Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δουλεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σκλαβοπάζαρο στη μεσαιωνική Ευρώπη. Πίνακας του Σεργκέι Ιβανόφ

Η δουλεία υπήρξε αρχαίος και διαπολιτισμικός θεσμός που νομιμοποιούσε τη μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία. Απαγορεύτηκε σταδιακά για οικονομικούς και ηθικούς λόγους στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η δουλεία συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε αυτή καθαυτή την ανθρώπινη υπόσταση και το υποβίβαζε στο εξής σε αντικείμενο προς ιδιοκτησία και χρήση (ιδιώτη ή κράτους). Σε κατάσταση δουλείας ζούσε κατά καιρούς και περιοχές το 20%- 40% του πληθυσμού των κοινωνιών, ενώ υπήρξαν και κοινωνίες με πολύ υψηλότερο ποσοστό δούλων.

Η λέξη δουλεία προέρχεται από το επίθετο δούλος (υπηρέτης, ακόλουθος σύμφωνα με την αρχαία ελληνική γραμματεία), που προήλθε από την αρχαιότερη λέξη δόελος ή αλλού δόερος[1] (οι οποίες προφέρονταν ασυναίρετες).

Αρχικά, δούλος χαρακτηριζόταν ο εκ γενετής δούλος, δηλαδή εκείνος που γεννιόταν από γονιό δούλο, σε αντιδιαστολή –τότε- προς τον ανδράποδο, δηλαδή εκείνον που υποδουλωνόταν σε πόλεμο. Εκείνος που οι γονείς του ήταν και οι δύο δούλοι, ονομαζόταν αμφίδουλος.

Στο Β’ βιβλίο των Πολιτικών έως και στο Θ’ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχειών τονίζει ο Αριστοτέλης ότι αναγνωρίζεται ο ανθρώπινος χαρακτήρας και η δυνατότητα σχέσεων πειθούς και φιλίας μεταξύ του δούλου και του κυρίου του σπιτιού. Ο Αριστοτέλης δεν επιδιώκει να δικαιολογήση τον θεσμό γιατί ο θεσμός αυτός ήταν κάτι φυσικό και η σχέση μεταξύ τους αλληλένδετη. Άρα ο δούλος είχε την αναγώριση μιας ανθρώπινης και ηθικής οντότητας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Με λίγα λόγια ο κύριος χρησιμοποιεί τον δούλο ως όργανο του και κατά τον ίδιο τρόπο, όπως η ψυχή θεωρεί το σώμα οργανό της. Μοιάζει περισότερο με το υπηρέτης, ακόλουθος σύμφωνα με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Έχει γίνει μια τρομακτική παρανόηση μεταξύ της λέξης δούλος και σκλάβος πολέμου.

Η ύπαρξη της δουλείας στην κοιτίδα της δημοκρατίας παρείχε τρόπον τινά άλλοθι ή πάντως ελαφρυντικά στο δουλεμπόριο πολύ μεταγενέστερων λαών, (βλέπε Αφρική κλπ)

Η σκλαβιά και οι σκλάβοι (μεταγενέστερη λέξη)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη σκλαβιά που χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο, όπως και οι λέξεις για τη δουλεία σε άλλες γλώσσες, π.χ. slavery, enslavage και Sklaverei, προήλθαν από τη βυζαντινή λέξη Σκλαβηνός<Σλαβηνός<Σλάβος<Σλαύος. Πιθανόν σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, αλλά όχι όλους, οι Βυζαντινοί να έδωσαν σε ορισμένες εθνότητες τον χαρακτηρισμό Σλάβοι, επειδή τα ονόματά τους είχαν συνήθως την κατάληξη –σλαβ (π.χ. Στανισλάβ). Στη συνέχεια, η λέξη «σκλαβηνός» και «σκλάβος» πιθανολογείται ότι έγινε συνώνυμο του δούλου (μια λάθος διατύπωση του ιερού θεσμού δούλος στην αρχαία ελλάδα με το σκλάβος), επειδή πολλοί Σλάβοι υποδουλώθηκαν από γερμανικές φυλές, αλλά κυρίως επειδή οι μουσουλμάνοι της ιβηρικής Χερσονήσου[2] [3] χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη (αραβ. Ṣaqālibah) για να διακρίνουν τους Ευρωπαίους δούλους τους από τους υπόλοιπους, όπως αργότερα οι Αμερικανοί ονόμαζαν τους Αφρικανούς σκλάβους (όχι δούλους) τους νέγρους.

Η κυρίαρχη μορφή δουλείας ήταν συνήθως για τους μεν άνδρες η εξαναγκαστική εργασία μέχρι φυσικής εξόντωσης, για τις δε γυναίκες η σεξουαλική εκμετάλλευση. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, χρησιμοποιούνταν συνήθως για σκληρή εργασία ή, σπανιότερα, για υποχρεωτική ενσωμάτωση στον κυρίαρχο πληθυσμό, αλλάζοντας θρήσκευμα και εθνικότητα. Επίσης, όταν έφταναν στην εφηβεία ή και νωρίτερα, τα κορίτσια άρχιζαν να χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικά αντικείμενα και τα αγόρια μετά τα 13-14 λογαριάζονταν συνήθως ως ενήλικες δούλοι. Τα αγόρια σε κάποιους πολιτισμούς γίνονταν ευνούχοι ή αφομοιώνονταν σε στρατιωτικές υπηρεσίες, εφόσον είχαν ασπασθεί το θρήσκευμα, την ιδεολογία και την εθνικότητα της κυρίαρχης ομάδας.

Το φαινόμενο ήταν πιο ανεπτυγμένο στις κοινωνίες που είτε επειδή είχαν σχετικά χαμηλό πληθυσμό είτε για άλλους λόγους χρειάζονταν περισσότερο και φθηνότερο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.

Η δουλεία εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα με διάφορες μορφές, κυρίως σε βάρος γυναικών (εξαναγκαστική πορνεία), παιδιών (επαιτεία, κακοποίηση, εργασία) και σπανιότερα ανδρών (εκμετάλλευση αιχμαλώτων πολέμου σε μερικά αφρικανικά κράτη[4].

Ορισμένοι θεωρούν ότι μορφή δουλείας αποτελεί σήμερα και η δουλειά σε οποιαδήποτε χώρα στηρίζει την οικονομία της στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα[5], λόγω της a priori εκμετάλλευσης της υπεραξίας των εργαζομένων, ενώ πολλοί ταυτίζουν τη δουλεία και με άλλες σκληρές, όμως σχετικά ηπιότερες μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο –π.χ. της δουλοπαροικίας. Μορφή δουλείας συνιστά κατά κάποιους και η σύγχρονη ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές όπως και τα καταναγκαστικά έργα, στα οποία αρκετές χώρες υποβάλουν τους καταδίκους τους. Γενικά, ως δουλεία μπορεί -με την ευρύτερη έννοια της χρήσης των ατόμων- να θεωρηθούν όλες οι διάδοχες καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού κοινωνικών ομάδων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κυριολεκτική χρήση του όρου δουλεία προϋποθέτει τη νόμιμη ή εθιμική αφαίρεση της ιδιότητας του υποκειμένου και τη μετατροπή του ατόμου σε αντικείμενο (res) του νόμου.

Ιστορία της δουλείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δουλεία παρατηρήθηκε ως «εθιμικό δίκαιο» σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου από τους προϊστορικούς χρόνους, όχι όμως και στις πρωτόγονες κοινωνίες, γιατί σε αυτές αρχικά δεν υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση ή τάξεις. Ως φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε συστηματικά μόνον όταν ο άνθρωπος άρχισε να αποκτά μόνιμη εγκατάσταση και να καλλιεργεί τη γη ή να αναπτύσσει τέχνες. Η δουλεία πήγασε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, αλλά εξυπηρετούσε, παράλληλα, και άλλες ανάγκες. Συνήθως εφαρμοζόταν ως άγραφο «πολεμικό δίκαιο» και ήταν η μοίρα των ηττημένων αλλοεθνών, όμως συχνά εφαρμοζόταν και σε βάρος ατόμων της ίδιας φυλής για αδικήματα που σήμερα θα ενέπιπταν στο ποινικό ή αστικό δίκαιο, όπως της κλοπής ή των χρεών.

Η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση, κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν συνήθως οι υγιείς και αρτιμελείς αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και οι αστικοί ή αγροτικοί πληθυσμοί που αυτοί υπερασπίζονταν. Μετά την υποδούλωσή τους, αντιμετωπίζονταν ως οικόσιτα ζώα ή αντικείμενα και παράλληλα ως εχθροί. Η τελευταία ιδιότητα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μεταχείρισή τους, γιατί νομιμοποιούσε τη σκληρή εργασία μέχρι θανάτου ή την ατίμωση των γυναικών –ήταν «ζωντανοί εχθροί» που τους είχε χαριστεί η ζωή και αυτή ανήκε πλέον ισοβίως στον κυρίαρχο. Επιπλέον, ως εχθροί θα έπρεπε να εξοντωθούν σωματικά και ηθικά. Τα παιδιά τους αντιμετωπίζονταν επίσης ως «παιδιά του εχθρού» και ως εν δυνάμει απειλή εκτός και αν ενσωματώνονταν πλήρως στην κυρίαρχη κοινωνία.

Η προδιαγεγραμμένη μοίρα των ηττημένων έκανε πολλούς πολεμιστές και αμάχους να αυτοκτονούν προτού συλληφθούν αιχμάλωτοι. Αν ζούσαν, στο εξής δεν θα είχαν το δικαίωμα να φύγουν από το σπίτι ή το αγρόκτημα του αφέντη τους, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά (αν έκαναν, ανήκαν κι αυτά στον κύριό τους ως έμψυχα αντικείμενα ή ως άψυχα περιουσιακά στοιχεία), δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, να διεκδικήσουν νερό, φαγητό ή ιατρική περίθαλψη, να αποκτήσουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο οι ίδιοι, να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης, να δηλώσουν ότι δεν αναγνωρίζουν αφέντη, να εκφράσουν οποιαδήποτε προσωπική άποψη πολιτική ή θρησκευτική και να αναζητήσουν προστασία σε περίπτωση που τους βασάνιζε εκείνος που νεμόταν κυριολεκτικά την κυριότητά τους.

Στον απόλυτο εξευτελισμό οδηγούνταν πιο εύκολα όσοι και όσες ανήκαν σε άλλη φυλή ή θρησκεία, ως αποτέλεσμα του ρατσισμού, αλλά και του γεγονότος ότι ειδικά οι ξένοι με διαφορετικό χρώμα ή χαρακτηριστικά, ξεχώριζαν εύκολα και ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητοι σε περίπτωση που δραπέτευαν. Η μοναδική τους επιλογή ήταν η υποταγή, γιατί οι διάφορες κοινωνίες νομιμοποιούσαν ανέκαθεν τη δουλεία με διάφορες θεωρίες φυσικής κατωτερότητας ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Στη Βίβλο γίνονται πολλές αναφορές στη δουλεία, όπως και στη μαζική δουλεία, δηλαδή την αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί που συντάχθηκε στη Μεσοποταμία το 1780 π.Χ. υπήρχαν πάνω από 30 νομικά άρθρα[6] που ρύθμιζαν τα θέματα της δουλείας, όπως π.χ. το πρόστιμο που κατέβαλε όποιος ελεύθερος πολίτης σκότωνε τον δούλο ή τη δούλα κάποιου άλλου, τι πλήρωνε αν η δούλα ήταν έγκυος, την τιμωρία όποιου έδινε άσυλο σε δραπέτη δούλο, την τιμωρία του δούλου που αμφισβητούσε τον αφέντη του κλπ.

Στις αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές κοινωνίες το πρόστιμο δεν είχε την ελαφρότητα της σημερινής έννοιας, αλλά αποτελούσε τη βασική ποινή για πολλά εγκλήματα[7], όχι μόνον εις βάρος δούλων αλλά και ελευθέρων. Αν, για παράδειγμα, στο βασίλειο των Λογγοβάρδων κάποιος σκότωνε ελεύθερο πολίτη πλήρωνε 300 solidi και αν σκότωνε ημιελεύθερο πλήρωνε 150: η ανθρώπινη ζωή εκτιμάτο σε χρήμα ούτως ή άλλως. Επίσης, οι περισσότερες κοινωνίες δεν έκριναν ειδικά κατά την αρχαιότητα σκόπιμο να διαθέτουν μεγάλες φυλακές για ποινικά αδικήματα (οι περισσότερες δεν είχαν ούτε καν μικρές) και θεωρούσαν παράλογο να συντηρούν στρατόπεδα αιχμαλώτων. Κατά συνέπεια, οι νικητές ενός πολέμου είχαν για την εποχή τους μόνον δύο λογικές επιλογές μετά την οριστικοποίηση της ήττας των αντιπάλων τους: είτε να τους εκτελέσουν είτε να τους υποδουλώσουν.

Πολλές φορές πάντως, εφαρμοζόταν μεταξύ των εμπολέμων και το έθιμο της ανταλλαγής δούλων, που ήταν αντίστοιχο της σύγχρονης ανταλλαγής αιχμαλώτων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρείτο και το φαινόμενο της ελευθέρωσης αιχμαλώτων ή δούλων από τη γενναιοδωρία του νικητή ή από σκοπιμότητα.

Σε μερικές περιοχές του κόσμου, η δουλεία πήγασε και από τον κανιβαλισμό[8] που ασκούσαν ορισμένες φυλές και οι οποίες έβλεπαν τους άλλους ανθρώπους ως λεία. Όταν οι ηττημένοι ήταν πολλοί, κρατούνταν ως δούλοι μέχρι να έρθει η ώρα να καταναλωθούν ως τροφή ή να χρησιμοποιηθούν σε ανθρωποθυσίες.

Η δουλεία ήταν συχνά το αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά και πολλές φορές η αιτία του. Στην Αφρική, για παράδειγμα, η δουλεία πήγασε από την ανάγκη κάποιων φυλών να υπερτερούν αριθμητικά. Βασικό κίνητρο για πόλεμο και αρπαγή ανθρώπων από άλλες κοινότητες ήταν δηλαδή η ενίσχυση της φυλής του νικητή –οι δούλοι προστίθεντο δηλαδή στην κυρίαρχη κοινότητα και ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά ενσωματώνονταν σε αυτήν πολύ γρήγορα ή και αυτομάτως. Αυτό διάρκεσε στην αφρικανική ήπειρο μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων και των Ασιατών (κυρίως Αράβων) εμπόρων και την έναρξη του συστηματικού δουλεμπορίου, όπου πλέον ο δούλος αποτελούσε ξένο σώμα στην κοινωνία των λευκών και αντικείμενο προς χρήση.

Καθώς οι οικονομίες πάντως στηρίζονταν όλο και περισσότερο στη φτηνή παροχή εργατικού δυναμικού και η ανάπτυξή τους εξαρτιόταν από την εργασία των δούλων, όλο και συχνότερα ξεκινούσαν πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με αποκλειστικό στόχο την υποδούλωση ενός ανίσχυρου λαού ή φυλής και την αρπαγή του μικρού πληθυσμού της για να υπαχθεί στο εργατικό δυναμικό του νικητή.

Σε διάφορους πολιτισμούς, πάντως, δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν πάρα πολλοί άνθρωποι και με συγκριτικά ειρηνικά μέσα ή πάντως σε καιρό ειρήνης. Σε αυτή τη χαμηλή κοινωνική θέση έπεφταν εκείνοι που όφειλαν χρήματα τα οποία δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν (και αντιμετωπίζονταν ως κλέφτες) ή όσοι υπέπιπταν σε διάφορα σοβαρά για την εποχή αδικήματα. Έπρεπε τότε ουσιαστικά να πουλήσουν τον εαυτό τους ή να διαπραγματευτούν την προσωπική ελευθερία τους πουλώντας τη γυναίκα ή τα παιδιά τους. Ο δούλος μπορούσε να τιμωρηθεί σε όποιον βαθμό ενέκρινε ο ιδιοκτήτης ή αφέντης του. Μερικές φορές οι δούλοι ελευθερώνονταν αν κάποιος εξαγόραζε την ελευθερία τους, αλλά αυτό ήταν σπάνιο.

Μερικές φορές επίσης οι άνθρωποι ενοικιάζονταν, με την έννοια ότι συμφωνούσαν για οικονομικούς λόγους να μείνουν δούλοι για 3 ή 5 χρόνια, κάτι που εκφραζόταν και με κλάσματα[9], δηλαδή συμφωνείτο κάποιος να ανήκει στον κύριό του κατά το ¼, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να δουλεύει για εκείνον 3 μήνες τον χρόνο. Με το σύστημα του «δανεισμού» των εαυτών τους μετανάστευσαν στην Αμερική πολλοί Ευρωπαίοι κατά την αποίκισή της[7], αφού πήγαν εκεί ως δουλοπάροικοι με συμφωνία 4ετους εργασίας για τους «δεσπότες» τους –ήταν η πληρωμή του εισιτηρίου για το διατλαντικό ταξίδι.

Στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα πάντως, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν ισοβίως, γιατί μόνον οι συγγενείς είχαν την πολυτέλεια να γίνονται δούλοι για περιορισμένο ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη Μεσοποταμία [6] επιτρεπόταν να κρατήσει κάποιος ως δούλο τον αδελφό του μόνον για 5 ή 6 χρόνια, ακόμα και αν του όφειλε χρήματα.

Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δουλεία ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του κινεζικού, του ιαπωνικού, του πολυνησιακού, του ινδικού, των λαών της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής όπως και πολλών λαών της Ευρώπης, περιλαμβανομένου του ελληνικού και του ρωμαϊκού. Ιδιαίτερη έμφαση όμως δίνεται συχνά στη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, όχι επειδή ήταν σκληρότερη, αλλά επειδή η διεθνής κοινότητα και πολλοί Έλληνες θεωρούν αυτονόητο ότι μια χώρα που διέθετε ανεπτυγμένο πολιτισμό και γέννησε τη δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να ανέχεται τη δουλεία.

Ένας βασικός λόγος για τη μεροληπτική εστίαση πολλών ξένων ιστορικών στην αρχαιοελληνική δουλεία είναι ότι έμμεσα αυτή νομιμοποιούσε τις ακρότητες στο δουλεμπόριο της αποικιοκρατίας, δηλαδή κατά την εφαρμογή της δουλείας από τον λαό στον οποίο οι ίδιοι ανήκαν. Η ύπαρξη της δουλείας στην κοιτίδα της δημοκρατίας παρείχε τρόπον τινά άλλοθι ή πάντως ελαφρυντικά στο δουλεμπόριο πολύ μεταγενέστερων λαών.

Εντούτοις, η ελληνική κοινωνία των κλασικών χρόνων ήταν κατά 30 αιώνες αρχαιότερη και λειτουργούσε μέσα σε ένα γενικότερο διεθνές πλαίσιο αποδοχής της δουλείας ως «πολεμικού δικαίου». Σημαντικό ρόλο δηλαδή στο ζήτημα της ελληνικής ή ρωμαϊκής δουλείας δεν έπαιζε μόνον η αξία που οι συγκεκριμένες κοινωνίες προσέδιδαν στην ανθρώπινη ζωή με βάση το δικό τους πολιτισμικό επίπεδο αλλά και η γενική/διεθνής αντίληψη για το ίδιο θέμα. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι παραγωγικές ανάγκες, οι οποίες εντέλει δεν καλύφθηκαν πιο ηθικά ούτε από τις σχετικά νεότερες κοινωνίες. Η νομοθεσία του Σόλωνα το 590 π.Χ. που απαγόρευε τους πολίτες να δανείζονται με ενέχυρο τον εαυτό τους ήταν εξάλλου πρωτοποριακή για την εποχή της, αφού εξάλλου μέχρι και σήμερα τα ανεξόφλητα δάνεια μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στη στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του –σε φυλάκιση.

Τέλος, στην αθηναϊκή –και σε όποια- δουλεία, ρόλο έπαιζε και η αντίληψη που επικρατούσε για το πολιτισμικό επίπεδο της εθνότητας ή φυλής του δούλου, γιατί καθόριζε αν στο εξής αυτός θα αντιμετωπιζόταν ισότιμα ή υποδεέστερα. Το γεγονός ότι μέχρι και το 1935 μ.Χ. υπήρχαν προηγμένοι, δημοκρατικοί λαοί που επισήμως θεωρούσαν ορισμένες φυλές «ζωώδεις» ή «εγκληματικές» και «στυγνές» σε σύγκριση με τη δική τους, γεγονός που οδήγησε σε ακραίες μορφές όχι μόνον εκμετάλλευσης και ρατσισμού, αλλά και σε γενοκτονίες, δείχνει ότι ακόμα και τον 20ό αιώνα ήταν δύσκολο να στερήσει κάποιος τις ενέργειές του από το θεωρητικό άλλοθι της «ανώτερης φυλής». Επίσης, ο ανεπίσημος και ημιεπίσημος ρατσισμός σε πολλές χώρες του κόσμου μέχρι σήμερα αποδεικνύει ότι ακόμα και στον 21ο αιώνα, πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν ως κριτήριο κοινωνικού status τη φυλή ή την εθνότητα ή τη θρησκευτική ομάδα στην οποία κάποιος ανήκει.

Στην Ευρώπη και ειδικά στη Μεσόγειο, η κατάσταση μεταβλήθηκε όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο Χριστιανισμός και η φιλοσοφία των Στωικών, αλλά είναι άγνωστο αν τον καθοριστικό ρόλο τον έπαιξαν πιο πεζά γεγονότα, όπως αυτή καθαυτή η αχανής έκταση, η δομή και η οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και, αργότερα, οι επιδημίες και οι συχνοί λιμοί στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η εισροή δούλων ήταν τόσο μεγάλη, που ένας μέσος Ρωμαίος διέθετε πάνω από 10 σκλάβους και οι πλούσιοι 400. Η παρουσία τους όμως δεν ήταν απλώς αριθμητικά έντονη, αλλά και ουσιαστική: μέσα σε τόσο πλούσια λάφυρα ανθρώπινης υπόστασης, ανευρίσκονταν πια και πολλοί δούλοι με δυσεύρετα προσόντα και ειδικότητες, όπως γιατροί, δάσκαλοι, λογιστές κλπ. Αυτοί αξιοποιούνταν στον τομέα τους παραμένοντας δούλοι, αλλά είχαν κοινωνική επιρροή, παρότι ανήκαν στην κατώτατη τάξη των σκλάβων.

Οι Ρωμαίοι στήριξαν βαθμιαία σε αυτούς ουσιαστικά όλη την οικονομία και την αλυσίδα της παραγωγής τους στη διατροφή και άλλους ζωτικούς τομείς. Έτσι εξαρτούνταν απόλυτα από την απόδοση της τάξης των σκλάβων. Στην αρχαία Ρώμη, οι δούλοι μπορούσαν να ανήκουν σε ιδιώτες ή στο κράτος. Στον ιδιωτικό τομέα, οι δούλοι μπορούσαν να ήταν υπηρέτες, ερωμένες, καθαρίστριες, μονομάχοι, εργάτες, γιατροί, βιοτεχνίες, παιδαγωγοί, κομμωτές, αγρότες, ιπποκόμοι κ.λπ. Στον κρατικό τομέα ήταν επίσης αγρότες, συντηρητές, εργάτες στην οδοποιία, μεταφορείς, εργάτες του δήμου (π.χ. οδοκαθαριστές), μεταλλωρύχοι κλπ. Έτσι, αν και οι δούλοι δεν ανήκαν σε κοινά έθνη και δύσκολα εξεγείρονταν, κατείχαν θέσεις-κλειδιά για την οικονομία. Κάθε εξέγερσή τους παρέλυε την οικονομία και άφηνε χωρίς τροφοδοσία και παροχές όχι μόνον τους φτωχούς Ρωμαίους, αλλά και τα πλούσια αστικά κέντρα. Αν και αριθμούνται κυρίως τρεις μεγάλες εξεγέρσεις σκλάβων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με γνωστότερη εκείνην του 73 π.Χ. στην οποία ηγείτο ο Σπάρτακος, αυτές ήταν συχνότερες και είχαν πάντα συνέπειες.

Σταδιακά, η ρωμαϊκή νομοθεσία άρχισε για τους προαναφερόμενους λόγους να γίνεται αυστηρότερη προς τους δουλοκτήτες και πιο ανθρώπινη με τους δούλους. Ενώ για παράδειγμα μέχρι το 50 μ.Χ. ο δούλος που αρρώσταινε δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια γιατρού και οι περισσότεροι αφέντες πετούσαν κυριολεκτικά στον δρόμο τον άρρωστο ή γέρο σκλάβο, επί Κλαυδίου νομοθετήθηκε ότι αν ο αφέντης αφήσει τον δούλο του αφρόντιστο και αυτός αναρρώσει, θα θεωρείται στο εξής αυτομάτως ελεύθερος. Επίσης απαγορεύθηκε να δίνονται δούλοι ως βορά των άγριων ζώων. Ενώ έως τότε όλοι προσέφεραν τις γυναίκες δούλες ως σεξουαλικά αντικείμενα στους συγγενείς και φίλους τους, νομοθετήθηκε ότι τα παιδιά της γυναίκας δούλας που έμενε έγκυος, θα έπρεπε στο εξής να προστατεύονται. Το 150 μ.Χ., ο Αντωνίνος Πίος[10] έδωσε στους δούλους το δικαίωμα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη όταν τους βασάνιζε ο αφέντης τους. Την εποχή του Διοκλητιανού[10] και περίπου το 300 μ.Χ. εκδόθηκε νόμος που όριζε ότι ο αφέντης που σκότωνε δούλο χωρίς σοβαρή αφορμή, θεωρείτο πια εγκληματίας –μέχρι τότε η αφαίρεση ζωής δούλου ήταν απλό πταίσμα που συνεπαγόταν πρόστιμο ή αντιμετωπιζόταν και ως καθαρά οικογενειακή υπόθεση που δεν απασχολούσε καν τη δικαιοσύνη. Επίσης επί Διοκλητιανού ή ίσως και λίγο νωρίτερα, απαγορεύθηκε να πουλά κάποιος το παιδί του ως δούλο και οι πιστωτές δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την οφειλή τους σε δουλεία.

Το κατά πόσον τηρούνταν όλοι αυτοί οι κατά καιρούς οριζόμενοι νέοι νόμοι, είναι άγνωστο, αλλά οπωσδήποτε η νομοθετική πρόνοια αποτελούσε πρόοδο σε σύγκριση με τον κοινωνικό θάνατο που συνεπαγόταν έως τότε η δουλεία.

Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, οι περισσότεροι δούλοι της μετατράπηκαν με αυτοκρατορικά διατάγματα σε απελεύθερους χωρικούς. Τότε άρχισε να αναπτύσσεται η τάξη των δουλοπάροικων που αποτέλεσε στη Δύση αργότερα τον βασικό κορμό του αγροτικού δυναμικού της φεουδαρχίας. Οι περισσότεροι από αυτούς απελευθερώθηκαν μερικά, δηλαδή ήταν «υπόχρεοι» και όχι απόλυτα ελεύθεροι.

Οι ακτήμονες χωρικοί και όσοι είχαν μικρά αγροκτήματα δεν χάρηκαν για πολύ αυτή την περιορισμένη ελευθερία τους. Καθώς στις περισσότερες περιοχές της διαλυμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν υπήρχε κεντρική εξουσία, άρχισαν να στρέφονται για προστασία ή διακίνηση της παραγωγής τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι και συντηρούσαν μικρούς στρατούς. Σταδιακά οι περισσότεροι μπήκαν «στη δούλεψη» των γαιοκτημόνων και σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής προστασίας που αυτοί τους παρείχαν (από επιδρομές ληστών ή από οργανωμένους στρατούς άλλων γαιοκτημόνων ή, από εισβολές γερμανικών φύλων), αυτοί δέχτηκαν στην αρχή να δίνουν στον μεγαλογαιοκτήμονα μέρος της παραγωγής τους ή προσωπική εργασία.

Βαθμιαία, αναγκάστηκαν να δεχτούν πιο ανελεύθερους όρους, όπως το να παντρεύονται με άτομα μόνον από την ίδια περιοχή και να μην εγκαταλείπουν το κτήμα χωρίς την άδεια του κυρίου τους ή segnieur. Αυτή η εξάρτηση σταδιακά τους μετέβαλε και πάλι σε δούλους, μόνον που τώρα οι όροι δεν ήταν τόσο επαχθείς όσο 200 χρόνια πριν. Εντούτοις, έπαψαν να είναι ελεύθεροι απέναντι στον νόμο και ανέλαβαν βαριές δεσμεύσεις. Οι περισσότεροι δέθηκαν με τη γη του μεγαλογαιοκτήμονα με συμβόλαιο και αποδέχτηκαν να προσφέρουν πάνω από τον μισό χρόνο τους στα κτήματά του. Όταν η δική τους σοδειά ήταν κακή, έπρεπε να παρέχουν άλλες υπηρεσίες στον γαιοκτήμονα. Είχαν όμως το δικαίωμα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη αν βιαοπραγούσε ο «προστάτης κύριός τους» ή αν βίαζε τη σύζυγο ή την κόρη τους.

Η τήρηση της νομοθεσίας αμφισβητείται και η αυθαιρεσία οργίαζε, όμως νομικά ο δουλοπάροικος ήταν πια υποκείμενο και όχι αντικείμενο του νόμου.

Οι δούλοι συνέχιζαν πάντως να υπάρχουν και εξακολουθούσαν να θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία. Μεγάλη εισροή δούλων σημειώθηκε τον 14ο αιώνα εξαιτίας του Μαύρου Θάνατου, δηλαδή της επιδημίας πανώλης του 1350. Η πείνα -που ήταν αποτέλεσμα κακών σοδειών και άλλων παραγόντων, όπως της υπερκαλλιέργειας- το 1315 όπως και η μεγάλη επιδημία πανώλης λίγες δεκαετίες μετά, αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της Ευρώπης. Αυτή η τραγική κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα να μείνουν ακατοίκητες μεγάλες εκτάσεις και να δημιουργηθεί ανάγκη για εργατικά χέρια, οπότε οι όροι διαπραγμάτευσης με τους χωρικούς που είχαν επιβιώσει άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο για τους αγρότες. Όμως αυξήθηκε η ανάγκη για φτηνό εργατικό δυναμικό και τότε το δουλεμπόριο γνώρισε νέα ακμή. Οι δούλοι έφταναν στην Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική.

Η πανώλη και διάφορες επιδημίες υψηλής νοσηρότητας συνέχισαν πάντως να επανεμφανίζονται σχεδόν σταθερά κάθε 20-30 χρόνια και σάρωναν την Ευρώπη, γιατί δεν είχε βελτιωθεί καθόλου το υγειονομικό τοπίο. Έτσι ο αγροτικός και αστικός πληθυσμός κατά καιρούς μειωνόταν κατακόρυφα και η ανάγκη για νέους δούλους ανανεωνόταν διαρκώς.

Η δουλεία στο Βυζάντιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Βυζαντινή αυτοκρατορία υπό την επίδραση του Χριστιανισμού σημειώθηκε μέχρι τον 10ο αιώνα μια σταδιακή αλλαγή των αντιλήψεων περί δουλείας. Στα αγιογραφικά κείμενα και στους νόμους ο Χριστιανός αιχμάλωτος γίνεται αντιληπτός όχι ως ιδιοκτησία αλλά σαν άτομο με προσωπικότητα. Είναι εμφανές ότι η Χριστιανική αντίληψη για τη δουλεία εξασθένησε την υποταγή του σκλάβου στον γήινο αφέντη του ισχυροποιώντας τους δεσμούς του ως ανθρώπου με τον Θεό. Αν και η Χριστιανική Εκκλησία δεν είχε κάποια άποψη κατά της δουλείας, επέμενε στις ευθύνες των αφεντών, και η σχέση μεταξύ δούλου και Θεού βαθμιαία έγινε σημαντικότερη από τη σχέση δούλου και αφέντη. Το αντίστοιχο έγινε και στη νομοθεσία, όπου το κράτος έθεσε υπό τον έλεγχό του την κατάσταση ελλιπούς ελευθερίας και η σχέση του δούλου με το κράτος έγινε σημαντικότερη από αυτή μεταξύ δούλου και αφέντη. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, παρά τις αντιρρήσεις των αφεντών, έδωσε στους δούλους το δικαίωμα να τελούν χριστιανικό γάμο. Τέθηκαν περιορισμοί στη δουλεία ως ποινή, την εθελούσια δουλεία έναντι αμοιβής, και το εμπόριο παιδιών. Στο Βυζάντιο η δουλεία λόγω αιχμαλωσίας από πόλεμο και το εμπόριο σκλάβων διαμορφώθηκαν από τις σχέσεις με τον Μουσουλμανικό κόσμο. Το κράτος σταδιακά αύξησε το ενδιαφέρον του για την απελευθέρωση των Χριστιανών δούλων, έθεσε όρια στο εμπόριό τους, και διευκόλυνε την εξαγορά της ελευθερίας τους. Αν οι αιχμάλωτοι (Χριστιανοί) δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ποσό της εξαγοράς τους, δεν παρέμεναν σκλάβοι αλλά έπρεπε να τους καταβληθεί μισθός μέχρι να μπορέσουν να πληρώσουν.[11] Με διατάγματα του Ιουστινιανού[12] και άλλων αυτοκρατόρων ο δούλος έπαψε νομικά να θεωρείται πράγμα. Η πιο σημαντική Εισήγηση του Ιουστινιανού ήταν εκείνη που για πρώτη φορά όριζε με νόμο πως ο δούλος είναι άνθρωπος. Επίσης όριζε να δίνεται αυτομάτως το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη στους δούλους που ελευθερώνονταν ενώ μέχρι τότε οι κοινωνικές διακρίσεις συνεχίζονταν μέχρι και τους απογόνους τρίτης γενεάς του πρώην δούλου.

Παράλληλα, οι αυτοκράτορες δεν επιθυμούσαν να αναπτυχθεί η φεουδαρχία στο μέτρο που αυτή αναπτύχθηκε στη Δύση και προσπαθούσαν να στηρίζουν τους μικροκτηματίες, επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μην ισχυροποιηθούν οι γαιοκτήμονες και οι «ευγενείς» ή τιτλούχοι. Αυτές οι προσπάθειες δεν απέδιδαν πάντα καρπούς και σε πολλές περιοχές οι αγρότες ζούσαν σαν δούλοι. Αρκετά συχνά εξάλλου οι αυτοκράτορες υποχωρούσαν στις πιέσεις των γαιοκτημόνων και για να κρατήσουν ισορροπίες έκαναν υποχωρήσεις σκοπιμότητας εις βάρος των μικρών γαιοκτησιών ή των ακτημόνων. Σε γενικές γραμμές πάντως, πολιτική του κράτους ήταν να ελέγχει την εξουσία των μεγαλοκτηματιών –άρα να τους κρατά όσο μπορούσε πιο αποδυναμωμένους.

Εκτός από τους δουλοπάροικους που αν όχι τυπικά, πάντως ουσιαστικά αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρκετοί συνέχιζαν να είναι και οι δούλοι που εισέρρεαν από τους πολέμους ή οι Βυζαντινοί που ζούσαν σαν δούλοι σε ξένα κράτη.

Οι Βυζαντινοί κρατούσαν και βιβλία («Βίβλο Αλλαγίων» όπως αναφέρεται), με τα στοιχεία των αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει όπως και των Βυζαντινών που είχαν αντιστρόφως συλληφθεί από τον εχθρό. Με βάση αυτά τα έγγραφα προχωρούσαν συχνά σε ανταλλαγή αιχμαλώτων [13] ή σε εξαγορά της ελευθερίας των Βυζαντινών δούλων με καταβολή λύτρων.

Οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών της αυτοκρατορίας έθαβαν πολύ συχνά την όποια περιουσία τους σε λάκκους και έβαζαν ένα σημάδι για το οποίο ενημέρωναν τους συγγενείς τους ή έμπιστα πρόσωπα, ώστε αν οι ίδιοι συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι (από εισβολείς ή κοινούς ληστές) να ξέθαβαν κάποιοι τα κοσμήματα ή τα χρήματα και να εξαγόραζαν την ελευθερία τους «για να μην καταντήσουν δούλοι». Οι Έλληνες του Πόντου είχαν μέχρι σχετικά πρόσφατα ως χειρότερη κατάρα τη φράση «αιχμάλωτος να γίνεσαι» [14], που δείχνει πόσο τους τρόμαζαν όσα συνεπαγόταν η δουλεία.

Οι περισσότεροι δουλέμποροι που δρούσαν στα λιμάνια (για να αγοράζουν σκλάβους από πειρατές) ή στις μεγάλες πόλεις, είχαν και ειδικότητα, ανάλογα με την πελατεία τους: άλλοι αγόραζαν μόνο παιδιά, άλλοι μόνο γυναίκες και άλλοι μόνον δυνατούς άντρες. Οι τιμές των σκλάβων ήταν ποικίλες. Ο Πλούταρχος αναφέρει συγκεκριμένα ότι ένα βόδι έκανε 1 δραχμή και ένας σκλάβος 4 δραχμές, ενώ ο Γεώργιος Φραντζής στα Χρονικά του αναφέρει ότι όταν τον υποδούλωσαν ζήτησαν από τον αυτοκράτορα για την απελευθέρωσή του 5.000 χρυσά νομίσματα. Όταν οι Νορμανδοί υποδούλωσαν τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, ζήτησαν για την απελευθέρωσή του από τον αυτοκράτορα 4.000 χρυσά.

Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι αιχμάλωτοι Βυζαντινοί πιάνονταν από Σαρακηνούς, πιέζονταν τόσο πολύ να αλλαξοπιστήσουν, που βγήκε η φράση «μου άλλαξες την πίστη»[15] Σύμφωνα με τα ιερατικά έθιμα του Βυζαντίου, όσοι ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους απελευθερωμένοι αλλά είχαν στο μεταξύ αλλαξοπιστήσει, έπρεπε να απέχουν από την κοινωνία 8 χρόνια. Όμως αντίστοιχη μεταχείριση πρέπει να είχαν και οι δούλοι των Βυζαντινών, γιατί πολλά ιεραρχικά κείμενα προέτρεπαν τους Βυζαντινούς να βλέπουν τους δούλους τους σαν ανθρώπους.

Επειδή πάντως πιάνονταν πολλοί Βυζαντινοί αιχμάλωτοι, η Εκκλησία καθημερινά στη λειτουργία της είχε και προσευχή «υπέρ των αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών». Γίνονταν μάλιστα συχνά έρανοι από την εκκλησία ή τους συγγενείς του αιχμαλώτου για να συγκεντρωθεί το αναγκαίο για την εξαγορά του ποσό. Συνηθιζόταν μάλιστα στις διαθήκες τους (όπως και στη Δυτική Ευρώπη την ίδια εποχή) πολλοί να αφήνουν την περιουσία τους στην Εκκλησία ή στο κράτος, με την εντολή να δοθεί για εξαγορά αιχμαλώτων, επειδή αυτή η πράξη θεωρείτο θεάρεστη.

Πολλοί δανείζονταν για να ελευθερώσουν τους συγγενείς τους από τα εχθρικά στρατεύματα και επειδή οι τόκοι ήταν βαρείς, αναγκάζονταν να συμφωνήσουν με τον δανειστή να μείνουν δούλοι του, συνήθως για 4 χρόνια. Πιθανόν η τιμή εξαγοράς του αιχμαλώτου να ισοδυναμούσε με μισθούς δύο ετών και τα επιπλέον δύο χρόνια να ήταν οι τόκοι του δανείου.

15ος, 16ος και 17ος αιώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι δούλοι πολλαπλασιάστηκαν και οι συνθήκες ζωής για όλους τους υποταγμένους λαούς ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ειδικά στον αγροτικό τομέα.

Την ίδια εποχή άρχισε στην Ευρώπη νέα εισαγωγή δούλων, αυτή τη φορά σωρηδόν από την Αφρική. Το γεγονός ότι ήταν μαύροι στο χρώμα επιδείνωνε τη θέση τους, επειδή ήταν δύσκολο να διαφύγουν –εντοπίζονταν γρήγορα. Επίσης η διαφορά στο χρώμα έκανε τους δεσπότες ή κυρίους να μην ταυτίζονται διόλου μαζί τους, να τους φέρονται πιο σκληρά και να μην τους ενσωματώνουν καθόλου στην κοινωνική ζωή με μικτούς γάμους ή υιοθεσίες. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δημιούργησαν εμπορικό σταθμό για δούλους στην Αφρική, συγκεκριμένα στην Γκάνα, ήταν οι Πορτογάλοι. Οι σκλάβοι φορτώνονταν σε πλοία για την Ευρώπη και μετά για την Αμερική, Συνήθως το 20% από αυτούς πέθαινε στη διάρκεια του ταξιδιού.

Άγαλμα του Μπούσα, Μπρίτζταουν. Ο Μπούσα οδήγησε τη μεγαλύτερη εξέγερση σκλάβων στην ιστορία του Μπαρμπάντος κατά των βρετανών αποικιοκρατών.

Μετά την εξολόθρευση του γηγενούς πληθυσμού της Αμερικανικής ηπείρου από ασθένειες που έφεραν οι εισβολείς Ευρωπαίοι, η ζήτηση σε εργατικά χέρια καλύφθηκε από Αφρικανούς σκλάβους. Έτσι, ξεκίνησε η πιο μακροχρόνια και ευρείας κλίμακας εκμετάλλευση της αναγκαστικής εργασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Υπολογίζεται ότι από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα μεταφέρθηκαν στη Βόρεια Αμερική, κεντρική Αμερική και νότια Αμερική πάνω από 20.000.000 Αφρικανοί.

Οι δούλοι ως περιουσιακό στοιχείο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δούλοι άλλοτε θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως κινητή περιουσία και άλλοτε ως ακίνητη. Στην πρώτη περίπτωση πουλιούνταν στην αγορά. Η τιμή τους παρουσίαζε διακυμάνσεις όπως του σιταριού ή άλλων εμπορικών αγαθών, ανάλογα με τη σχέση προσφοράς και ζήτησης. Σε περιόδους με αφθονία δούλων (μετά από πολέμους) η τιμή έπεφτε. Σε εποχές μεγάλης ζήτησης (τους μήνες πουαπαιτείτο πιο εντατική δουλειά στους αγρούς) η τιμή ανέβαινε[16] [17]. Όταν οι μισθοί ή τα μεροκάματα των ντόπιων ανέβαιναν, η ζήτηση για σκλάβους αύξανε και η τιμή τους ανέβαινε επίσης.

Μερικές φορές, η εξασφάλιση καλύτερου βιοτικού επιπέδου των ντόπιων πυροδοτούσε επεκτατικούς πολέμους για «ανθρώπινα λάφυρα», δηλαδή εξεύρεση φτηνών δούλων ώστε να πέσει η τιμή τους στην αγορά και να βγάζουν περισσότερο κέρδος οι δουλοκτήτες. Υπήρξαν και αντίστροφες φάσεις όμως, όπου οι εξαιρετικά χαμηλοί μισθοί των ντόπιων και η φτώχεια καθιστούσε τους δούλους άχρηστους έως ασύμφορους, και τότε οι γαιοκτήμονες και οι βιοτέχνες στρέφονταν στους ελεύθερους επαγγελματίες που δέχονταν να τους δουλέψουν πολύ φτηνά και τους οποίους δεν χρειαζόταν ούτε να τους αγοράσουν (επενδύοντας κεφάλαιο αγοράς) ούτε στη συνέχεια να τους συντηρήσουν[18].

Η τιμή των δούλων εξαρτιόταν πέρα από τις τάσεις της οικονομίας και από την ειδικότητά τους, το φύλο, την ηλικία, την ομορφιά, την κατάσταση της υγείας τους και την πειθήνια τους. Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 350 μ.Χ., ένας γερός σκλάβος στοίχιζε ένα σόλδιο, την εποχή που οι στρατιώτες έπαιρναν όλο τον χρόνο ως μισθό 2 έως 3 σόλδια (solidi, χρυσά νομίσματα της εποχής). Ήταν κατά συνέπεια ακριβό απόκτημα ο αποδοτικός δούλος. Σε αυτή την υψηλή τιμή ίσως είχε συμβάλει το γεγονός ότι είχαν απελευθερωθεί πολλοί δούλοι και είχαν μετατραπεί σε «δούλους με υποχρέωση», δηλαδή κάτι ανάμεσα σε ελεύθερο πολίτη και δουλοπάροικο. Έτσι οι δούλοι σπάνιζαν και αυτό επηρέαζε και την τιμή τους.

Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Προκόπιος αναφέρει αγορά σκλάβου στην τιμή ενός προβάτου –κάτι που δεν ήταν φτηνό για την εποχή εκείνη, αλλά δεν αντιστοιχούσε τους μισθούς έξη μηνών ενός στρατιώτη –η τιμή δηλαδή είχε πέσει αισθητά. Λίγο αργότερα, το 725, στην Ιταλία, αναφέρεται πώληση αγοριού στην τιμή ενός αλόγου και μεταγενέστερα αναφέρεται ως τιμή πώλησης ένα βόδι: δηλαδή οι σκλάβοι ακρίβυναν. Την ίδια εποχή (περίπου 650 μ.Χ.) αναφέρεται ότι ένα μικρό κορίτσι σκλάβα αγοράστηκε 30 σόλδια (solidi), όσο έκαναν τότε 13 πρόβατα ή τρεις φοράδες, που ήταν την εποχή εκείνη πολύτιμα και ακριβά αποκτήματα –άρα η τιμή των δούλων είχε ανεβεί κι άλλο. Ένα άλλο κορίτσι 20 ετών μάλιστα πουλήθηκε τότε 250 σόλδια –η τιμή της γυναίκες ανέβαινε από την ηλικία των 20 μέχρι τα 40 και ανάλογα με την ομορφιά της.

Ξέρουμε επίσης ότι μετά τον Μαύρο Θάνατο, η τιμή αγοράς σκλάβου αλλά και οι μισθοί των ελεύθερων εργατών ανέβηκαν σε όλη την Ευρώπη και στο Βυζάντιο κατά 100%-150%[19], επειδή η επιδημία είχε προκαλέσει μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών.

Διακυμάνσεις στην τιμή συνεχίστηκαν να παρουσιάζονται και όταν η δουλεία αναζωπυρώθηκε με Αφρικανούς σκλάβους προς την Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Το 1750 στις ΗΠΑ οι σκλάβοι κόστιζαν γύρω στα 120 δολάρια, την εποχή που το άλογο πουλιόταν 50 δολάρια και ο σανός κόστιζε 4 δολάρια ο τόνος [20] Η τιμή τους άρχισε να ανεβαίνει για διάφορους λόγους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η αυξημένη ζήτηση στην παγκόσμια αγορά για ρύζι[16] και το 1800 η τιμή τους είχε φτάσει τα 1.000-1.500 δολάρια.

Ως ακίνητη περιουσία, οι δούλοι αναφέρονται σε πολλά πωλητήρια γης, δηλαδή μεταβιβάζονταν μαζί με το αγρόκτημα του δεσπότη τους. Συχνά αναφέρονται και σε διαθήκες, μεταξύ άλλων αντικειμένων και ζώων που κληροδοτούσε κάποιος στους απογόνους του ή που χάριζε στην εκκλησία και στο κράτος. [9], οπότε οι δούλοι δεν έβρισκαν την ελευθερία τους ούτε καν μετά τον θάνατο του κυρίου τους. Στην Αρχαία Αίγυπτο και σε ασιατικές περιοχές, όταν πέθαινε ο κύριός τους, τους υποχρέωναν να αυτοκτονήσουν, ώστε να τον υπηρετούν «και εις την μετά θάνατον ζωήν». Μερικές φορές τους εξόντωναν και στην αρχαία Ρώμη[21], ώστε να μην ελευθερώνονται και παρακινούν σε εξεγέρσεις τους άλλους σκλάβους.

Κατάργηση της Δουλείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νομικά κείμενα κατάργησης της δουλείας στη Δύση. Ύστερος Μεσαίωνας έως τον 18ο αι.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1367 ο επίσκοπος Antonio de Galiana της Μαγιόρκα διακήρυξε ότι η υποδούλωση Ελλήνων (από Καθολικούς) είναι παράνομη. Είναι διαδεδομένη η αντίληψη ότι πίσω από αυτή την απόφαση υπήρχε βούλα του Πάπα Ουρβανού Ε' ο οποίος έκανε ενέργειες συνδιαλλαγής με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ίδια η βούλα δεν έχει ακόμα βρεθεί. Το 1381, Έλληνες δούλοι της Τορτόζα, επικαλούμενοι αυτή τη βούλα, ζητούν απελευθέρωση από τον Βασιλέα Pere. Το 1388 ο Ιωάννης Α', γιός του βασιλέα Πέτρου Δ' της Αραγωνίας ζήτησε μεταξύ άλλων από τον Πάπα Κλήμεντα Ζ' την απελευθέρωση Ελλήνων σκλάβων. Έλαβε μια άλλη βούλα, παρόμοια με αυτή του Ουρβανού Ε', η οποία τον διέτασε να ελευθερώσει όλους τους Έλληνες σκλάβους του βασιλείου του, ειδικά στη Μαγιόρκα και την Ίμπιζα. Kevin D. Mummey, "Women, Slavery, and Community on the Island of Mallorca, ca. 1360-1390", Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Minnesota, 2013, σ. 86 και υποσημ. 225, σ. 88 υποσημ. 228 Στις 13 Ιανουαρίου 1435 εκδόθηκε η πρώτη παπική βούλα που καταδίκαζε την υποδούλωση των εκχριστιανισμένων ιθαγενών Αφρικανών στα Κανάρια Νησιά.[22] Ακολούθησαν κατά καιρούς και άλλα παρόμοια διατάγματα. Η παπική βούλα Sublimis Deus του 1537 απευθυνόταν σε όλους γενικά τους πιστούς και όχι σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Είχε ως βασικό στόχο την καταδίκη της δουλείας στη Λατινική Αμερική. Ακολούθησαν άλλες δύο βούλες που επέβαλαν ποινές στους παραβάτες.[23]

Πίνακας του 1840, που απεικονίζει τις διεργασίες της Παγκόσμιας Συνθήκης κατά της Δουλείας (World's Anti-Slavery Convention),[24] μιας από τις πρώτες κινήσεις για την κατάργηση της δουλείας, στη σύγχρονη εποχή.

Κινήσεις για την κατάργηση της δουλείας σημειώθηκαν κατά τον 18ο αιώνα. Το σύνταγμα των ΗΠΑ, που εκπονήθηκε το 1788, προέβλεπε την απελευθέρωση των δούλων μέσα σε μια περίοδο 20 χρόνων. Ωστόσο, η δουλεία συνέχισε να υφίσταται στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Βρετανία, η Γαλλία και τα περισσότερα από τα νέα ανεξάρτητα έθνη της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής κατάργησαν τη δουλεία.

Η κατάσταση σήμερα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στη νεότερη ιστορία τη δουλεία, αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το σύνταγμα του 1822[25], του 1823[26] όπως και του 1844[27] όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».

Το σημερινό Σύνταγμα με το άρθρο 22, ορίζει ότι «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται» και «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.»

Περιπτώσεις δουλείας πάντως παρατηρούνται και σήμερα στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αφορά κυρίως τα παιδιά που παρανόμως εξωθούνται στην επαιτεία και των γυναικών που εξωθούνται παρά τη θέλησή τους στην πορνεία. Ο σημερινός ορισμός της δουλείας έχει διαφοροποιηθεί ελαφρά από τον κλασικό και ως δουλεία ορίζεται «η πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του». Με αυτή την έννοια ο δούλος δεν στερείται νόμιμα της ανθρώπινης υπόστασής του όπως την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη, αλλά παραμένει δούλος γιατί χειραγωγείται απόλυτα[28]

Επίσης συζητείται και το θέμα της προσωποκράτησης για οφειλές, γεγονός που στιγματίζεται από πολλούς νομικούς. Στην Ελλάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί αρνητικά, θεωρώντας το μέτρο αντισυνταγματικό, γιατί «αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επάνω στην περιουσία του οφειλέτη, αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη». Η προσωποκράτηση για οφειλές έχει απαγορευθεί στις περισσότερες χώρες στον κόσμο τόσο για ηθικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς –ο έγκλειστος δεν είναι δυνατόν να εργασθεί για να αποπληρώσει την οφειλή του.

Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σήμερα ζουν περίπου 27.000.000 άνθρωποι σε διάφορες χώρες ως δούλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτή η σύγχρονη μορφή δουλείας περνά σχεδόν απαρατήρητη και ο βασικότερος λόγος είναι ο παράνομος χαρακτήρας της. Όσο δηλαδή η δουλεία ήταν νόμιμη, τηρούνταν αρχεία εμπορικά και όλες οι πράξεις ήταν εμφανείς. Τώρα που η δουλεία διενεργείται παράνομα, τηρείται απόλυτη μυστικότητα από όλους τους αυτουργούς –τις ομάδες που συλλαμβάνουν τους δούλους, τις ομάδες που τους μεταφέρουν στην αγορά και την αγορά που τους εκμεταλλεύεται.

Η σύγχρονη δουλεία επιβιώνει επειδή επίσης δεν στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια και θύματά της αποτελούν όλες οι ανθρώπινες ομάδες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάσταση της αδυναμίας, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας ή φύλου. Επίσης, οι δούλοι δεν απασχολούνται σε συγκεκριμένη αγορά ή βιομηχανία ή σε ορισμένες έστω πόλεις, και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές οδοί μεταφοράς ή σταθερές αγορές, ώστε να ιχνηλατηθούν και να διαλυθούν τα κέντρα διοργάνωσης του δουλεμπορίου.

Τέλος, ο μέσος πολίτης δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι η δουλεία εφαρμόζεται πιθανόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο πηγαίνει σχολείο το παιδί του ή εργάζεται ο ίδιος ούτε και αναγνωρίζει εύκολα τη δουλεία ως φαινόμενο. Συχνά την εκλαμβάνει ως ξεπεσμό του ατόμου με δική του πρωτοβουλία –δεν μπορεί π.χ. να διαχωρίσει εύκολα την πόρνη που επέλεξε και συνεχίζει να επιλέγει να ασκεί αυτό το επάγγελμα από εκείνην που εξαναγκάσθηκε να το επιλέξει όταν ήταν ανήλικη. Καθώς δηλαδή ο μέσος άνθρωπος θεωρεί κάποιες δραστηριότητες εξαιρετικά εξευτελιστικές, ομαδοποιεί τους ανθρώπους που τις ασκούν.

Εντούτοις, άπαξ και ένα άτομο προσπαθεί να διαφύγει από τον εξευτελισμό και δεν μπορεί, τότε είναι δούλος με την κλασική έννοια της λέξης. Αν επίσης έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τότε ακόμα κι αν δεν προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει, και πάλι αποτελεί δούλο, γιατί δεν επέλεξε ποτέ ο ίδιος να χρησιμοποιηθεί. Αν πρόκειται για παιδί, ασφαλώς και δεν είχε επιλογή εξαρχής, οπότε και πάλι αποτελεί δούλο.

  1. Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Συμεωνίδης, Ξενής, Φλιάτουρας
  2. Gordon Murray, “Slavery in the Arab World"
  3. Мюпнд.Пс: Мнбюъ Ярпюмхжю
  4. BBC World Service | Slavery Today
  5. Slavery and the rise of capitalism, Issue 33
  6. 6,0 6,1 «The Code of Hammurabi». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2009. 
  7. 7,0 7,1 «Welcome to Encyclopædia Britannica's Guide to Black History». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2009. 
  8. Aboriginal Slavery on the Northwest Coast of North America, Donald Leland, Berkeley University of California Press, 1997
  9. 9,0 9,1 http://al-qantara.revistas.csic.es/index.php/al-qantara/article/viewFile/46/40
  10. 10,0 10,1 «Medieval Sourcebook: The Institutes of Justinian, 535 CE». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2009. 
  11. Youval Rotman, "Byzantine Slavery and the Mediterranean World", μετάφρ. Jane Marie Todd, Cambridge, Massachusetts – London, Harvard University Press 2009. Παρουσίαση του βιβλίου στα α) Nikolaos Linardos (Παν/μιο Αθηνών), στο Mediterranean Chronicle 1 (2011) σ. 281, 282, β) Alice Rio, στο American Historical Review, Vol. 115, Issue 5, 2010, σελ. 1513–1514
  12. «Medieval Sourcebook: The Institutes of Justinian, 535 CE». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2009. 
  13. Βυζαντινών Βίος και πολιτισμός» Φαίδωνος Κακουλέ
  14. Βυζαντινών Βίος και πολιτισμός», Οι Βυζαντινοί Αιχμάλωτοι, Φαίδωνος Κακουλέ
  15. *** Βίος και πολιτεία, Ιωάννου του Δαμασκηνού και Κοσμά
  16. 16,0 16,1 «Slave Prices and The Economy of the Lower South, 1722-1809». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2009. 
  17. Slaves and Slavery in Ancient Egypt
  18. Slave Systems: Ancient and Modern, Enrico Dal Lago, Constantina Katsari
  19. http://www.iisg.nl/hpw/papers/pamuk.pdf
  20. «Indentured Servants and Slave Prices». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2009. 
  21. The visigoths from the migration period to the seventh century: an ethnographic perspective, Peter J. Heather
  22. Junius P. Rodriguez (εκδότης), The Historical Encyclopedia of World Slavery, Τόμ. 1, λήμμα "Eugene IV, Papal Bulls of"
  23. Joel S Panzer, "The Popes and Slavery", The ChurchinHistory Information Centre.
  24. "Anti-Slavery Society Convention 1840", National Portrait Gallery, London.
  25. «Το δημοκρατικόν και φιλελεύθερον πνεύμα των πολιτευμάτων του Αγώνος», Χ. Φραγκίστας, Θεσ/κη, 1953
  26. «Τα ελληνικά Συντάγματα 1822-1952» επιμέλεια Λουκά Αξελού
  27. Σύνταγμα του 1844
  28. «Free the Slaves - Slavery Today». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2009. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]