Επίδοτο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Επίδοτο | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Σωροπυριτικά. Ομάδα επιδότου |
Χημικός τύπος | Ca2Al2(Fe+3,Al)(SiO4)(Si2O7)O(OH) |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 3,2 - 3,5 gr/cm3[1] |
Χρώμα | Μελανοπράσινο, καστανοπράσινο, κιτρινοπράσινο |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Μονοκλινές |
Κρύσταλλοι | Μακροπρισματικοί, επιμηκυσμένοι, ενίοτε ινώδεις |
Υφή | Στιφρή, κοκκώδης, ενίοτε ινώδης |
Διδυμία | Συχνή {100} επαφής |
Σκληρότητα | 6 - 7 |
Σχισμός | Τέλειος {001}, ατελής {100} |
Θραύση | Ανώμαλη |
Λάμψη | Υαλώδης, μαργαριτώδης |
Γραμμή κόνεως | Λευκή, τεφρόλευκη |
Πλεοχρωισμός | Ισχυρός: x = άχρωμος, ανοικτοκίτρινος, ανοικτοπράσινος y = πρασινοκίτρινος z = κιτρινοπράσινος |
Διαφάνεια | Από διαφανής έως ολοσχερώς αδιαφανής |
Το επίδοτο (αγγλ. epidote) είναι σωροπυριτικό ορυκτό του αργιλίου, του ασβεστίου και του σιδήρου. Οφείλει το όνομά του στην ελληνική λέξη επίδοσις, επειδή οι βάσεις των πρισματικών κρυστάλλων του είναι ανισομεγέθεις.
Σχηματίζει πλήρη σειρά μικτών κρυστάλλων με τον κλινοζωισίτη (Ca2Al3Si3O12(OH) ) (ομάδα επιδότου), στην οποία υπάρχει βαθμιαία αντικατάσταση των ιόντων Al+3 από Fe+3, ενώ στην παραλλαγή πιεμοντίτης (Ca2(Al,Mn)3Si3O12(OH)) η μερική αντικατάσταση του Al+3 γίνεται από Mn+3. Ο κλινοζωισίτης είναι δίμορφος με τον ζωισίτη (κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα).
Τόσο το επίδοτο όσο και ο κλινοζωισίτης είναι τα κυριότερα συστατικά μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων μέσου και χαμηλού βαθμού μεταμόρφωσης. Απαντούν, σε πολύ όμορφους σχηματισμούς, σε ασβεστολίθους που έχουν υποστεί μεταμόρφωση επαφής. Συχνά, επίσης, απαντούν στις αμυγδάλες (amygdales), δηλ. κοιλότητες αμυγδαλοειδούς σχήματος, βασαλτών, ενώ ανευρίσκονται σχηματισμένοι σε υδροθερμικές αλλοιώσεις ιζηματογενών και πυριγενών πετρωμάτων. Το επίδοτο και ο κλινοζωισίτης προκύπτουν από αλλοιώσεις ολιβίνη, πυροξένων, αμφιβόλων και υδροθερμική αλλοίωση πλαγιοκλάστων, την καλούμενη «σωσσυριτίωση». Συνδέονται με ασβεστίτη, χαλαζία, χλωρίτη, γρανάτες, ζεολίθους, γλαυκοφανή, ακτινόλιθο, σκαπόλιθο, τάλκη και βολλαστονίτη.
Απαντούν σε όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου. Αξιοσημείωτες είναι οι εμφανίσεις τους στην περιοχή Ιζέρ (Isère) της Γαλλίας, την Arendal στη Νορβηγία, το Πιεμόντε στην Ιταλία, την περιοχή του Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία (μεγάλου μεγέθους κρύσταλλοι) και το Μεξικό.
Στην Ελλάδα ανευρίσκονται στη νήσο Σέριφο, στο ορυχείο «Βιτάλη» της Άνδρου και στην περιοχή «Μαδέμ Λάκκος» του Στρατωνίου της Χαλκιδικής.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τμήμα Γεωλογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
- Handbook of Mineralogy
- Mindat.org
- Galleries.com
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ανάλογα με την περιεκτικότητα σε σίδηρο