Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δημήτριος Υψηλάντης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δημήτριος Υψηλάντης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Δημήτριος Υψηλάντης (Ελληνικά)
Γέννηση25  Δεκεμβρίου 1793[1][2]
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος5  Αυγούστου 1832
Ναύπλιο
Αιτία θανάτουμυοτονική δυστροφία τύπου 1
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός
Οικογένεια
ΓονείςΚωνσταντίνος Υψηλάντης και Ελισάβετ Υψηλάντη
ΑδέλφιαΑλέξανδρος Κ. Υψηλάντης
Νικόλαος Υψηλάντης
Γεώργιος Υψηλάντης
Γρηγόριος Υψηλάντης
Αικατερίνη Υψηλάντη
Μαρία Υψηλάντη
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός/Ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός
Πόλεμοι/μάχεςΕλληνική Επανάσταση του 1821, Μάχη των Δερβενακίων και Μάχη της Πέτρας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων
Φιλικός
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Έγγραφο που φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Δημητρίου Υψηλάντη.
Ταφικό μνημείο του Δημητρίου Υψηλάντη, στην πλατεία Συντάγματος, στο Ναύπλιο.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 25 Δεκεμβρίου 1793Ναύπλιο, Βασίλειο της Ελλάδος, 5 Αυγούστου 1832) ήταν Έλληνας πρίγκηπας, στρατιωτικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πολιτικός.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν δεύτερος γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας, Κωνσταντίνου Υψηλάντη, και της δεύτερης συζύγου του, Ελισάβετ Βακαρέσκου[3]. Ένας εκ των πρώτων δασκάλων του ήταν ο Μακάριος Καββαδίας[4].

Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Στάλθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως το βαθμό του λοχαγού. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Από τον Οκτώβριο του 1820 και έως την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού Ραγέφσκι[5].

Η κάθοδος στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πατρότητα της ιδέας της αναπλήρωσης του Αλέξανδρου από τον Δημήτριο διεκδικείται από τους Ξάνθο και Αναγνωστόπουλο και χρονικά τοποθετείται μεταξύ 9 και 19 Μαρτίου 1821[6]. Με την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Αρχής στην Πελοπόννησο. Πραγματοποίησε αρχικά ένα σύντομο ταξίδι στην Οδησσό με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους Έλληνες της εκεί κοινότητας, δανείστηκε άλλα αφού υποθήκευσε οικογενειακά κοσμήματα, προμηθεύθηκε όπλα και γύρισε στο Κισινιόφ[7].

Η κάθοδός του στην Ελλάδα στάθηκε περιπετειώδης επειδή στην αρχή (Μάιος 1821) στο Τσέρνοβιτς (σημερινό Τσερνιφτσί, Ουκρανία), αναγνωρίστηκε από κάποιον τυχοδιώκτη Σαλόνσκη, πρώην υπηρέτη διωγμένο από το σπίτι του γαμπρού του Υψηλάντη. Μέχρι να φτάσει στην Τεργέστη, τον είχε μαζί του ως αιχμάλωτο και όταν επιβιβάστηκε στο καράβι τον άφησε δίνοντάς του 600 δίστηλα. Στις 17 Μαΐου στο Xέρμανστατ αναγνωρίστηκε από κάποιον Μολδαβό, ο οποίος εξαφανίστηκε και κατόπιν πήγε στη Βιέννη να καταγγείλει τον Υψηλάντη. Αυτός ήταν ο λόγος αλλαγής του δρομολογίου του Υψηλάντη: από το Xέρμανστατ πήγε στην Τεργέστη μέσω Τέμεσβαρ, Έσσεγκ Κάρλστατ και Φιούμε. Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται από τον Ιωάννη Φιλήμονα στα έργα του Περί της Φιλικής Εταιρείας και Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως[8].

Ο Υψηλάντης είχε μαζί του δύο εφοδιαστικά όπως τα έλεγαν τότε, δηλαδή δύο διαβατήρια, ένα ρωσικό και ένα γερμανικό[9]. Οι αυστριακές Αρχές επέτρεψαν στον Υψηλάντη να φύγει για την Ελλάδα, επειδή εκτίμησαν ότι έτσι θα είχαν την καλύτερη απόδειξη πως η Ρωσία εμπλεκόταν στις ταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία[10].

Το ταξίδι ξεκίνησε από το Κισινιόφ στις 30 Απριλίου 1821 και στην Τεργέστη φτάνει στις 4 Ιουνίου. Από εκεί έφυγε στις 7 Ιουνίου δήθεν για την Οδησσό αλλά τελικά για την Ύδρα, όπου έφτασε στις 8/20 Ιουνίου[11][12]. Ο Υψηλάντης κατέβηκε με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος και είχε τη σημαία της Φιλικής με το φοίνικα και τις λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος», τα πληρεξούσια του αδελφού του με τα οποία διοριζόταν «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής», τυπογραφείο και 300.000 γρόσια, που προέρχονταν από εράνους μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων φιλελλήνων. Ήταν τότε 27 ετών, αδύνατος και με αρκετή φαλάκρα, με κράση ελάχιστα ανδρική, αλλά «καρδιά ανδρικωτάτη», όπως λέει ο Φιλήμων[8]. Στις 12 Ιουνίου εκδίδει την πρώτη προκήρυξή του. Με αυτήν αποσκοπεί στη στρατολόγηση και τον εφοδιασμό. Στις 19 Ιουνίου αποβιβάζεται στο Άστρος και μετά από δύο ημέρες πάει στα Βέρβαινα για να συναντηθεί με προκρίτους[13]. Ήδη από το Άστρος εκδηλώθηκε η πρώτη δυσφορία κατά του προσώπου του λόγω της συμπάθειάς του προς τους Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά[3].

Η δράση του στην Ελλάδα κατά την επαναστατική περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την 1η Ιουλίου 1821, 22 οπλαρχηγοί αναγνώρισαν στα Τρίκορφα τον Υψηλάντη ως αρχιστράτηγο και του ζήτησαν να αναλάβει την αρχηγία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Είχε προηγηθεί η διαφωνία μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη σχετικά με το θέμα της οργάνωσης και διοίκησης των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων. Τελικά οι πρόκριτοι συνεργάστηκαν με τον Υψηλάντη, χωρίς όμως να τον αναγνωρίσουν ως αρχιστράτηγο[14]. Όταν όμως μαθεύτηκε κατά το β΄ δεκαπενθήμερο του Αυγούστου η αρνητική έκβαση των γεγονότων στις Ηγεμονίες, η θέση του εξασθένισε[15]. Δύο πρόσωπα που θέλησαν να τον υπονομεύσουν ήταν ο Κωστάκης Καρατζάς, γιος του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, και ο Θεόδωρος Νέγρης[16].

Υπήρξε γενικός διοικητής της πολιορκίας της Τριπολιτσάς οργανώνοντας τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα[17]. Καθώς τουρκικά στρατεύματα απειλούν να αποβιβαστούν στον Κορινθιακό κόλπο, αναχωρεί εσπευσμένα από την Τριπολιτσά στις 13 Σεπτεμβρίου 1821 προς τις ακτές του Κορινθιακού. Θα γυρίσει πίσω όταν θα πληροφορηθεί την πτώση της Τριπολιτσάς για να αποκαταστήσει την τάξη: καθαριότητα της πόλης και προστασία των Τούρκων αιχμαλώτων[18]. Οι συγκεντρωμένοι στο Άργος πολιτικοί διέδιδαν συκοφαντίες κατά του Υψηλάντη. Αυτός έλαβε μέτρα για την ίση διανομή των λαφύρων εν όψει της πολιορκίας του Ναυπλίου[19].

Ο Υψηλάντης το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 προέβη σε πρωτοβουλίες σχετικές με τη συγκρότηση Εθνικής Συνέλευσης. Ο Υψηλάντης, με μόνη συμπαράσταση τους στρατιωτικούς, τελικά δέχθηκε να γίνει Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στις 11 Δεκεμβρίου έφυγε για την πολιορκία της Κορίνθου. Στα πλαίσια της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, εξελέγη πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Αν και τυπικώς ισότιμο το αξίωμά του με του προέδρου του Εκτελεστικού (Μαυροκορδάτος), ο Υψηλάντης δεν υφίστατο πλέον πολιτικώς[5]. Την 8 Ιουλίου 1822, επικεφαλής δύναμης 300 ανδρών και με συμπαραστάτες τους Πάνο Κολοκοτρώνη και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, αντιστάθηκε επί τριήμερο στην προέλαση του Δράμαλη, στο Ναύπλιο. Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (Μάρτιος-Απρίλιος 1823), ο Υψηλάντης δεν υποχώρησε στις πιέσεις των προκρίτων να μονοπωλήσουν την εξουσία και η στάση του ενίσχυσε το κύρος του. Θέλησε να λειτουργήσει κατευναστικά μεταξύ των αντιμαχομένων στον Εμφύλιο. Ξεχώρισε στη μάχη των Μύλων (κοντά στο Άργος), όπου διορίστηκε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων και χάρη στη γενναιότητά του απέκρουσε τον Ιμπραήμ[5]. Τον Απρίλιο του 1827, στις εργασίες της Γ' Εθνοσυνέλευσης, αντιτάχτηκε στην "εν λευκώ" ανάθεση των διαπραγματεύσεων για την επιτυχή έκβαση του ελληνικού αγώνα στη Μεγάλη Βρετανία.

Η δράση κατά την Καποδιστριακή περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης του Στρατού και ανέλαβε την οργάνωσή του και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο Κυβερνήτης τού ανέθεσε την αρχηγία του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας. Τον Οκτώβριο του 1828, ως στρατάρχης Δημητρής Υψηλάντης, επικεφαλής των έξι χιλιαρχιών που είχαν συγκροτηθεί, πραγματοποίησε νικηφόρες επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Βοιωτία και διατήρησε την περιοχή υπό ελληνικό έλεγχο. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, διηύθυνε την τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας[5]. Παρ' όλα αυτά, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας πέτυχε την απομάκρυνση του Υψηλάντη για να διευθύνει το στρατό της Ρούμελης[20].

Ο Υψηλάντης μεμφόταν τον Καποδίστρια ως υπεύθυνο για το ότι ο Λεοπόλδος της Σαξονίας-Κοβούργου και Γκότα παραιτήθηκε της υποψηφιότητάς του για τον ελληνικό θρόνο[21][22]. Στις 31 Μαρτίου 1832, επιτροπή αποτελούμενη από στρατιωτικούς παρουσιάστηκε στη Γερουσία ζητώντας να μπει και ο Δημήτριος Υψηλάντης στη Διοικητική Επιτροπή[23]. Στις 2 Απριλίου, η Γερουσία ψήφισε νέα Διοικητική Επιτροπή με τον Υψηλάντη να είναι ένα από τα μέλη της[24].

Μικρόσωμος και φιλάσθενος, απεβίωσε νέος στο Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1832, πιθανώς από κληρονομική μυοτονική δυστροφία[25].

Ο Δημήτριος Υψηλάντης σκόπευε να νυμφευθεί τη Μαντώ Μαυρογένους. Όμως ο Ιωάννης Κωλέττης τη διέβαλε στον Υψηλάντη και ο τελευταίος αθέτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει και τελικά χώρισαν[26].

Αποτίμηση της προσωπικότητάς του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την εκφώνηση του επικήδειου λόγου για τον Υψηλάντη, ο Γεώργιος Τερτσέτης, είπε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων: "Επέλεξε να θυσιάσει τα πάντα για την πατρίδα, χωρίς να σκιάσει την ψυχή του το μίσος για τους άλλους"[27]. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος χαρακτηρίζει τον Δημήτριο Υψηλάντη ως τον «αγνότερο ίσως και περισσότερο ανιδιοτελή από τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης»[28].

Προς τιμήν του, τρεις πόλεις των ΗΠΑ φέρουν το όνομά του (Ypsilanti): στις πολιτείες Μίσιγκαν, όπου βρίσκεται η έδρα του Eastern Michigan University, Βόρεια Ντακότα και Τζόρτζια.

Παραπομπές και σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0072980.
  2. 2,0 2,1 (Ιταλικά) Sapere Encyclopedia. De Agostini Editore. 2001. Ipsilanti,+Demètrio.
  3. 3,0 3,1 Σφυρόερας (1988), σελ. 245.
  4. Ασδραχάς (1964), σελ 236.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Σφυρόερας (1988), σελ. 246.
  6. Παναγιωτόπουλος (2015), σελ. 73-74.
  7. Παναγιωτόπουλος (2015), σελ. 76-77.
  8. 8,0 8,1 Γκίνης (1964), σελ. 187.
  9. Το ρωσικό εφοδιαστικό έχει εννέα θεωρήσεις και το όνομα του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, Έλληνα εμπόρου. Το γερμανικό εφοδιαστικό έχει δεκατρείς θεωρήσεις και το όνομα του Πανάγου Αθανάση, Έλληνα έμπορου από το Κίσενοβ της Βεσαραβίας. Βλ. Γκίνης (1964), σελ. 188.
  10. Δαφνής (1976), σελ. 400.
  11. Γκίνης (1964), σελ. 188-189.
  12. Παναγιωτόπουλος (2015), σελ. 69, υποσ. 8.
  13. Δεσποτόπουλος (1975α), σελ. 138.
  14. Γριτσόπουλος (1972-1973), σελ. 168-206.
  15. Δεσποτόπουλος (1975β), σελ. 138-139.
  16. Δεσποτόπουλος (1975γ), σελ. 139-140.
  17. Δεσποτόπουλος (1975δ), σελ. 147-148.
  18. Σφυρόερας (1975α), σελ. 175, 177.
  19. Σφυρόερας (1975β), σελ. 180.
  20. Λούκος (1988), σελ. 134, 155.
  21. Γεννάδιος (1928), σελ. 135-138.
  22. Λούκος (1988), σελ. 184.
  23. Δημακόπουλος (1966), σελ. 145, υποσ. 21.
  24. Βακαλόπουλος (1975), σελ. 571.
  25. Γεωργόπουλος (1992).
  26. Τριανταφυλλόπουλος (1936).
  27. Ιωάννης Κρασσάς, εφημερίδα "Πολιτεία Παπάγου-Χολαργού", #118 (Μάιος - Ιούνιος 2021), σελ. 10
  28. Βακαλόπουλος (1975), σελ. 572.
  • Ασδραχάς, Σπύρος (Δεκέμβριος 1964). «Μακάριος Καβαδίας (;-1824)». Ο Ερανιστής β΄ (12): 225-246. 
  • Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος (1975). «Διορισμός επταμελούς Διοικητικής Επιτροπής. Διαφωνίες ανάμεσα στα μέλη της». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 571-572. 
  • Γεννάδιος, Ιωάννης (1928). «Δημήτριου Υψηλάντου επιστολή ανέκδοτος». Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 10 (1 (νέα σειρά)): 135-138. 
  • Γεωργόπουλος, Δημήτρης Χ. (1992). «Το μνημείο του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο». Ναυπλιακά Ανάλεκτα I. Δήμος Ναυπλιέων. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2020. 
  • Γκίνης, Γρηγόρης (Ιούνιος-Αύγουστος 1964). «Ο Δημήτριος Υψηλάντης κατεβαίνει στην Ελλάδα». Ο Ερανιστής β΄ (9/10): 187-189. 
  • Γριτσόπουλος, Τάσος (1972-1973). «Η συνέλευσις των προεστών εις Ζαράκοβαν». Αθηνά 73-74: 168-206. 
  • Δαφνής, Γρηγόριος (1976). Ιωάννης Καποδίστριας: Η γένεση του ελληνικού κράτους. Αθήνα: Ίκαρος. 
  • Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος (1975α). «Άφιξη του Δ. Υψηλάντη». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 138. 
  • Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος (1975β). «Διαφωνία με τους προκρίτους». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 138–139. 
  • Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος (1975γ). «Ο Κ. Καρατζάς και Θ. Νέγρης εναντίον του Δ. Υψηλάντη». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 139–140. 
  • Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος (1975δ). «Η πολιορκία της Τριπολιτσάς». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 143–148. 
  • Δημακόπουλος, Γεώργιος (1966). «Αι κυβερνητικαί αρχαί της Ελληνικής Πολιτείας 1827-1833». Ο Ερανιστής δ΄: 117-154. 
  • Λούκος, Χρήστος (1988). Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1828-1831. Αθήνα: Θεμέλιο. 
  • Παναγιωτόπουλος, Βασίλης (2015). «Εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια». Δυο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα του πρίγκηπα Γεώργιου Καντακουζηνού. Μτφρ. Οικονόμου, Χρίστος. Αθήνα: Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Ασίνη. σελίδες 13–171. 
  • Σφυρόερας, Βασίλειος (1975α). «Συνέχιση της πολιορκίας και άλωση της Τριπολιτσάς». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 174–177. 
  • Σφυρόερας, Βασίλειος (1975β). «Εξελίξεις στην πολιορκία του Ναυπλίου. Έφοδος των Ελλήνων και αποτυχία». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ιβ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 179–181. 
  • Σφυρόερας, Βασίλειος (1988). «Υψηλάντης Δημήτριος». Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. . Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 245–246. 
  • Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος (1936). «Η αναφορά της Μαντώς Μαυρογένη κατά του Δημητρίου Υψηλάντη». Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 11: 292-297.