Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γεωργία αυτάρκειας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεωργός στο Όρος Καμερούν, που εργάζεται στο αγρόκτημα του σε καλλιέργεια κολοκασίας.
Γεωργοί πωλούν τα αγροτικά προϊόντα τους σε ανοιχτή αγορά.

Η γεωργία επιβίωσης, επίσης γνωστή στη γεωπονία ως γεωργία αυτάρκειας,[1][2] είναι ένας τύπος γεωργίας όπου οι αγρότες καλλιεργούν μικρές εκτάσεις γης με σκοπό να καλύψουν τις δικές τους ίδιες ανάγκες και εκείνες των οικογενειών τους. Οι γεωργοί επιβίωσης στοχεύουν κυρίως στην παραγωγή τροφίμων για προσωπική κατανάλωση και για την κάλυψη των τοπικών αναγκών, παρά για εμπορικούς σκοπούς και κέρδη.

Οι αποφάσεις σχετικά με τις καλλιέργειες βασίζονται πρωτίστως στις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας για το επόμενο έτος και μόνο δευτερευόντως στις τιμές της αγοράς. Ο Tony Waters, καθηγητής κοινωνιολογίας, ορίζει τους «γεωργούς επιβίωσης» ως «ανθρώπους που καλλιεργούν για την τροφή τους, χτίζουν τα δικά τους σπίτια και ζουν χωρίς να πραγματοποιούν τακτικά ψώνια από την τοπική αγορά».

Παρά την αυτάρκειά τους στην καθημερινή επιβίωση, οι περισσότεροι αγρότες επιβίωσης συμμετέχουν επίσης, σε κάποιο βαθμό, στο εμπόριο. Αν και η εμπορική τους δραστηριότητα, με όρους χρηματικής αξίας, είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη των καταναλωτών σε σύγχρονες, πολύπλοκες αγορές, χρησιμοποιούν αυτές τις αγορές κυρίως για την απόκτηση αγαθών, παρά για την παραγωγή εισοδήματος με σκοπό την αγορά τροφίμων και άλλων αγαθών και επιπλέον υλικών προϊόντων.

Τα αγαθά που προμηθεύονται συνήθως δεν είναι απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση και μπορεί να περιλαμβάνουν προϊόντα όπως ζάχαρη, μεταλλικά εργαλεία, ποδήλατα ή μεταχειρισμένα ρούχα. Επιπλέον, πολλοί από αυτούς διατηρούν σημαντικές εμπορικές επαφές και διαθέτουν προϊόντα που μπορούν να τα ανταλλάξουν (βλ. ανταλλακτική οικονομία) ή να πουλήσουν, αξιοποιώντας τις εξειδικευμένες δεξιότητές τους ή την πρόσβασή τους σε πόρους που έχουν ζήτηση στην αγορά.[3]

Η γεωργία αυτάρκειας σήμερα είναι πάρα πολύ συνηθισμένη και απαντώμενη στις αναπτυσσόμενες χώρεςτου πλανήτη.[3] Η γεωργία αυτή χαρακτηρίζεται γενικά από τα εξής σημεία:

  • Χαμηλές απαιτήσεις κεφαλαίου και χρηματοδότησης.
  • Μικτές καλλιέργειες.
  • Περιορισμένη χρήση χημικών προϊόντων, όπως φυτοφάρμακα και λιπάσματα.
  • Μη βελτιωμένες ποικιλίες καλλιεργειών και ζώων.
  • Ελάχιστη ή μηδενική πλεονάζουσα παραγωγή για πώληση.
  • Χρήση παραδοσιακών εργαλείων, όπως τσαπιά, σκαπτικά εργαλεία, μάχαιρες (ματσέτες) και κόφτες.
  • Εστίαση κυρίως στην καλλιέργεια φυτών.
  • Μικρές και διασκορπισμένες εκτάσεις γης.
  • Εξάρτηση από μη ειδικευμένους εργαζόμενους, συχνά μέλη της ίδιας οικογένειας.
  • Γενικά χαμηλές αποδόσεις.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωργία επιβίωσης ή αυτάρκειας ήταν ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής στον πλανήτη μέχρι πρόσφατα, όταν ο καπιταλισμός που βασιζόταν στην ελεύθερη αγορά και οικονομία έγινε ευρέως διαδεδομένος.[4]

Η γεωργία επιβίωσης άρχισε να εξαφανίζεται σταδιακά στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς η εκβιομηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας οδήγησαν στη μετάβαση προς πιο εντατικά και εμπορικά γεωργικά συστήματα.

Στη Βόρεια Αμερική, η γεωργία επιβίωσης άρχισε να μειώνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και του 1940, κυρίως λόγω της μετανάστευσης καλλιεργητών και ''μισθωμένων'' αγροτών από τον Αμερικανικό Νότο και τις Μεσοδυτικές πολιτείες. Οι οικονομικές δυσκολίες της Μεγάλης Ύφεσης, η εκμηχανοποίηση - αυτοματοποίηση της γεωργίας και οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην εγκατάλειψη των μικρών, αυτάρκων γεωργικών εκμεταλλεύσεων υπέρ των μεγαλύτερων βιομηχανοποιημένων μονάδων και συστημάτων γεωργικής παραγωγής.[2]   

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η ημι-αυτάρκης γεωργία επανεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής οικονομικής περιόδου μετά το 1990, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών και την εν γένει επιστροφή των ανθρώπων σε πιο παραδοσιακές γεωργικές πρακτικές.

Μικροί ορυζώνες σε αστικό περιβάλλον στη Μαδαγασκάρη.

Σύγχρονες γεωργικές πρακτικές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωργία επιβίωσης εξακολουθεί να αποτελεί κύρια μορφή γεωργικής δραστηριότητας σε μεγάλες περιοχές της αγροτικής Αφρικής, καθώς και σε ορισμένες περιοχές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

Το 2015, εκτιμάται ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή περισσότερο από το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού, ζούσαν σε 500 εκατομμύρια νοικοκυριά αγροτικών περιοχών αναπτυσσόμενων χωρών και επιβίωναν ως μικροκαλλιεργητές. Οι περισσότεροι από αυτούς καλλιεργούσαν λιγότερο από 2 εκτάρια (δηλ. 5 στρέμματα) γης, βασιζόμενοι κυρίως σε παραδοσιακές μεθόδους γεωργίας απλά και μόνον για τη διατροφή και την επιβίωσή τους.[5]

Περίπου το 98% των γεωργών στην Κίνα εργάζονται σε μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, με τη χώρα να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% του συνολικού αριθμού αγροκτημάτων παγκοσμίως.

Στην Ινδία, περίπου το 80% του συνόλου των αγροτών είναι μικροκαλλιεργητές. Στην Αιθιοπία και σε άλλες περιοχές της Ασίας, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σχεδόν στο 90%. Αντίστοιχα, στο Μεξικό περίπου το 50% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων χαρακτηρίζονται ως μικρές, ενώ στη Βραζιλία το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 20%.[5]

Οι περιοχές όπου η γεωργία επιβίωσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα, όπως η Ινδία και διάφορες άλλες περιοχές της Ασίας, έχουν καταγράψει πρόσφατη μείωση αυτής της πρακτικής. Η μείωση αυτή οφείλεται σε παράγοντες όπως:

  • Η αστικοποίηση, που οδηγεί στη μετανάστευση του αγροτικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα.
  • Η μετατροπή αγροτικών εκτάσεων για άλλες χρήσεις γης, όπως βιομηχανικές ζώνες ή άλλες υποδομές.
  • Η ενσωμάτωση καπιταλιστικών μορφών γεωργίας, που προωθούν τις μεγάλες και πολύ μεγάλες εμπορικές εκμεταλλεύσεις εις βάρος των μικροκαλλιεργητών.

Παρά τη σταδιακή υποχώρηση της γεωργίας επιβίωσης, αυτή εξακολουθεί να αποτελεί βασική πηγή διαβίωσης για εκατομμύρια ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες χώρες της Γης.[6]

Στην Ινδία, η αυξανόμενη βιομηχανοποίηση και η μείωση της αγροτικής γεωργίας έχουν οδηγήσει σε αγροτική ανεργία και σε αυξημένη φτώχεια, ιδιαίτερα μεταξύ των ανθρώπων που ανήκουν στις κατώτερες κοινωνικές κάστες. Όσοι έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν και να εργαστούν στις αστικές περιοχές μπορούν να αυξήσουν τα εισοδήματά τους. Αντίθετα, όσοι παραμένουν στις αγροτικές περιοχές αντιμετωπίζουν σημαντική μείωση εισοδήματος, γεγονός που έχει συμβάλει στο να μην υπάρξει σημαντική μείωση της φτώχειας σε εθνικό επίπεδο. Αυτή η κοινωνική και οικονομική ανισότητα έχει οδηγήσει σε διεύρυνση του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ των κατώτερων και των υψηλότερων από τις κάστες, καθιστώντας δυσκολότερη την κοινωνική κινητικότητα για τους αγρότες. Παράλληλα, η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των αγροτικών πληθυσμών έχει οδηγήσει σε αύξηση των αυτοκτονιών των αγροτών, καθώς και στο ανησυχητικό φαινόμενο του "εξαφανιζόμενου χωριού", όπου ολόκληρες αγροτικές κοινότητες εγκαταλείπονται οριστικά λόγω της οικονομικής ανέχειας και δυστοκίας.[6]

Προσαρμογή στην υπερθέρμανση του πλανήτη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωργία αυτάρκειας εφαρμόζεται κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες που βρίσκονται σε τροπικά κλίματα. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή είναι ιδιαίτερα έντονες σε αυτές τις περιοχές, καθώς οι ακραίες θερμοκρασίες σχετίζονται με χαμηλότερες αποδόσεις καλλιεργειών και με αυξημένη ευπάθεια των γεωργικών παραγωγών (σχεδόν κάθε χρόνο).

Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις δύσκολες προκλήσεις, οι αγρότες αναγκάζονται να προσαρμοστούν, εφαρμόζοντας μεγαλύτερη χρήση γης και εργασίας. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, καθώς ενδέχεται να επιβαρύνει το έδαφος και τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους.[4]

Τα μέτρα αντιμετώπισης των μεταβαλλόμενων κλιματικών συνθηκών μπορεί να περιλαμβάνουν τη μείωση της καθημερινής κατανάλωσης τροφίμων και την πώληση ζώων ως τρόπο αντιστάθμισης της μειωμένης αγροτικής παραγωγικότητας. Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές συχνά απειλούν τη μελλοντική βιωσιμότητα των αγροτικών νοικοκυριών. Η πώληση ζώων που χρησιμοποιούνται για αγροτικές εργασίες μπορεί να μειώσει την παραγωγική ικανότητα των καλλιεργειών στις επόμενες περιόδους, ενώ η κατανάλωση των αποθηκευμένων σπόρων στερεί από τους αγρότες τη δυνατότητα μελλοντικών φυτεύσεων, εντείνοντας τον κύκλο της επισιτιστικής ανασφάλειας.[7]

Η εκτίμηση της πλήρους έκτασης των μελλοντικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης του 21ου αιώνα είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν πολύπλοκα συστήματα, τα οποία περιλαμβάνουν πληθώρα διαφορετικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των στοιχείων τους. Κάθε περιοχή αντιμετωπίζει μοναδικές (πρωτόγνωρες) προκλήσεις και έχει στη διάθεσή της διαφορετικές στρατηγικές προσαρμογής, όπως η υποκατάσταση καλλιεργειών και η χρήση εναλλακτικών ζωοτροφών, που εξαρτώνται από τις τοπικές κλιματικές και οικονομικές συνθήκες.[8]

Τα ποσοστά παραγωγής των σιτηρών, όπως το σιτάρι, το κριθάρι και το καλαμπόκι, έχουν σημειώσει σημαντική μείωση λόγω των επιπτώσεων της αυξημένης μέσης θερμοκρασίας στη γονιμότητα των καλλιεργειών. Οι αυξανόμενες θερμοκρασίες έχουν αναγκάσει πολλούς αγρότες να στραφούν σε θερμοανθεκτικές καλλιέργειες, προκειμένου να διατηρήσουν τα επίπεδα παραγωγικότητας.

Η αντικατάσταση των παραδοσιακών καλλιεργειών με εναλλακτικές, πιο ανθεκτικές στη θερμοκρασία λύσεις, περιορίζει τη συνολική ποικιλία καλλιεργειών που καλλιεργούνται στις μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ειδικότερα, για τους αγρότες που ασκούν γεωργία επιβίωσης και (επι)ζουν κυρίως για να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες τροφής, αυτή η στροφή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στη διατροφή και τη διατροφική ποικιλία των οικογενειών τους. Η μείωση της ποικιλίας των καλλιεργούμενων προϊόντων ενδέχεται να περιορίσει την διατροφική αξία των τροφίμων και να αυξήσει την ευπάθεια στις διατροφικές ελλείψεις.[9][10][11]

Πολύ σημαντικά επίσης, η διαθεσιμότητα νερού αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα για την παραγωγικότητα της γεωργίας επιβίωσης, ιδιαίτερα σε περιοχές με ξηρές κλιματολογικές συνθήκες. Σε πολλές περιοχές, οι καλλιέργειες εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φυσική βροχόπτωση και, επομένως, η γεωργία σε τέτοιες υψηλά βροχομετρικές περιοχές είναι ευάλωτη στις αντίξοες συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Αυτές οι περιοχές, όπου τα κλιματικά πρότυπα είναι ήδη εξαιρετικά ασταθή, καθίστανται ακόμα πιο ευάλωτες στις ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως οι περιόδοι ξηρασίας ή οι υπερβολικές βροχοπτώσεις, που επηρεάζουν άμεσα τις καλλιέργειες και τη συνολική γεωργική παραγωγή.

Τύποι γεωργίας επιβίωσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετακινούμενη γεωργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  Σε αυτήν την πρακτική γεωργίας (που λέγεται μετακινούμενη γεωργία), μια έκταση δασικής γης καθαρίζεται και αποψιλώνεται εξ ολοκλήρου μέσω του συνδυασμού κοπής δέντρων και καύσης, και στη συνέχεια τοποθετούνται διάφορες γεωργικές καλλιέργειες. Μετά από δύο ή τρία χρόνια, η γονιμότητα του εδάφους μειώνεται, και η περιοχή εγκαταλείπεται. Ο γεωργός μετακινείται σε μια νέα περιοχή του δάσους για να ''εκκαθαρίσει'' μια φρέσκια έκταση γης, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται.[12]

Καθώς η γη αφήνεται να ανακάμψει, το δάσος επανέρχεται και η γονιμότητα του εδάφους και η βιομάζα αποκαθίστανται. Μετά από μια δεκαετία ή και περισσότερο, ο γεωργός μπορεί να επιστρέψει στην αρχική περιοχή για να την καλλιεργήσει ξανά. Αυτή η μορφή γεωργίας μπορεί να είναι αειφορική σε περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, αλλά καθώς αυξάνονται οι πληθυσμιακοί φόρτοι, απαιτείται πιο συχνή ''εκκαθάριση'' της γης, γεγονός που εμποδίζει την αναγέννηση της γονιμότητας του εδάφους. Αυτό οδηγεί σε αποψίλωση, την επέκταση της καλλιεργήσιμης γης και ενδέχεται να προκαλέσει διάβρωση του εδάφους και μείωση του αριθμού των ώριμων, κυρίαρχων δέντρων του δάσους.[13] [14]

Η μετακινούμενη γεωργία ονομάζεται dredd στην Ινδία, ladang στην Ινδονησία, και jhumming στη βορειοανατολική Ινδία.

Η τεχνική της καλλιέργειας με φωτιά και αγρανάπαυση (αγγλ. slash-and-burn) χρησιμοποιείται συχνά για την εκχέρσωση νέων εκτάσεων, αλλά πολλοί από τους αγρότες που την εφαρμόζουν διατηρούν ταυτόχρονα μικρότερα χωράφια ή ακόμη και ''κήπους'' κοντά στην κατοικία τους, όπου εφαρμόζουν εντατικές, μη-μετακινούμενες γεωργικές πρακτικές. Αυτοί οι αγρότες συνδυάζουν τη μέθοδο της φωτιάς και της αγρανάπαυσης για την εκκαθάριση επιπλέον γεωργικής γης, ενώ η στάχτη (τέφρα) που απομένει από την καύση χρησιμοποιείται ως φυσικό λίπασμα.

Οι κήποι κοντά στα σπίτια συχνά δέχονται οργανικά υπολείμματα από το ίδιο το νοικοκυριό. Για παράδειγμα, η κοπριά από οικόσιτα ζώα, όπως κότες ή κατσίκες, αρχικά συγκεντρώνεται σε σωρούς κομπόστ, κυρίως για λόγους καθαριότητας. Ωστόσο, πολλοί αγρότες αναγνωρίζουν τη σημασία του κομπόστ ως φυσικό λίπασμα και το εφαρμόζουν τακτικά στις μικρότερες εκμεταλλεύσεις τους. Αν υπάρχει διαθέσιμη πηγή νερού, οι αγρότες ενδέχεται να εφαρμόσουν και άρδευση.

Σε ορισμένες περιοχές της τροπικής Αφρικής, τα μικρότερα αυτά χωράφια ενδέχεται να περιλαμβάνουν καλλιέργειες σε αναχώματα (raised beds), μια πρακτική που βοηθά στη βελτίωση του αερισμού και της αποστράγγισης του εδάφους. Έτσι, οι αγρότες που εφαρμόζουν τη μέθοδο της φωτιάς και της αγρανάπαυσης διαθέτουν συχνά πολύ πιο σύνθετες γεωργικές πρακτικές από ό,τι υποδηλώνει ο όρος «γεωργοί επιβίωσης», τον οποίο συνήθως χρησιμοποιούμε για αυτούς που ασκούν αυτή τη μέθοδο.


Σε ορισμένες περιοχές της τροπικής Αφρικής, τουλάχιστον, τα μικρότερα αυτά χωράφια μπορεί να περιλαμβάνουν καλλιέργειες σε ψηλά αναχώματα (raised beds). Έτσι, οι αγρότες που ασκούν τη μέθοδο slash-and-burn είναι συχνά πολύ πιο εξελιγμένοι και εξειδικευμένοι από ό,τι υποδηλώνει ο όρος γεωργοί επιβίωσης που συνήθως αποδίδεται σε αυτούς τους γεωργούς.

Νομαδική κτηνοτροφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό τον τύπο γεωργικής αξιοποίησης, που ονομάζεται νομαδική κτηνοτροφία, οι άνθρωποι μεταναστεύουν μαζί με τα ζώα τους από περιοχή σε περιοχή, αναζητώντας ζωοτροφή για τα ζώα τους. Συνήθως εκτρέφουν βοοειδή, πρόβατα, κατσίκες, καμήλες και γιάκ για την παραγωγή γάλακτος, δέρματος, κρέατος και μαλλιών. Αυτή η μορφή γεωργίας είναι κοινή σε περιοχές της κεντρικής και δυτικής Ασίας, της Ινδίας, της ανατολικής και νοτιοδυτικής Αφρικής, καθώς και στη βόρεια Ευρασία.

Παρ' ότι ο τρόπος ζωής των νομάδων ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι νομαδικοί Μποτσιά και Γκουτζάρς των Ιμαλαΐων. Οι νομάδες αυτοί χρησιμοποιούν τα ζώα τους, όπως γαϊδούρια, άλογα και καμήλες, για να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους, όπως σκηνές και άλλα αντικείμενα.

Σε ορεινές περιοχές, όπως το Θιβέτ και οι Άνδεις, η κτηνοτροφία περιλαμβάνει γιάκ και λάμα. Στις αρκτικές και υποαρκτικές περιοχές, τα ζώα που εκτρέφονται περιλαμβάνουν πρόβατα και κατσίκες, καθώς και βοοειδή και άλογα, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για την επιβίωση και τη μετακίνηση των νομαδικών κοινοτήτων.[15][16][17]

Εντατική γεωργία επιβίωσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην εντατική γεωργία επιβίωσης, οι αγρότες καλλιεργούν μικρές εκτάσεις γης χρησιμοποιώντας απλά εργαλεία και μεγάλη ποσότητα εργατικού δυναμικού. Το κλίμα, με μεγάλο αριθμό ημερών ηλιοφάνειας και αρκετά εύφορα εδάφη, επιτρέπει την καλλιέργεια περισσοτέρων από μία καλλιεργειών ετησίως στην ίδια γεωργική γη. Οι γεωργοί χρησιμοποιούν τις μικρές εκμεταλλεύσεις τους για να παράγουν αρκετό προϊόν για την τοπική κατανάλωση, ενώ τα υπόλοιπα προϊόντα χρησιμοποιούνται για ανταλλαγή με άλλα αγαθά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή πολύ μεγαλύτερης ποσότητας τροφής ανά στρέμμα σε σύγκριση με άλλες μορφές γεωργίας.

Στις πιο έντονες περιπτώσεις, οι αγρότες μπορεί να δημιουργήσουν ''αναβαθμούς'' (ή ''πεζούλες'') κατά μήκος απότομων λόφων για την καλλιέργεια ρυζιού. Αυτού του τύπου οι καλλιέργειες, που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές της ασιατικής ηπειρωτικής υπαίθρου, βρίσκονται σε πυκνοκατοικημένα μέρη της ηπειρωτικής κεντρικής ιδίως Ασίας, όπως επίσης και στις Φιλιππίνες. Η εντατική γεωργία μπορεί επίσης να εντατικοποιηθεί με τη χρήση λιπασμάτων, τεχνητής άρδευσης, και κοπριών ζώων ως φυσικό λίπασμα.

Η εντατική γεωργία επιβίωσης επικρατεί σε πυκνοκατοικημένες περιοχές των μουσώνων της νότιας, νοτιοδυτικής και νοτιοανατολικής Ασίας, περιοχές που χαρακτηρίζονται από πλούσια φυσικά χαρακτηριστικά, όπως τα πολύ εύφορα εδάφη, καλά ύψη βροχής, και λοιπές κατάλληλες κλιματικές συνθήκες.[18]

Απαλλαγή από φτώχεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωργία επιβίωσης μπορεί να αποτελέσει στρατηγική για την αντιμετώπιση της φτώχειας, ειδικότερα ως ''δίχτυ ασφαλείας'' απέναντι στις αυξήσεις των τιμών των τροφίμων και για την ασφάλεια της ποιότητας των τροφίμων. Στις φτωχές χώρες, οι περιορισμένοι δημοσιονομικοί πόροι και η έλλειψη θεσμικών μηχανισμών για την αποτελεσματική διαχείριση της αγροτικής παραγωγής και των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας συχνά οδηγούν στη χρήση πολιτικών εργαλείων που προορίζονται για χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος, κάτι που περιορίζει τις δυνατότητες για τη συγκράτηση των εγχώριων τιμών και την ανάπτυξη προγραμμάτων κοινωνικής βοήθειας.

Οι χώρες με χαμηλό εισόδημα τείνουν να έχουν αγροτικό πληθυσμό, με το 80% των φτωχών να ζουν στις αγροτικές περιοχές. Περισσότεροι από το 90% των αγροτικών νοικοκυριών έχουν πρόσβαση σε γη, ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς τους φτωχούς δεν έχουν επαρκή πρόσβαση σε τρόφιμα καλής ποιότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η γεωργία επιβίωσης μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, ως μέρος των πολιτικών απαντήσεων σε μια διατροφική κρίση, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα, προσφέροντας μια σχετική ασφάλεια για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά.[19]

Η γεωργία έχει αποδειχθεί πιο αποτελεσματική από άλλες μη γεωργικές θέσεις εργασίας στην καταπολέμηση της φτώχειας, ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλο πληθυσμό που είτε δεν έχουν εκπαίδευση είτε δεν διαθέτουν κατάλληλες ειδικότητες. Παρά τις θετικές επιδράσεις, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα επίπεδα φτώχειας για να καθοδηγήσουμε την αγροτική πολιτική και να την προσανατολίσουμε προς τα σωστά κοινωνικά στρώματα.

Η γεωργία είναι πιο αποτελεσματική στη μείωση της φτώχειας για τα άτομα που ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, σε σχέση με εκείνα που έχουν εισόδημα γύρω στα 2 δολάρια την ημέρα, ιδιαίτερα στις φτωχές χώρες της Αφρικής. Οι άνθρωποι που ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα είναι συχνά πιο ευάλωτοι, καθώς έχουν κακής ποιότητας εκπαίδευση και εξόχως περιορισμένες ευκαιρίες. Για το λόγο αυτό, συνήθως εργάζονται σε υψηλής έντασης θέσεις εργασίας, όπως η γεωργία, που απαιτούν μεγάλη φυσική εργασία και μόχθο, και πολύ χρόνο. Αντίθετα, τα άτομα με εισόδημα περίπου στα 2 δολάρια την ημέρα έχουν περισσότερες ευκαιρίες πρόσβασης σε λιγότερο εντατικές και πιο εξειδικευμένες θέσεις εργασίας, οι οποίες συχνά ανήκουν στον τομέα των μη γεωργικών δραστηριοτήτων.[20][21]

  1. Bisht, I. S.; Pandravada, S. R.; Rana, J. C.; Malik, S. K.; Singh, Archna; Singh, P. B.; Ahmed, Firoz; Bansal, K. C. (2014-09-14). «Subsistence Farming, Agrobiodiversity, and Sustainable Agriculture: A Case Study» (στα αγγλικά). Agroecology and Sustainable Food Systems 38 (8): 890–912. doi:10.1080/21683565.2014.901273. ISSN 2168-3565. Bibcode2014AgSFS..38..890B. 
  2. 2,0 2,1 Waters, Tony (2008). The persistence of subsistence agriculture : life beneath the level of the marketplace. Lexington Books. ISBN 978-0-7391-5876-0. Ανακτήθηκε στις 2023-03-19.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  3. 3,0 3,1 Miracle, Marvin P. (1968). «Subsistence Agriculture: Analytical Problems and Alternative Concepts». American Journal of Agricultural Economics 50 (2): 292–310. doi:10.2307/1237543. 
  4. 4,0 4,1 Aragón, Fernando M.; Oteiza, Francisco; Rud, Juan Pablo (2021-02-01). «Climate Change and Agriculture: Subsistence Farmers' Response to Extreme Heat» (στα αγγλικά). American Economic Journal: Economic Policy 13 (1): 1–35. doi:10.1257/pol.20190316. ISSN 1945-7731. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-07-30. https://web.archive.org/web/20220730110254/https://www.aeaweb.org/articles?id=10.1257/pol.20190316. Ανακτήθηκε στις 2022-04-10. 
  5. 5,0 5,1 Rapsomanikis, George (2015). «The economic lives of smallholder farmers» (PDF). Food and Agriculture Organization of the United Nations. σελ. 9. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 4 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2018. About two-thirds of the developing world's 3 billion rural people live in about 475 million small farm households, working on land plots smaller than 2 hectares. 
  6. 6,0 6,1 Majumdar, Koustab (2020-04-09). «Rural Transformation in India: Deagrarianization and the Transition from a Farming to Non-farming Economy». Journal of Developing Societies 36 (2): 182–205. doi:10.1177/0169796x20912631. ISSN 0169-796X. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2023-07-30. https://web.archive.org/web/20230730164631/https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/0169796X20912631. Ανακτήθηκε στις 2022-02-14. 
  7. Thorlakson, Tannis; Neufeldt, Henry (December 2012). «Reducing subsistence farmers' vulnerability to climate change: evaluating the potential contributions of agroforestry in western Kenya» (στα αγγλικά). Agriculture & Food Security 1 (1): 15. doi:10.1186/2048-7010-1-15. ISSN 2048-7010. Bibcode2012AgFS....1...15T. 
  8. Morton, John F. (2007-12-11). «The impact of climate change on smallholder and subsistence agriculture» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 104 (50): 19680–19685. doi:10.1073/pnas.0701855104. ISSN 0027-8424. PMID 18077400. 
  9. Bita, Craita E.; Gerats, Tom (2013). «Plant tolerance to high temperature in a changing environment: scientific fundamentals and production of heat stress-tolerant crops». Frontiers in Plant Science 4: 273. doi:10.3389/fpls.2013.00273. ISSN 1664-462X. PMID 23914193. 
  10. Eyshi Rezaei, E.; Gaiser, T.; Siebert, S.; Ewert, F. (October 2015). «Adaptation of crop production to climate change by crop substitution» (στα αγγλικά). Mitigation and Adaptation Strategies for Global Change 20 (7): 1155–1174. doi:10.1007/s11027-013-9528-1. ISSN 1381-2386. Bibcode2015MASGC..20.1155E. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2023-07-30. https://web.archive.org/web/20230730164710/https://link.springer.com/article/10.1007/s11027-013-9528-1. Ανακτήθηκε στις 2022-04-10. 
  11. Habtemariam, Lemlem Teklegiorgis; Abate Kassa, Getachew; Gandorfer, Markus (March 2017). «Impact of climate change on farms in smallholder farming systems: Yield impacts, economic implications and distributional effects» (στα αγγλικά). Agricultural Systems 152: 58–66. doi:10.1016/j.agsy.2016.12.006. Bibcode2017AgSys.152...58H. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-06-16. https://web.archive.org/web/20220616235843/https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0308521X16302529. Ανακτήθηκε στις 2022-04-10. 
  12. «Γεωργία» (PDF). Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2025. 
  13. De Neergaard, Andreas; Magid, Jakob; Mertz, Ole (2008). «Soil Erosion from Shifting Cultivation and Other Smallholder Land Use in Sarawak, Malaysia». Agriculture Ecosystems & Environment 4 (42): 182. doi:10.1016/j.agee.2007.12.013. Bibcode2008AgEE..125..182D. 
  14. «Community Forestry: Forestry Note 8». www.fao.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2020. 
  15. Miggelbrink, Judith. (2016). Nomadic and indigenous spaces : productions and cognitions. Routledge. ISBN 978-1-315-59843-7. 
  16. Miggelbrink, Judith· Habeck, Joachim Otto (15 Νοεμβρίου 2016). Nomadic and indigenous spaces : productions and cognitions. Routledge. ISBN 978-1-138-26721-3. 
  17. Hymer, Stephen (Spring 2018). «Economic Forms in Pre-Colonial Ghana». Economic History Association 30 (1): 33–50. doi:10.1017/S0022050700078578. 
  18. Vaughn, Sharon; Wanzek, Jeanne (May 2014). «Intensive Interventions in Reading for Students with Reading Disabilities: Meaningful Impacts». Learning Disabilities Research & Practice 29 (2): 46–53. doi:10.1111/ldrp.12031. ISSN 0938-8982. PMID 24910504. 
  19. de Janvry, Alain; Sadoulet, Elisabeth (2011-06-01). «Subsistence farming as a safety net for food-price shocks». Development in Practice 21 (4–5): 472–480. doi:10.1080/09614524.2011.561292. ISSN 0961-4524. 
  20. Christiaensen, Luc; Martin, Will (2018-09-01). «Agriculture, structural transformation and poverty reduction: Eight new insights» (στα αγγλικά). World Development 109: 413–416. doi:10.1016/j.worlddev.2018.05.027. ISSN 0305-750X. 
  21. Christiaensen, Luc; Demery, Lionel; Kuhl, Jesper (November 2011). «The (evolving) role of agriculture in poverty reduction—An empirical perspective» (στα αγγλικά). Journal of Development Economics 96 (2): 239–254. doi:10.1016/j.jdeveco.2010.10.006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-10-18. https://web.archive.org/web/20221018085021/https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0304387810001252. Ανακτήθηκε στις 2022-12-17.