Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνική ναυτιλία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ελλάδα ελέγχει το 28,2% του συνολικού εμπορικού στόλου παγκοσμίως, καθιστώντας τον το μεγαλύτερο στον κόσμο. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην κορυφή για όλα τα είδη πλοίων, συμπεριλαμβανομένου πρώτη για τα δεξαμενόπλοια και τα μπαλκ κάριερ.

Η Ελλάδα είναι από παράδοσης ένα ναυτιλιακό έθνος, καθώς η ναυτιλία είναι αναμφισβήτητα η παλαιότερη μορφή απασχόλησης των Ελλήνων και αποτελεί βασικό στοιχείο της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας από την αρχαιότητα.[1] Σήμερα, η ναυτιλία είναι η σημαντικότερη βιομηχανία της χώρας (αξίας 351,1 δισ. ευρώ το 2023). Αποτελεί το 16,5% του ΑΕΠ, απασχολεί περίπου 290,000 ανθρώπους (7% του εργατικού δυναμικού) και τα εισιτήρια από τη ναυτιλία είναι περίπου το 1/3 του εμπορικού ελλείμματος του έθνους.[2] Το 2015, το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό χειρίστηκε τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, από πλευράς χωρητικότητας, με συνολικό DWT 334.649.089 τόνων και στόλο 5.226 ελβετικών πλοίων, σύμφωνα με το Lloyd's List.[3] Η Ελλάδα κατατάσσεται επίσης στην κορυφή για όλα τα είδη πλοίων, συμπεριλαμβανομένου πρώτη για τα δεξαμενόπλοια και τα μπαλκ κάριερ.

Πολλές ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες έχουν την έδρα τους είτε στην Αθήνα είτε στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, και διοικούνται από ελληνικές παραδοσιακές ναυτιλιακές οικογένειες που είναι αξιοσημείωτες για τον μεγάλο πλούτο και την επιρροή τους στη διεθνή ναυτιλιακή βιομηχανία, όπως οι Βαρδινογιάννης, Λάτσης, Λιβανός, Αγγελικούσης, Νιάρχος, Προκοπίου και Γουλανδρής. Ο 7ος Γενικός Γραμματέας (2003-2011) του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας ήταν ο Ευθύμιος Μητρόπουλος.

Οι Έλληνες υπήρξαν ναυτικό έθνος από την αρχαιότητα, καθώς η εκτεταμένη ακτογραμμή της Ελληνικής χερσονήσου ευνοούσαν την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας. Η γεωγραφική θέση της περιοχής στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, τα νησιά και η γειτνίαση με άλλους προηγμένους πολιτισμούς βοήθησαν επίσης. Στην Ελλάδα και στο ευρύτερο Αιγαίο, ανεπτυγμένο θαλάσσιο εμπόριο υπήρχε ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Η παρουσία μετάλλων όπως χρυσός και χαλκός αλλά και κεραμικών μαρτυρεί αυτό το ευρύ φάσμα δικτύων μεταφοράς και εμπορίου που υπήρχε μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας και των ελληνικών νησιών.[4] Οι Έλληνες σύντομα άρχισαν να διατείνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα από τις ακτές της Μεσογείου έως την Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο, ιδρύοντας αποικίες. Τους επόμενους αιώνες, μεγάλο μέρος του θαλάσσιου εμπορίου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πραγματοποιούταν από τους Έλληνες, ενώ συνέχισαν να συμμετέχουν και να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ναυτιλία κατά τη Βυζαντινή εποχή.

Οθωμανική εποχή και μεταγενέστερα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άποψη της Ύδρας.
Λιμάνι του Γαλαξίδίου.

Κατά την Τουρκοκρατία, η συμμετοχή των Ελλήνων στο θαλάσσιο εμπόριο ήταν επίσης αξιόλογη, κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ από τον 16ο αιώνα επεκτάθηκαν προς τη Δυτική Ευρώπη, εξάγοντας σιτηρά, παρ όλες τις σκοπέλους που έθεταν οι οθωμανικές αρχές στο εμπόριο. Αργότερα, οι Έλληνες έμποροι αύξησαν την επιρροή τους, καθώς προμήθευαν στα Βαλκάνια πρώτες ύλες, καταλήγοντας, εν τέλει, μεσάζοντες. Κατά τον 18ο αιώνα, η αύξηση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης των Φαναριώτων στην Κωνσταντινούπολη βοήθησε στην περαιτέρω επέκταση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ήταν επίσης σε θέση να συναγωνίζεται τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες λόγω της εξασθένησης της επιρροής τους από πολέμους και την προστασία του ελληνικού ναυτικού από τη Ρωσική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.

Οι σημαντικότερες από τις ελληνικές πόλεις που εμφανίστηκαν ως ναυτικές δυνάμεις ήταν εκείνες από τη Δυτική Ελλάδα, κυρίως το Γαλαξίδι και το Μεσολόγγι, αλλά και πόλεις της Ηπείρου όπως η Άρτα και η Πρέβεζα, οι Παξοί και η Κέρκυρα, λόγω των εμπορικών τους δεσμών με ιταλικές πόλεις. Επιπλέον, τα νησιά του Αιγαίου είχαν μεγάλη δραστηριότητα στη ναυτιλία, όπου παραδοσιακά οι κάτοικοι ασχολούνταν με το θαλάσσιο εμπόριο, ιδίως η Ύδρα, Σπέτσες, Άνδρος, Σύρος, Χίος, Κάσος, Ψαρά και Μύκονος. Το 1792, η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία ιδρύθηκε στην Τεργέστη, η επόμενη ιδρύθηκε στην Οδησσό το 1808. Η ύπαρξη εκπαιδευμένων ναυτικών επρόκειτο να αποδειχθεί πλεονέκτημα για την Επανάσταση.

Μεταναπολεόντειος εποχή και Ελληνική Επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Έλληνες έμποροι παρείχαν επίσης την υλική βάση για τον Νεοελληνικό διαφωτισμό. Παρακινούμενοι από το αίσθημα του τοπικού πατριωτισμού που ήταν πάντα έντονο στον ελληνικό κόσμο, χρηματοδότησαν σχολεία και βιβλιοθήκες. Τα τρία σημαντικότερα σχολεία στον ελληνικό κόσμο τις παραμονές της Ελληνικής επανάστασης βρίσκονταν στη Σμύρνη, τη Χίο και το Αϊβαλί (στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Λέσβο), όπου ήταν και τα τρία μεγάλα κέντρα του ελληνικού εμπορίου.[5]

Ο ελληνικός στόλος στη Μάχη της Ιτέας του Γιάννη Πούλακα.

Στον απόηχο του 19ου αιώνα οι Χιώτικες οικογένειες της διασποράς ήταν σε καλή θέση για να εκμεταλλευτούν τις εμπορικές ευκαιρίες σε όλη την Ευρώπη μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Οικογένειες όπως οι Αδελφοί Ράλλη είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Μασσαλία και στο Λονδίνο. Δημιούργησαν ένα ειδικό δίκτυο στη ναυτιλία σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Κερδίζοντας μια θέση στο Baltic Exchange, οι αδελφοί Ράλλη μπόρεσαν να εισαγάγουν τους ναυλωτές και τους πράκτορες σε αξιόπιστες πηγές χρηματοδότησης και μέσω του Lloyd's of London σε αξιόπιστες ασφάλειες. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου αυτοί οι στόλοι ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας, αλλά στη Βρετανία ναυλώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες του Λονδίνου που ήταν υπό βρετανική σημαία. Οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες ανήκαν τότε στους Παπαγιάννη, Σπαρτάλη και Σκιλίτση, ενώ ο Μιχαήλ Ροδοκανάκης έγινε κατεξοχήν ο μεσάζοντας των φορτίων τους.

Συνόδευαν αυτούς τους ελληνικούς στόλους τοπικές ομογενειακές κοινότητες εργατών και πρακτόρων-μεταφραστών που διαχειρίζονταν τα άγνωστα έθιμα και τη γραφειοκρατία στα ξένα λιμάνια. Σε αυτούς τους χρόνους πριν από τον τηλέγραφο, αυτό το δίκτυο προειδοποιούσε εκ των προτέρων τους Έλληνες εμπόρους για τα γεγονότα και τους επέτρεπε να ελέγχουν τις ειδήσεις και τις τιμές εκ των προτέρων από τους ανταγωνιστές τους.[6] Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1860 είδε ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις να καταρρέουν.[7] Ωστόσο, η παράδοση της χρηματοδότησης συνεχίστηκε και η ναυτιλία ήταν αυτή που χρηματοδότησε διάφορα ιδρύματα, όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.

Αυτές οι αλλαγές προανήγγειλαν μια μετακίνηση ορισμένων από τις οικογένειες της Χίου από τη ναυτιλία και προς τη χρηματοδότηση, επιτρέποντας σε οικογένειες με καταγωγή από τα Επτάνησα να ιδρύσουν τα δικά τους δίκτυα και ναυτιλιακές δυναστείες, με χρηματοδότηση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές του Λονδίνου.

Κατά την περίοδο 2010-2011, όσον αφορά τις κατηγορίες πλοίων, ελληνικές εταιρείες είχαν το 32,5% του παγκοσμίου στόλου δεξαμενόπλοιων.[8] Η ναυτιλία είναι μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες της χώρας, αντιπροσωπεύοντας το 8% του ΑΕΠ και απασχολώντας περίπου 290.000 άτομα, ήτοι το 8% του εργατικού δυναμικού. Τα κέρδη από τη ναυτιλία ανήλθαν σε 35.4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2014, ενώ τη δεκαετία του 2000 ανήλθαν συνολικά στα 280 δισεκατομμύρια ευρώ. [8]


Ο επίσημος σύμβουλος της Πολιτείας σε θέματα ναυτιλίας είναι το Ναυτικό Επιμελητήριο της Ελλάδος.

  1. Polemis, Spyros M. «The History of Greek Shipping». Greece.org. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2007. 
  2. Press release. «The History of Greek Shipping». National Bank of Greece. "Greek Shipping Is Modernized to Remain a Global Leader and Expand Its Contribution to the Greek Economy". Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2017. CS1 maint: BOT: original-url status unknown (link)
  3. «Lloyd's List Top 100 Most Influential People in the Shipping Industry. Edition 6, page 61». Lloyd's List. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015. 
  4. «Trade in Ancient Greece». World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2016. 
  5. Encyclopædia Britannica, history of Greece, Merchant middle class, 2008, O.Ed.
  6. Ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας, από την Τζελίνα Χαρλαύτη
  7. Depredations: Overend, Gurney & Co and the Greek and Oriental Steam Navigation Company, by Stefanos Xenos (1869)
  8. 8,0 8,1 «ECSA Annual report 2010-2011» (PDF). European Community Shipowners' Association. ecsa.be. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2021.