Εταζέτα της Βιθυνίας
Εταζέτα της Βιθυνίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 2ος αιώνας π.Χ. |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Νικομήδης Α' Φιλέλληνας[1] |
Τέκνα | Ζιποίτης Γ΄ της Βιθυνίας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αρχηγός κράτους (255 π.Χ.–254 π.Χ.) |
Η Εταζέτα ήταν βασίλισσα του ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας, στην Ανατολία, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Αποτέλεσε τη δεύτερη σύζυγο του βασιλιά Νικομήδη Α' του Φιλέλληνα, μετά το θάνατο του οποίου (περίπου το 255 π.Χ.) κυβέρνησε για λίγο ως επίτροπος των ανήλικων παιδιών της.
Ο Νικομήδης Α' παντρεύτηκε δύο φορές: από την πρώτη του σύζυγο, Διτιζέλη, με καταγωγή από τη Φρυγία, απέκτησε δύο γιους, τον Προυσία και το Ζιαήλα, καθώς και μία κόρη, τη Λυσάνδρα. Ωστόσο η δεύτερη σύζυγός του, η φιλόδοξη Εταζέτα, τον έπεισε να παραμερίσει τα τέκνα από τον πρώτο του γάμο και να ορίσει διάδοχο ανάμεσα στα δικά της παιδιά. Τα τελευταία ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία όταν ο πατέρας τους απεβίωσε. Στη διαθήκη του ανέθεσε την κηδεμονία τους στους βασιλείς Αντίγονο Β' Γονατά της Μακεδονίας και Πτολεμαίο Β' της Αιγύπτου. Η συμφωνία περιελάμβανε επίσης τις πόλεις Ηράκλεια, Κίο και Βυζάντιο.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Εταζέτα κυβέρνησε εκ μέρους των παιδιών της για μια σύντομη χρονική περίοδο. Ωστόσο ο προγονός της, Ζιαήλας, αρνήθηκε να δεχτεί το διακανονισμό που όρισε ο πατέρας του. Έτσι ξεκίνησε πόλεμο ενάντια στη μητριά του για να καταλάβει το θρόνο. Η Εταζέτα προσπάθησε να αμυνθεί, νυμφευόμενη μάλιστα τον αδερφό του αποθανόντος βασιλιά. Τελικά, εκθρονίστηκε από το Ζιαήλα και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μακεδονία με τους γιους της.[2]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ διάφοροι συγγραφείς: «Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft» (Γερμανικά) J.B. Metzler, Verlag Alfred Druckenmüller. Στουτγκάρδη. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ Μέμνων, 22; Ιωάννης Τζέτζης, «Χιλιάδες», 3; Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, «Φυσική Ιστορία», viii. 61