1924 [3]

Μετά την επιτυχία μιας πειραματικής συναυλίας κλασικής και τζαζ μουσικής που πραγματοποιήθηκε με την Καναδή τραγουδίστρια Εύα Γκοτιέ στη Νέα Υόρκη την 1η Νοεμβρίου του 1923, ο αρχηγός του συγκροτήματος Πολ Γουάιτμαν αποφάσισε να επιχειρήσει ένα ακόμη πιο φιλόδοξο κατόρθωμα. [1] Ζήτησε, λοιπόν, από τον συνθέτη Τζορτζ Γκέρσουιν να γράψει ένα κομμάτι τύπου κονσέρτο για μια συναυλία τζαζ προς τιμήν των γενεθλίων του Αβραάμ Λίνκολν, η οποία θα παρουσιαζόταν στην αίθουσα Aeolian Hall. [10] Η εκτέλεση μιας τέτοιας εκτεταμένης σύνθεσης από τον Γκέρσουιν είχε γίνει έμμονη ιδέα στον Γουάιτμαν, από τότε που συνεργάστηκε μαζί του στην επιθεώρηση The Scandals of 1922. [11] Επίσης, τον είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα η μονόπρακτη «τζαζ όπερα» του Γκέρσουιν Blue Monday. [12] Ο Γκέρσουιν αρχικά απέρριψε το αίτημα του Γουάιτμαν με την αιτιολογία ότι δεν θα είχε αρκετό χρόνο έτσι ώστε να συνθέσει το έργο και πιθανότατα θα υπήρχε ανάγκη αναθεώρησης της παρτιτούρας. [13]

Αμέσως μετά, το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου, ο Τζορτζ Γκέρσουιν και ο στιχουργός Μπάντι Ντε Σίλβα έπαιξαν μια παρτίδα μπιλιάρδο στο Ambassador Billiard Parlor στη γωνία των οδών Μπρόντγουεϊ και 52ης Οδού στο Μανχάταν. [14] Ο αδερφός του Τζορτζ, Άιρα Γκέρσουιν, διέκοψε το παιχνίδι τους για να τους διαβάσει δυνατά ένα απόσπασμα από το φύλλο της 4ης Ιανουαρίου της εφημερίδας New-York Tribune. [15] Ένα ανυπόγραφο άρθρο της εφημερίδας με τον τίτλο "What Is American Music?" σχετικά με μια επερχόμενη συναυλία του Γουάιτμαν είχε τραβήξει την προσοχή του Άιρα. [14] Το άρθρο δήλωνε ψευδώς ότι ο Τζορτζ Γκέρσουιν είχε αρχίσει να "εργάζεται πάνω σε ένα τζαζ κονσέρτο" για τη συναυλία του Γουάιτμαν. [16]

Η ανακοίνωση αυτής της είδησης προβλημάτισε τον Γκέρσουιν, καθώς είχε αρνηθεί ευγενικά να συνθέσει ένα τέτοιο έργο για τον Γουάιτμαν. [17] [18] Σε μια τηλεφωνική συνομιλία του με τον Γουάιτμαν το επόμενο πρωί, ο Γουάιτμαν ενημέρωσε τον Γκέρσουιν ότι ο μεγάλος αντίπαλος του Γουάιτμαν, Βίνσεντ Λόπεζ, σχεδίαζε να κλέψει την ιδέα της πειραματικής συναυλίας του και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. [19] Με αυτόν τον τρόπο, ο Γουάιτμαν έπεισε τελικά τον Γκέρσουιν να συνθέσει το κομμάτι. [19]

Καθώς έμεναν μόλις πέντε εβδομάδες πριν από την επίσημη πρεμιέρα, ο Γκέρσουιν ξεκίνησε βιαστικά τη σύνθεση του έργου. [14] Αργότερα ισχυρίστηκε ότι, ενώ βρισκόταν σε ένα ταξίδι με τρένο στη Βοστώνη, άρχισαν να φυτρώνουν στο μυαλό του οι σπόροι του μουσικού θέματος για τη Γαλάζια ραψωδία. [20] [19] Το 1931, είπε στον βιογράφο Άιζακ Γκόλντμπεργκ:

 

Ο συνθέτης [Τζορτζ Γκέρσουιν], προσπαθώντας να γράψει ένα κονσέρτο του Λιστ σε στιλ τζαζ, χρησιμοποίησε μόνο τα μη βάρβαρα στοιχεία στη χορευτική μουσική, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε καλή τζαζ ούτε καλός Λιστ, και σε καμία περίπτωση καλό κοντσέρτο.

[21]

Ο Γκέρσουιν άρχισε να συνθέτει στις 7 Ιανουαρίου 1924 όπως αναγράφεται και στην αρχική χειρόγραφη παρτιτούρα για δύο πιάνα. [1] Έδωσε αρχικά στο κομμάτι τον τίτλο Αμερικανική ραψωδία κατά τη διάρκεια της σύνθεσής του. [22] Ο Άιρα Γκέρσουιν πρότεινε τον τελικό τίτλο Γαλάζια ραψωδία μετά την επίσκεψή του σε μια γκαλερί όπου φιλοξενούνταν μια έκθεση με έργα ζωγραφικής του Τζέιμς Μακνίλ Γουίσλερ, η οποία είχε έργα όπως Νυχτερινό σε μαύρο και χρυσό και Διάταξη σε γκρι και μαύρο νο 1. [22] [23] Μετά από μερικές εβδομάδες, ο Τζορτζ Γκέρσουιν ολοκλήρωσε τη σύνθεσή του και έδωσε την παρτιτούρα, με τον τίτλο Μια γαλάζια ραψωδία, στον Φέρντι Γκροφέ, τον ενορχηστρωτή του Γουάιτμαν. [24] Ο Γκροφέ ολοκλήρωσε την ενορχήστρωση του έργου στις 4 Φεβρουαρίου - οκτώ μόλις ημέρες πριν από την πρεμιέρα. [24]

Η Γαλάζια ραψωδία έκανε πρεμιέρα ένα χιονισμένο απόγευμα στο Aeolian Hall του Μανχάταν, εδώ σε φωτογραφία του 1923.

Η Γαλάζια ραψωδία έκανε πρεμιέρα το χιονισμένο απόγευμα της Τρίτης 12 Φεβρουαρίου 1924, στην αίθουσα του Aeolian Hall, στο Μανχάταν. [3] [25] Με τίτλο "An Experiment in Modern Music", [2] η πολυαναμενόμενη συναυλία που πραγματοποιήθηκε από τον Πολ Γουάιτμαν και την Ορχήστρα του, Palais Royal Orchestra, γέμισε ασφυκτικά. [3] [26] Ένας αριθμός από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής ήταν παρόντες, ανάμεσα στους οποίους ο συγγραφέας και φωτογράφος Καρλ Βαν Βέχτεν, [7] η κοντράλτο Μαργκερίτε Νταλβάρεζ, [7] οι συνθέτες και διευθυντές ορχήστρας Βίκτορ Χέρμπερτ και [27] Γουόλτερ Ντάμρος [27] και ο πιανίστας Γουίλι Σμιθ. [28]

Σε μια παρουσίαση πριν από τη συναυλία, ο ατζέντης του Γουάιτμαν, Χιου Σ. Ερνστ, δήλωσε ότι ο σκοπός της συναυλίας ήταν «καθαρά εκπαιδευτικός». [29] [30] Ο Γουάιτμαν είχε επιλέξει τη μουσική για να αποτελέσει παράδειγμα των «μελωδιών, της αρμονίας και των ρυθμών που ταράζουν τα παλλόμενα συναισθηματικά θεμέλια αυτής της νεαρής ανήσυχης εποχής». [31] Το μακρύ πρόγραμμα της συναυλίας απαριθμούσε 26 ξεχωριστές μουσικές ενότητες, οι οποίες ήταν χωρισμένες σε 2 μέρη και 11 υπομέρη, με τίτλους όπως "True Form Of Jazz" και "Contrast—Legitimate Scoring vs. Jazzing". [32] Το πρόγραμμα του προγράμματος περιελάμβανε τη ραψωδία του Γκέρσουιν ως το προτελευταίο κομμάτι που προηγήθηκε του Pomp and Circumstance March No. 1 του Έντουαρντ Έλγκαρ. [8]

Πολλά από τα πρώτα κομμάτια του προγράμματος απογοήτευσαν το κοινό, ενώ υπήρχαν και προβλήματα με το σύστημα εξαερισμού στην αίθουσα όπου δινόταν η συναυλία. [19] Μερικά μέλη του κοινού είχαν ήδη φύγει από το χώρο τη στιγμή που ο Γκέρσουιν έκανε την είσοδό του για να ξεκινήσει η ραψωδία. [19] Αναφέρεται ότι το κοινό ήταν οξύθυμο, ανυπόμονο και ανήσυχο μέχρι που το μαγευτικό γκλισάντο του κλαρινέτου έπαιξε τις εναρκτήριες νότες της Γαλάζιας ραψωδίας. [2] [19] Το χαρακτηριστικό αυτό γκλισάντο είχε δημιουργηθεί τυχαία κατά τη διάρκεια των προβών:

 

Η Γαλάζια ραψωδία δεν είναι μια πραγματική σύνθεση με την έννοια πως ό,τι συμβαίνει σε αυτήν πρέπει να φαίνεται αναπόφευκτο ή τουλάχιστον αρκετά αναπόφευκτο. Μπορείς να κόψεις μέρη της χωρίς αυτό να επηρεάσει το σύνολο με κανέναν τρόπο εκτός από το να το κάνει πιο σύντομο. Μπορείς να αφαιρέσεις οποιοδήποτε από αυτά τα κολλημένα τμήματα και το κομμάτι εξακολουθεί να συνεχίζει τόσο γενναία όσο και πριν. Μπορείς ακόμη και να βάλεις αυτά τα τμήματα το ένα στη θέση του άλλου χωρίς να προκαλέσεις ζημιά. Μπορείς να κάνεις περικοπές μέσα σε ένα τμήμα, ή να προσθέσεις μια νέα καντέντσα, ή να το παίξεις με οποιονδήποτε συνδυασμό οργάνων ή μόνο στο πιάνο. μπορεί να γίνει ένα πεντάλεπτο κομμάτι ή ένα κομμάτι έξι λεπτών ή ένα κομμάτι δώδεκα λεπτών. Και, για την ακρίβεια, όλα αυτά τα πράγματα του συμβαίνουν καθημερινά. Και παραμένει η Γαλάζια ραψωδία.

[33][34]

Η ορχήστρα του Γουάιτμαν ερμήνευσε τη Γαλάζια ραψωδία με «είκοσι τρεις μουσικούς στο σύνολο» και τον Τζορτζ Γκέρσουιν στο πιάνο. [35] [36] Κατά τη συνήθειά του, ο Γκέρσουιν επέλεξε να αυτοσχεδιάσει εν μέρει ερμηνεύοντας το σόλο του στο πιάνο. [36] Η ορχήστρα περίμενε με αγωνία το νεύμα του Γκέρσουιν το οποίο θα σήμαινε το τέλος του σόλο του στο πιάνο και το σύνθημα για να συνεχίσει να παίζει. [36] Καθώς ο Γκέρσουιν δεν έγραψε το σόλο τμήμα για πιάνο παρά μόνο μετά τη συναυλία, παραμένει άγνωστο πώς ακριβώς παίχτηκε η αρχική ραψωδία στην πρεμιέρα. [37]

Αντίδραση του κοινού και επιτυχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

[...] η συνεισφορά του Φέρντι Γκροφέ, του ενορχηστρωτή στο επιτελείο του Γουάιτμαν που είχε ενορχηστρώσει τη "Ραψωδία" μέσα σε δέκα ημέρες, παραμελήθηκε ή αγνοήθηκε. Είναι αλήθεια ότι ένα σημαντικό μέρος της ενορχήστρωσης έγινε καθ' υπόδειξη του Γκέρσουιν. Ωστόσο, η συμβολή του Γκροφέ ήταν πρωταρχικής σημασίας, όχι μόνο στη σύνθεση, αλλά και στη τζαζ μουσική στο άμεσο μέλλον.

[38]

Μετά την ολοκλήρωση της ραψωδίας, το κοινό χειροκρότησε θερμά τη σύνθεση του Γκέρσουιν, [3] [39] και, εντελώς απροσδόκητα, «η συναυλία, από κάθε άποψη εκτός από την οικονομική, είχε μεγάλη ειπιτυχία». [40] Η συναυλία έγινε σύντομα ιστορικά σημαντική λόγω της πρεμιέρας της ραψωδίας, και το πρόγραμμά της θα γινόταν «όχι μόνο ένα ιστορικό ντοκουμέντο, [...] αλλά και ένα σπάνιο εύρημα». [25]

Μετά την επιτυχία της πρεμιέρας της ραψωδίας, ακολούθησαν μελλοντικές συναυλίες. Η πρώτη παράσταση της Γαλάζιας ραψωδίας σε βρετανικό έδαφος έλαβε χώρα στο ξενοδοχείιο Σαβόι στο Λονδίνο στις 15 Ιουνίου 1925. [41] Η συναυλία μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο του BBC. Ο Ντεμπρόι Σόμερς διηύθυνε την ορχήστρα Savoy Orpheans με τον ίδιο τον Γκέρσουιν στο πιάνο. [41] Το κοινό άκουσε το κομμάτι ξανά στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια της δεύτερης ευρωπαϊκής περιοδείας της ορχήστρας του Πολ Γουάιτμαν, στις 11 Απριλίου του 1926, στην αίθουσα του Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ, με τον Γκέρσουιν να παρακολουθεί στο κοινό, ενώ η δισκογραφική εταιρεία His Master's Voice ηχογράφησε και κυκλοφόρησε αυτήν την παράσταση. [42]

Μέχρι το τέλος του 1927, το συγκρότημα του Γουάιτμαν είχε παίξει τη Γαλάζια ραψωδία περίπου 84 φορές και η ηχογράφησή της πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα. [9] Για να χωρέσει ολόκληρο το κομμάτι σε δύο πλευρές ενός δίσκου 12 ιντσών, η ραψωδία έπρεπε να παιχτεί με μεγαλύτερη ταχύτητα από τη συνηθισμένη ταχύτητα με την οποία παιζόταν σε μια συναυλία, κάτι που έδινε στην ηχογράφηση μια αίσθηση βιασύνης με αισθητά χαμένο ρουμπάτο. Ο Γουάιτμαν αργότερα υιοθέτησε το κομμάτι ως το θεματικό τραγούδι του συγκροτήματός του και ξεκινούσε τα ραδιοφωνικά του προγράμματα με το σλόγκαν "Όλα νέα εκτός από τη Γαλάζια ραψωδία". [43]

 

Ο συνθέτης [Τζορτζ Γκέρσουιν], προσπαθώντας να γράψει ένα κονσέρτο του Λιστ σε στιλ τζαζ, χρησιμοποίησε μόνο τα μη βάρβαρα στοιχεία στη χορευτική μουσική, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε καλή τζαζ ούτε καλός Λιστ, και σε καμία περίπτωση καλό κοντσέρτο.

[21]

Σε αντίθεση με τη θερμή υποδοχή από το συναυλιακό κοινό, [3] [40] οι μουσικοκριτικοί έκαναν ανάμεικτες κριτικές για τη Γαλάζια ραψωδία. [44] Ο Σάμιουελ Τσοτσίνοφ, μουσικοκριτικός για την εφημερίδα New York World, παραδέχτηκε ότι η σύνθεση του Γκέρσουιν είχε «αποκαταστήσει τη φήμη της τζαζ», [27] ενώ η Χενριέτα Στράους του περιοδικού The Nation είπε ότι ο Γκέρσουιν είχε «προσθέσει ένα νέο κεφάλαιο στη μουσική ιστορία μας». [7] Ο Όλιν Ντάουνς, γράφοντας για τη συναυλία στην εφημερίδα The New York Times, έκανε ευνοϊκά σχόλια για τη ραψωδία ως μια «εξαιρετικά πρωτότυπη φόρμα» και για τον συνθέτη ως «νέο ταλέντο που βρίσκει τη φωνή του». [3]

Ωστόσο, άλλοι κριτικοί ήταν λιγότερο θετικοί. Ο Πιτς Σάνμπορν δήλωσε ότι η ραψωδία «ξεκινά με ένα πολλά υποσχόμενο θέμα καλά διατυπωμένο» αλλά «σύντομα καταλήγει να γίνει ένα έργο [...] επαναλήψειων χωρίς νόημα». [39] Ορισμένες κριτικές ήταν ιδιαίτερα αρνητικές. Ο Λόρενς Γκίλμαν — λάτρης της μουσικής του Ρίχαρντ Βάγκνερ που αργότερα θα έγραφε μια καταστροφική κριτική για την όπερα Πόργκι και Μπες του Γκέρσουιν — επέκρινε δριμύτατα τη ραψωδία ως «κοινότοπη», «ξεπερασμένη» και «ανέκφραστη» σε μια κριτική του στην εφημερίδα New-York Tribune στις 13 Φεβρουαρίου 1924. [45] [46]

Στο σύνολό τους, οι επαγγελματίες μουσικοκριτικοί επέκριναν επανειλημμένα το κομμάτι του Γκέρσουιν ως ουσιαστικά άμορφο και υποστήριξαν ότι ο συνθέτης είχε κολλήσει τυχαία μελωδικά τμήματα μεταξύ τους. [19]

Αναδρομικές κριτικές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρόνια μετά την πρεμιέρα της, η Γαλάζια ραψωδία συνέχισε να διχάζει τους μουσικοκριτικούς κυρίως λόγω έλλειψης μελωδικής συνάφειας. [21] [33] [34] Ο Κονστάντ Λαμπέρ, ένας Βρετανός συνθέτης του οποίου το έργο συχνά περιλάμβανε στοιχεία τζαζ, απέρριψε ανοιχτά το έργο:

 

Η Γαλάζια ραψωδία δεν είναι μια πραγματική σύνθεση με την έννοια πως ό,τι συμβαίνει σε αυτήν πρέπει να φαίνεται αναπόφευκτο ή τουλάχιστον αρκετά αναπόφευκτο. Μπορείς να κόψεις μέρη της χωρίς αυτό να επηρεάσει το σύνολο με κανέναν τρόπο εκτός από το να το κάνει πιο σύντομο. Μπορείς να αφαιρέσεις οποιοδήποτε από αυτά τα κολλημένα τμήματα και το κομμάτι εξακολουθεί να συνεχίζει τόσο γενναία όσο και πριν. Μπορείς ακόμη και να βάλεις αυτά τα τμήματα το ένα στη θέση του άλλου χωρίς να προκαλέσεις ζημιά. Μπορείς να κάνεις περικοπές μέσα σε ένα τμήμα, ή να προσθέσεις μια νέα καντέντσα, ή να το παίξεις με οποιονδήποτε συνδυασμό οργάνων ή μόνο στο πιάνο. μπορεί να γίνει ένα πεντάλεπτο κομμάτι ή ένα κομμάτι έξι λεπτών ή ένα κομμάτι δώδεκα λεπτών. Και, για την ακρίβεια, όλα αυτά τα πράγματα του συμβαίνουν καθημερινά. Και παραμένει η Γαλάζια ραψωδία.

[33][34]

Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα The Atlantic Monthly το 1955, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο οποίος ωστόσο παραδέχτηκε ότι λάτρευε το κομμάτι, [33] δήλωσε:


Ο Φέρντι Γκροφέ, ο επικεφαλής ενορχηστρωτής του Πολ Γουάιτμαν από το 1920 έως το 1932, έκανε την πρώτη ενορχήστρωση της Γαλάζιας ραψωδίας του Γκέρσουιν.

Καθώς ο Τζορτζ Γκέρσουιν δεν είχε επαρκείς γνώσεις πάνω στην ενορχήστρωση το 1924, [47] ο πιανίστας του Πολ Γουάιτμαν και επικεφαλής ενορχηστρωτής Φέρντι Γκροφέ έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία της ραψωδίας [38] και οι μελετητές υποστήριξαν ότι οι ενορχηστρώσεις της ραψωδίας από τον Γκροφέ εξασφάλισαν τη θέση του έργου στην αμερικανική κουλτούρα. [48] Ο βιογράφος του Γκέρσουιν, Άιζακ Γκόλντμπεργκ, σημείωσε το 1931 ότι ο Γκροφέ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον θρίαμβο της πρεμιέρας:

Γαλάζια ραψωδία
Το εξώφυλλο της πρωτότυπης παρτιτούρας της Γαλάζιας ραψωδίας

Ο Γκροφέ ενορχήστρωσε βιαστικά τη διάσημη παρτιτούρα του 1924 για να εκμεταλλευτεί πλήρως τις ιδιαίτερες δυνάμεις της ορχήστρας του Πολ Γουάιτμαν. [49] Έκανε εκείνη την ενορχήστρωση για σόλο πιάνο και τους είκοσι τρεις μουσικούς του Γουάιτμαν. [50] Στο τμήμα των ξύλινων πνευστών, ο Ρος Γκόρμαν έπαιξε όμποε, χεκέλφωνο, κλαρινέτο, σοπράνο σαξόφωνο, άλτο σαξόφωνο, σοπράνο κλαρινέτο και άλτο και μπάσο κλαρινέτο. Ο Ντόναλντ Κλαρκ έπαιξε σοπράνο σαξόφωνο, άλτο και βαρύτονο σαξόφωνο και ο Χέιλ Μπάιερς έπαιξε σοπράνο σαξόφωνο, τενόρο σαξόφωνο, βαρύτονο σαξόφωνο και φλάουτο. [50]

Στο τμήμα των χάλκινων πνευστών, δύο τρομπέτες έπαιξαν οι Χένρι Μπους και Φρανκ Ζίγκριστ, δύο γαλλικά κόρνα έπαιξαν οι Αρτούρο Τσερίνο και Αλ Κοράλ, δύο τρομπόνια έπαιξαν οι Ρόι Μάξον και Τζέιμς Κάσεντεϊ και μια τούμπα και ένα κοντραμπάσο έπαιξαν οι Γκας Χέλμπεργκ και Έιλους Άρμερ αντίστοιχα. [50] [51] [52] [40] Το τμήμα κρουστών περιελάμβανε ένα σετ τυμπάνων, τυμπάνια και ένα μεταλλόφωνο που έπαιζε ο Τζορτζ Μαρς, ένα πιάνο που παίζεται συνήθως είτε από τον Φέρντι Γκροφέ είτε από τον Χένρι Λανγκ, ένα τενόρο μπάντζο που παίζεται από τον Μάικλ Πίνγκατορ και ένα σύνολο βιολιών. [53]

Οι μουσικολόγοι αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό αυτήν την αρχική ενορχήστρωση - με τις μοναδικές ορχηστρικές της απαιτήσεις - μέχρι την αναβίωσή της ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, λόγω της δημοτικότητάς της. [54] Μετά την πρεμιέρα του 1924, ο Φέρντι Γκροφέ διασκεύασε τη μουσική και έκανε νέες ενορχηστρώσεις το 1926 και το 1942, κάθε φορά για μεγαλύτερες ορχήστρες. [54] Δημοσίευσε τη ενορχήστρωσή του για ορχήστρα θεάτρου το 1926. [55]

Ο Πολ Γουάιτμαν ερμήνευσε ξανά τη Γαλάζια ραψωδία στην ταινία Ο βασιλεύς της τζαζ (King of Jazz, 1930), σε ενορχήστρωση από τον Φέρντι Γκροφέ.

To 1942, o Γκροφέ δημιούργησε μια ενορχήστρωση για πλήρη ορχήστρα. Είναι γραμμένη για σόλο πιάνο και ορχήστρα που αποτελείται από δύο φλάουτα, δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, ένα μπάσο κλαρινέτο, δύο φαγκότα, δύο αλτο σαξόφωνα, ένα τενόρο σαξόφωνο, τρία γαλλικά κόρνα, τρεις τρομπέτες, τρία τρομπόνια, μια τούμπα; ένα τμήμα κρουστώ που περιλαμβάνει τύμπανα, πιατίνια, ένα ταμπούρο, μία γκρανκάσα, ένα ταμ ταμ, ένα τρίγωνο, ένα μεταλλόφωνο και κύμβαλα, ένα τενόρο μπάντζο και έγχορδα. Από τα μέσα του 20ού αιώνα, η ενορχήστρωση του 1942 έγινε βασικό κομμάτι του συναυλικού ρεπερτόριου μέχρι το 1976, όταν ο Μάικλ Τίλσον Τόμας ηχογράφησε την αρχική έκδοση με τζαζ μπάντα για πρώτη φορά, χρησιμοποιώντας τον αυθεντικό πιανιστικό κύλινδρο του Γκέρσουιν του 1925 με πλήρη τζαζ ορχήστρα. [54]

Άλλες ενορχηστρώσεις του κομματιού του Τζορτζ Γκέρσουιν από τον Γκροφέ περιλαμβάνουν εκείνες που έγιναν για την ταινία του Πολ Γουάιτμαν, Ο βασιλεύς της τζαζ (King of Jazz, 1930) [56] και την ενορχήστρωση συναυλίας (που παίζεται από ορχήστρα χωρίς πιάνο) η οποία ολοκληρώθηκε το 1938 και δημοσιεύτηκε το 1942. Σε μεταγενέστερες ενορχηστρώσεις, η εξέχουσα θέση των σαξοφώνων είναι κάπως μειωμένη και το μπάντζ μπορεί να παραλείπεται, καθώς η κυρίως ρυθμική συνεισφορά του παρέχεται από τα εσωτερικά έγχορδα. [57]

Ο ίδιος ο Γκέρσουιν έκανε εκδοχές του κομματιού για σόλο πιάνο καθώς και δύο πιάνα. [58] Η σόλο έκδοση είναι αξιοσημείωτη λόγω της παράλειψης πολλών τμημάτων του κομματιού. Η πρόθεση του Γκέρσουιν να κάνει τελικά μια δική του ενορχήστρωση τεκμηριώνεται στην αλληλογραφία του μεταξύ των ετών 1936 – 19337 από τον εκδότη Harms. [59]

Αξιόλογες ηχογραφήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επανέκδοση από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 της Γαλάζιας ραψωδίας του 1927 ως Victor 35822A από τον Πολ Γουάιτμαν και την ορχήστρα του με τον Τζορτζ Γκέρσουιν στο πιάνο, που μπήκε στο Grammy Hall of Fame το 1974.

Μετά τη θερμή υποδοχή της Γαλάζιας ραψωδίας από το κοινό στο Aeolian Hall, ο Γκέρσουιν ηχογράφησε αρκετές σύντομες εκδοχές της σύνθεσής του με διαφορετικά σχήματα. [60] Στις 10 Ιουνίου 1924, η ορχήστρα των Γκέρσουιν και Γουάιτμαν δημιούργησε μια ακουστική ηχογράφηση που είχε διάρκεια 8 λεπτά και 59 δευτερόλεπτα και κυκλοφόρησε από την εταιρεία Victor Talking Machine Company. [61] Έναν χρόνο αργότερα, ο Γκέρσουιν ηχογράφησε την ερμηνεία του σε πιανιστικό κίλυνδρο για μια εκτέλεση με δύο πιάνα. [62] Αργότερα, στις 21 Απριλίου 1927, έκανε μια ηλεκτρική ηχογράφηση με την ορχήστρα του Γουάιτμαν με διάρκεια 9 λεπτά και 1 δεύτερο και ηχογραφημένη ξανά από τη Victor Talking Machine Company. [63] Λέγεται ότι την ηλεκτρική ηχογράφηση διεξήγε ο Ναθάνιελ Σίλκρετ μετά από μια διαμάχη μεταξύ του Γκέρσουιν και του Γουάιτμαν. [64] Η ορχήστρα του Γουάιτμαν ερμήνευσε αργότερα μια περικομμένη εκδοχή του κομματιού στην ταινία του 1930 Ο βασιλεύς της τζαζ (King of Jazz) με τον Ρόι Μπάργκι στο πιάνο. [65]

Λόγω των περιορισμών μήκους των πρώτων εκείνων μορφών ηχογράφησης, η πρώτη πλήρης και μη συντομευμένη ηχογράφηση της σύνθεσης του Γκέρσουιν δεν έγινε παρά με την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929. Τον Ιούλιο του 1935, μετά από αρκετά χρόνια κατά τα οποία η Γαλάζια ραψωδία ερμηνευόταν σε γεμάτες αίθουσες στη Μασαχουσέτη, [66] ο μαέστρος Άρθουρ Φίντλερ και η ορχήστρα Boston Pops Orchestra ηχογράφησαν την πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση χωρίς περικοπές — η οποία ήταν σχεδόν δεκατέσσερα λεπτά σε διάρκεια — με τον Πορτορικανό πιανίστα Χεσούς Μαρία Σανρομά για τη δισκογραφική εταιρεία RCA Victor. [67] Για αυτήν την πρώτη χωρίς περικοπές ηχογράφηση, ο Φίντλερ απέρριψε την αρχική ενορχήστρωση του Φέρντι Γκροφέ του 1924 και προσάρμοσε το κομμάτι ως συμβατική συμφωνία. [68] Εκείνη την εποχή, οι σύγχρονοι κριτικοί επαίνεσαν τον Φίντλερ για την εγκατάλειψη του λεγόμενου «τζαζ συναισθηματισμού» της προηγούμενης διασκευής του Γκροφέ και την προσθήκη μιας «πιο συμφωνικής ποικιλίας και αυθεντίας». [69]

Κατά τους τελευταίους μήνες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εν μέσω της εισπρακτικής επιτυχίας της βιογραφικής ταινίας του Γκέρσουιν Γαλάζια ραψωδία (1945), ο πιανίστας Όσκαρ Λεβάντ ηχογράφησε την εμβληματική πλέον σύνθεση με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας του Γιουτζίν Όρμαντι στις 21 Αυγούστου 1945. [70] Ο Λεβάντ ήταν στενός φίλος του αποθανόντος συνθέτη [71] [19] και προσπάθησε να επαναλάβει το χαρακτηριστικό στιλ εκτέλεσης του Γκέρσουιν στην ερμηνεία του. [72] Ο φόρος τιμής του Λεβάντ - με την ετικέτα Columbia Masterworks 251 - έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές και έγινε ένα από τα δισκογραφικά άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις της χρονιάς. [73] Ως αποτέλεσμα της ηχογράφησης του Λεβάντ και της βιογραφικής ταινίας του 1945 για τη ζωή του Γκέρσουιν, ακολούθησε μια τάση "αναβίωσης του Γκέρσουιν ".   Μέχρι τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η Γαλάζια ραψωδία του Τζορτζ Γκέρσουιν είχε γίνει μια προβλέψιμη προσθήκη τόσο των συναυλιών όσο και των ηχογραφήσεων ορχήστρας. Κατά συνέπεια, εμφανίστηκαν με την πάροδο του χρόνου διάφορες ερμηνείες και διασκευές της. Το καλοκαίρι του 1973, ο Βραζιλιάνος καλλιτέχνης της τζαζ-ροκ Εουμίρ Ντεοντάτο επανερμήνευσε τη ραψωδία του Γκέρσουιν σε μια συνοπτική εκδοχή που χαρακτηριζόταν από ρυθμούς νεοσάμπα. [74] Παρόλο που οι μουσικοκριτικοί χλεύασαν την ερμηνεία του Ντεοντάτο ως "κακοεκτελεσμένη" και σχεδόν μη αναγνωρίσιμη, [75] το σινγκλ του έφτασε στο Νο. 41 στο "Hot 100" και στο Νο. 10 στο "Easy Listening" στα τσαρτ του Billboard, [76] και στο Νο. 48 και στο Νο. 1 αντίστοιχα στο Candaa, αντίστοιχα. [77] [78] Στον απόηχο της επανερμηνείας αυτής του Ντεοντάτο, ο Γάλλος πιανίστας Ρίτσαρντ Κλάιντερμαν ηχογράφησε μια παρόμοια συντομευμένη ενορχήστρωση σε ντίσκο το 1978, η οποία έγινε ένα από τα χαρακτηριστικά του κομμάτια. [79] [80]

Ταυτόχρονα με την εμφάνιση αυτών των πιο διαφορετικών ερμηνειών, αναζωπυρώθηκε το επιστημονικό ενδιαφέρον για την αρχική διασκευή του 1924 από τον Φέρντι Γκροφέ που είχε να παιχτεί από το τέλος της Εποχής της Τζαζ. Στις 14 Φεβρουαρίου 1973, ο μαέστρος Κένεθ Κίσλερ και ο πιανίστας Πολ Βερέτ ερμήνευσαν την αρχική διασκευή του Γκροφέ στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου του Νιου Χάμσαϊρ. [81] Το 1976, ο μαέστρος Μάικλ Τίλσον Τόμας και η ορχήστρα Columbia Jazz Band ηχογράφησαν τη διασκευή του Γκροφέ, όπως και ο μαέστρος Μόρις Πέρες με τον πιανίστα Άιβαν Ντέιβις το 1984 ως μέρος μιας αναπαράστασης ολόκληρης της συναυλίας για την 60ή της επέτειο από το 1924. [8]

Εκατό χρόνια μετά το ντεμπούτο της Γαλάζιας ραψωδίας του Τζορτζ Γκέρσουιν το 1924, δεκάδες χιλιάδες ορχήστρες καθώς και σόλο πιανίστες έχουν ηχογραφήσει το κομμάτι, συντομευμένο ή μη. Ορισμένες από αυτές τις ηχογραφήσεις έχουν κερδίσει την αναγνώριση των κριτικών, όπως η διασκευή του πιανίστα Μισέλ Καμίλο το 2006 η οποία κέρδισε ένα βραβείο Latin Grammy. [82]

Τα αρχικά μέτρα της παρτιτούρας του Τζορτζ Γκέρσουιν για τη ραψωδία, που συχνά αναφέρονται ως το "θέμα του γκλισάντο".

Ως κονσέρτο τζαζ, η Γαλάζια ραψωδία είναι γραμμένη για σόλο πιάνο με ορχήστρα. [83] Η ραψωδία διαφέρει από το κονσέρτο στο ότι διαθέτει ένα εκτεταμένο μέρος αντί για ξεχωριστά μέρη. Οι ραψωδίες συχνά ενσωματώνουν αποσπάσματα αυτοσχεδιαστικής φύσης - αν και είναι γραμμένες στην παρτιτούρα - και έχουν ακανόνιστη φόρμα, με αυξημένες αντιθέσεις και συναισθηματική πληθωρικότητα. Η μουσική κυμαίνεται από έντονα ρυθμικά πιανιστικά σόλο έως αργά, πλατιά και πλούσια ενορχηστρωμένα τμήματα. Κατά συνέπεια, η Γαλάζια ραψωδία «μπορεί να θεωρηθεί φαντασίωση, χωρίς αυστηρή πιστότητα στη φόρμα». [84]

Η αρχή της Γαλάζιας ραψωδίας είναι γραμμένη ως τρίλια κλαρινέτου που ακολουθείται από ένα λεγκάτο από 17 νότες σε διατονική κλίμακα. Κατά τη διάρκεια μιας πρόβας, ο βιρτουόζος κλαρινίστας του Πολ Γουάιτμαν, Ρος Γκόρμαν, εκτέλεσε το αυξάνον μέρος της κλίμακας ως ένα σαγηνευτικό γκλισάντο που μοιάζει με τρομπόνι. [85] Ο Γκέρσουιν το άκουσε και επέμεινε να επαναληφθεί στη συναυλία. [85] Το αποτέλεσμα παράγεται χρησιμοποιώντας τους μυς της γλώσσας και του λαιμού για την αλλαγή του συντονισμού της στοματικής κοιλότητας, ελέγχοντας έτσι τη συνεχώς αυξανόμενη ένταση. [86] Αυτό το αποτέλεσμα έχει γίνει πλέον μια συνηθισμένη πρακτική απόδοσης του συγκεκριμένου έργου. [86]

Η Γαλάζια ραψωδία διαθέτει τόσο ρυθμική καινοτομία όσο και μελωδική έμπνευση και καταδεικνύει την ικανότητα του Γκέρσουιν να γράψει ένα κομμάτι με μεγάλης κλίμακας αρμονική και μελωδική δομή. [87] Ο μουσικολόγος Ντέιβιντ Σιφ έχει εντοπίσει πέντε κύρια θέματα συν ένα έκτο δευτερεύον. [22] Δύο θέματα εμφανίζονται στα πρώτα 14 μέτρα και το δευτερεύον θέμα εμφανίζεται στο μέτρο 19. [22] Δύο από τα υπόλοιπα τρία θέματα σχετίζονται ρυθμικά με το πρώτο θέμα στο μέτρο 2, το οποίο καμιά φορά ονομάζεται "θέμα γκλισάντο" - μετά το εναρκτήριο γκλισάντο στο σόλο κλαρινέτο - ή "θέμα ριτορνέλο". [22] [48] Το θέμα που απομένει είναι το "θέμα του τρένου". [22] [88] Όλα αυτά τα θέματα βασίζονται στην πεντατονική κλίμακα, [89] η οποία περιλαμβάνει χαμηλωμένα έβδομα και ένα μείγμα μειζόνων και ελασσόνων τρίτων. [89] Κάθε θέμα εμφανίζεται τόσο σε ενορχηστρωμένη μορφή όσο και ως σόλο στο πιάνο. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ύφος της παρουσίασης του κάθε θέματος.

 


Οι επιρροές της τζαζ και άλλων σύγχρονων ειδών είναι παρούσες στη Γαλάζια ραψωδία. Οι ρυθμοί ράγκταϊμ είναι άφθονοι, [89] όπως και ο κουβανικός ρυθμός «clave», ο οποίος διπλασιάζεται ως χορευτικός ρυθμός στον τζαζ χορό του σάρλεστον. [44] Οι προθέσεις του ίδιου του Γκέρσουιν ήταν να διορθώσει την άποψη ότι η τζαζ έπρεπε να παίζεται αυστηρά στο τέμπο της, ώστε να μπορεί κανείς να χορέψει με αυτή. [90] Οι ρυθμοί της Γαλάζιας ραψωδίας ποικίλλουν πολύ και υπάρχει σχεδόν ακραία χρήση του ρουμπάτο σε πολλά σημεία. Η χρήση των λεγόμενων «λαϊκών» οργάνων, όπως το ακορντεόν, το μπάντζο και τα σαξόφωνα στην ορχήστρα, συμβάλλουν στο τζαζ ή λαϊκό στιλ της σύνθεσης, ενώ τα δύο τελευταία από αυτά τα όργανα παρέμειναν μέρος της «στάνταρντ» εκτέλεσης της ορχήστρας του Γκροφέ. [57]

Κληρονομιά και επιρροή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολιτισμικό τσαϊτγκάιστ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όπως έχει αναφερθεί από συγγραφείς και μελετητές, το έργο του Τζορτζ Γκέρσουιν ενσαρκώνει το τσάιτγκαϊστ της Εποχής της Τζαζ. Στη φωτογραφία, θαμώνες περιμένουν να ανοίξει ένα παράνομο στέκι το 1921.
Όπως έχει αναφερθεί από συγγραφείς και μελετητές, το έργο του Τζορτζ Γκέρσουιν ενσαρκώνει το τσάιτγκαϊστ της Εποχής της Τζαζ. Στη φωτογραφία, θαμώνες περιμένουν να ανοίξει ένα παράνομο στέκι το 1921.

Με το ντεμπούτο της Γαλάζιας ραψωδίας, ο Γκέρσουιν εγκαινίασε μια νέα εποχή στη μουσική ιστορία της Αμερικής. [7] Καθιέρωσε τη φήμη του ως ένας από τους διαπρεπείς συνθέτες της Εποχής της Τζαζ και η σύνθεσή του έγινε τελικά ένα από τα πιο δημοφιλή έργα για συναυλίες. [8] Στο περιοδικό American Heritage, ο Φρέντερικ Ντ. Σουόρτζ υποστηρίζει ότι το διάσημο εναρκτήριο γκλισάντο του κλαρινέτου έχει γίνει τόσο άμεσα αναγνωρίσιμο στο κοινό των συναυλιών όσο και η αρχή της Πέμπτης Συμφωνίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. [9]

Σύμφωνα με τον κριτικό Όριν Χάουαρντ της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λος Άντζελες, η Γαλάζια ραψωδία του Γκέρσουιν άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της «στην αδελφότητα των σοβαρών συνθετών και ερμηνευτών - πολλοί από τους οποίους ήταν παρόντες στην πρεμιέρα - και στον ίδιο τον Γκέρσουιν, για την ενθουσιώδη υποδοχή του τον ενθάρρυνε σε άλλα και πιο σοβαρά έργα». [6] Ο Χάουαρντ υποστηρίζει ότι η κληρονομιά του έργου γίνεται καλύτερα κατανοητή αν τη δούμε ως ενσάρκωση του πολιτισμικού τσαϊτγκάιστ κατά την εποχή της τζαζ.

Αν και η Γαλάζια ραψωδία του Γκέρσουιν δεν είναι "σε καμία περίπτωση ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τζαζ στην εποχή της τζαζ", [91] ιστορικοί της μουσικής όπως ο Τζέιμς Τσίμεντ και ο Φλόιντ Λιβάιν έχουν ομοίως συμφωνήσει ότι είναι η βασική σύνθεση που περικλείει το πνεύμα της εποχής. [4] [92] Ήδη από το 1927, ο συγγραφέας Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ έλεγε ότι η Γαλάζια ραψωδία εξιδανικεύει το νεανικό τσαϊτγκάιστ της εποχής της τζαζ. [93] Κατά τις επόμενες δεκαετίες, τόσο η τελευταία εποχή όσο και τα σχετικά λογοτεχνικά έργα του Φιτζέραλντ έχουν συχνά συνδεθεί πολιτισμικά από κριτικούς και μελετητές με τη σύνθεση του Γκέρσουιν. [94] Το 1941, ο κοινωνικός ιστορικός Πίτερ Κουενέλ θεώρησε ότι το μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ Ο υπέροχος Γκάτσμπυ ενσαρκώνει «τη θλίψη και την απόμακρη ευθυμία μιας μελωδίας του Γκέρσουιν». [95] Αντίστοιχα, ο σκηνοθέτης Μπαζ Λούρμαν χρησιμοποίησε τη Γαλάζια ραψωδία ως δραματικό μοτίβο για τον χαρακτήρα του Τζέι Γκάτσμπι στην ταινία του 2013 Ο υπέροχος Γκάτσμπυ, μια κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Φιτζέραλντ η οποία κυκλοφόρησε το 1925. [52] [48]

Διάφοροι συγγραφείς, όπως ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος Τέρι Τίτσαουτ, έχουν παρομοιάσει τον ίδιο τον Γκέρσουιν με τον χαρακτήρα του Γκάτσμπι λόγω της προσπάθειάς του να ξεπεράσει το χαμηλό κοινωνικό του υπόβαθρο, της απότομης και μεγάλης επιτυχίας του και του πρόωρου θανάτου του στα τριάντα του χρόνια. [94]

Μουσικό πορτρέτο της Νέας Υόρκης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Γαλάζια Ραψωδία έχει ερμηνευτεί ως ένα μουσικό πορτρέτο της εποχής της τζαζ της Νέας Υόρκης.

Η Γαλάζια Ραψωδία έχει ερμηνευτεί ως ένα μουσικό πορτρέτο της πόλης της Νέας Υόρκης των αρχών του 20ού αιώνα. [96] Ο μλετητής πολιτισμού Ντάριν Κινγκ έγραψε στην εφημερίδα Wall Street Journal ότι «η συγχώνευση της τζαζ και των κλασικών παραδόσεων του Γκέρσουιν αποτυπώνει το δραστήριο χωνευτήρι της Εποχής της Τζαζ στη Νέα Υόρκη». [96]

Ομοίως, ο ιστορικός της μουσικής Βινς Τζορντάνο έχει εκφράσει την άποψη ότι "η συγκοπή, οι νότες, οι ρυθμοί ράγκταϊμ και τζαζ που έγραψε ο Γκέρσουιν το 1924 ήταν πραγματικά μια αναπαράσταση της Νέας Υόρκης εκείνη την καταπληκτική εποχή. Ο ρυθμός της πόλης φαίνεται να είναι εκεί". [96] Ο πιανίστας Λανγκ Λανγκ επίσης νιώθει το ίδιο συναίσθημα: "Όταν ακούω τη Γαλάζια ραψωδία, βλέπω το Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ με κάποιον τρόπο. Βλέπω τον ορίζοντα της Νέας Υόρκης στο κέντρο του Μανχάταν και βλέπω κιόλας τα καφενεία [στην] Πλατεία Τάιμς". [96]

Αντίστοιχα, το εναρκτήριο μοντάζ της ταινίας του Γούντι Άλεν το 1979 Μανχάταν περιλαμβάνει μια προσαρμογή του κομματιού από τον διευθυντή ορχήστρας Ζούμπιν Μέτα στην οποία βασικές σκηνές της Νέας Υόρκης παρουσιάζονται με τη μουσική του φημισμένου τζαζ κοντσέρτου του Γκέρσουιν. [97] Είκοσι χρόνια αργότερα, η εταιρεία Walt Disney Pictures χρησιμοποίησε τη σύνθεση για το τμήμα της Νέας Υόρκης στην ταινία κινουμένων σχεδίων του 1999 Φαντασία 2000, στην οποία το κομμάτι πλαισιώνει στιχουργικά ένα τμήμα κινουμένων σχεδίων σχεδιασμένο με το στιλ του εικονογράφου Αλ Χέρσφιλντ . [98]

Επιρροή σε συνθέτες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γαλάζια ραψωδία του Τζορτζ Γκέρσουιν έχει επηρεάσει αρκετούς συνθέτες. Το 1955, η ραψωδία ενέπνευσε τον ακορντεονίστα Τζον Σέρι τον πρεσβύτερο να συνθέσει το έργο του American Rhapsody (1957). [99] Ο Μπράιαν Γουίλσον, αρχηγός των Beach Boys, δήλωσε σε πολλές περιπτώσεις ότι η Γαλάζια ραψωδία είναι ένα από τα αγαπημένα του κομμάτια. Πρωτοάκουσε το κομμάτι όταν ήταν δύο ετών και θυμήθηκε ότι το λάτρευε. [100] Σύμφωνα με τον βιογράφο Πίτερ Έιμς Κάρλιν, η ραψωδία επηρέασε το άλμπουμ Smile του Γουίλσον. [100] ΤΗ Γαλάζια ραψωδία ενέπνευσε επίσης μια συνεργασία μεταξύ του τυφλού βρετανού πιανίστα Ντέρεκ Παραβιτσίνι και του συνθέτη Μάθιου Κινγκ σε ένα νέο κονσέρτο, που ονομάζεται Blue και που έκανε πρεμιέρα στο South Bank Center στο Λονδίνο το 2011. [101]

Στην τελετή έναρξης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1984 στο Λος Άντζελες, 84 πιανίστες έπαιξαν ταυτόχρονα τη Γαλάζια ραψωδία του Τζορτζ Γκέρσουιν. [55] [102] Οι πιανίστες Χέρμπι Χάνκοκ και Λανγκ Λανγκ ερμήνευσαν τη Γαλάζια ραψωδία στα 50ά βραβεία Grammy στις 10 Φεβρουαρίου 2008. [103] Από το 1980, το κομμάτι χρησιμοποιείται από την αεροπορική εταιρεία United Airlines σε διαφημίσεις, σε βίντεο ασφαλείας τα οποία προβάλλονται πριν από την πτήση και στον υπόγειο διάδρομο του Terminal 1 στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ο Χέαρ του Σικάγο. [104] [105] Η Γαλάζια ραψωδία χρησιμοποιήθηκε στο "Philosophy" του Ben Folds Five [106] και στο "Birthday" του νοτιοκορεάτικου γκερλ γκρουπ Red Velvet. [107]

Καθεστώς διατήρησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2013, το ίδρυμα Γκέρσουιν ανακοίνωσε ότι θα κυκλοφορήσει τελικά μια μουσικολογική έκδοση με την πλήρη ορχηστρική παρτιτούρα. Η οικογένεια Γκέρσουιν, η οποία βρίσκεται σε συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και με το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, προσπαθεί να κάνει αυτές τις παρτιτούρες διαθέσιμες στο κοινό. [108] [109] Αν μπορεί να χρειαστεί 40 χρόνια για να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή για ολόκληρο το έργο του Τζορτζ Γκέρσουιν, η έκδοση της Γαλάζιας ραψωδίας θα είναι ένας από τους πρώτους τόμους. [110] [111]

 

Η Γαλάζια ραψωδία απέκτησε καθεστώς κοινού κτήματος την 1η Ιανουαρίου 2020, αν και μεμονωμένες ηχογραφήσεις της ενδέχεται να παραμείνουν υπό καθεστώς πνευματικών δικαιωμάτων. [112] [113] Οι πρώτες δημοσιευμένες ηχογραφήσεις από το 1924 έγιναν κοινό κτήμα το 2025. [114]

  1. 1,0 1,1 1,2 Schiff 1997, σελ. 53.
  2. 2,0 2,1 2,2 Cowen 1998.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Downes 1924, σελ. 16.
  4. 4,0 4,1 Ciment 2015, σελ. 265.
  5. Gilbert 1995, σελ. 71.
  6. 6,0 6,1 Howard 2003.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Goldberg 1958, σελ. 154.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Schiff 1997.
  9. 9,0 9,1 9,2 Schwarz 1999.
  10. Greenberg 1998, σελ. 61.
  11. Wood 1996.
  12. Wood 1996· Howard 2003.
  13. Wood 1996, σελ. 81.
  14. 14,0 14,1 14,2 Schwartz 1979, σελ. 76.
  15. Wood 1996· Jablonski 1999.
  16. Schiff 1997· Schwartz 1979.
  17. Schwartz 1979· Wood 1996.
  18. Jablonski 1999.
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 19,7 Greenberg 1998.
  20. Goldberg 1958, σελ. 139.
  21. 21,0 21,1 21,2 Schneider 1999, σελ. 182.
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 Schiff 1997, σελ. 13.
  23. Reef 2000, σελ. 38.
  24. 24,0 24,1 Greenberg 1998, σελ. 69.
  25. 25,0 25,1 Goldberg 1958, σελ. 143.
  26. Goldberg 1958, σελ. 142.
  27. 27,0 27,1 27,2 Jenkins 1974, σελ. 144.
  28. Wood 1996, σελ. 85.
  29. Schwartz 1979, σελ. 84.
  30. Goldberg 1958, σελ. 144.
  31. Goldberg 1958, σελ. 145.
  32. Goldberg 1958.
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 Wyatt & Johnson 2004, σελ. 297.
  34. 34,0 34,1 34,2 Schiff 1997, σελ. 4.
  35. Goldberg 1958, σελ. 147.
  36. 36,0 36,1 36,2 Schwartz 1979, σελ. 89.
  37. Schwartz 1979.
  38. 38,0 38,1 Goldberg 1958, σελ. 153.
  39. 39,0 39,1 Goldberg 1958, σελ. 152.
  40. 40,0 40,1 40,2 Goldberg 1958, σελ. 148.
  41. 41,0 41,1 Radio Times 1925.
  42. Royal Albert Hall 1926· Rust 1975.
  43. Rayno 2013, σελ. 203.
  44. 44,0 44,1 Schneider 1999, σελ. 180.
  45. Slonimsky 2000, σελ. 105.
  46. Jablonski 1992, σελ. 30.
  47. Greenberg 1998, σελ. 66.
  48. 48,0 48,1 48,2 Bañagale 2014.
  49. Bañagale 2014, σελ. 4.
  50. 50,0 50,1 50,2 Schiff 1997, σελ. 5.
  51. Sultanof 1987.
  52. 52,0 52,1 Levy 2019.
  53. Schiff 1997· Goldberg 1958· Sultanof 1987· Levy 2019.
  54. 54,0 54,1 54,2 Greenberg 1998, σελ. 76.
  55. 55,0 55,1 Bañagale 2014, σελ. 43.
  56. Greenberg 1998, σελ. 67.
  57. 57,0 57,1 Schiff 1997, σελ. 65.
  58. Ferencz 2011, σελ. 143.
  59. Ferencz 2011, σελ. 141.
  60. Greenberg 1998· Schiff 1997.
  61. Rust 1975· Rayno 2013.
  62. Schiff 1997, σελ. 64.
  63. Rust 1975, σελ. 1931.
  64. Greenberg 1998· Rust 1975.
  65. Sobczynski 2018· Greenberg 1998.
  66. The New York Times 1932: "Despite the depression, the Boston 'Pops' have been astonishingly successful this season, sold-out houses being an almost nightly circumstance."
  67. Moore 1935· Sherman 1935.
  68. Moore 1935, σελ. 7: "This piece, introduced a decade ago by Paul Whiteman, speedily grew so popular that another version had to be made, changing from the Whiteman instrumentation to that of the conventional symphony orchestra, which is the case here."
  69. Sherman 1935.
  70. Billboard 1945, σελ. 24.
  71. Tampa Bay Times 1945, σελ. 35: "Levant was a close friend of Gershwin and was a wise choice to do the thrilling new recording of the Rhapsody. Levant's interpretation is fiery and brilliant."
  72. Cassidy 1945, σελ. 11: "Oscar Levant ghosts Gershwin's playing, and he comes closer than anyone else to recapturing what sometimes seems to have been a one man idiom."
  73. Tampa Bay Times 1945· Billboard 1945.
  74. Palmer 1973.
  75. Palmer 1973: "Rhapsody resembles the Gershwin original only when strings and horns interrupt extended guitar and keyboard solos with fragments of the work's principal themes. The solos are played over up‐tempo neo‐samba rhythms.... these long improvisational sections have little to do with the thematic material which is inserted here and there".
  76. Billboard 1973.
  77. «RPM Top 100 Singles - October 6, 1973» (PDF). 
  78. «RPM Top AC - October 27, 1973» (PDF). 
  79. Mazey 1985: "Clayderman butchered Gershwin's intoxicating Rhapsody in Blue, for example, with a pulsing disco beat. If they ever do a record called Hooked on Gershwin, Clayderman is their man."
  80. Colford 1985.
  81. Smith 1973, σελ. 10.
  82. Westphal 2006.
  83. Schiff 1997, σελ. 26.
  84. Goldberg 1958, σελ. 157.
  85. 85,0 85,1 Greenberg 1998, σελ. 70.
  86. 86,0 86,1 Chen & Smith 2008.
  87. Gilbert 1995, σελ. 17.
  88. Bañagale 2014, σελ. 107.
  89. 89,0 89,1 89,2 Schiff 1997, σελ. 14.
  90. Schiff 1997, σελ. 12.
  91. Sisk 2016.
  92. Levin 2002, σελ. 73.
  93. Fitzgerald 2004, σελ. 93.
  94. 94,0 94,1 Teachout 1992.
  95. Mizener 1960.
  96. 96,0 96,1 96,2 96,3 King 2016.
  97. King 2016· Cooper 2016.
  98. Solomon 1999.
  99. Serry 1957.
  100. 100,0 100,1 Carlin 2006.
  101. BBC News 2011.
  102. Schiff 1997, σελ. 1.
  103. Swed 2009.
  104. United Airlines 2020· Bañagale 2014.
  105. Eldred v. Ashcroft 2003.
  106. King 2015.
  107. Lipshutz και άλλοι 2022.
  108. Gershwin Initiative 2013.
  109. Canty 2013.
  110. Clague & Getman 2015.
  111. Clague 2013.
  112. King & Jenkins 2019.
  113. Jenkins 2019.
  114. Jenkins & Boyle n.d.

Έργα που αναφέρονται

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 Διαδικτυακές πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]