Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θνητότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να μη συγχέεται με Θνησιμότητα.

Στην επιδημιολογία, η θνητότητα[1] είναι η αναλογία των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με την νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα. Η θνητότητα εκφράζεται συνήθως ως ποσοστό και είναι δείκτης της σοβαρότητας της νόσου. Η θνητότητα χρησιμοποιείται συνήθως για νόσους με περιορισμένη χρονική διάρκεια, όπως εξάρσεις κρουσμάτων κάποιας οξείας λοίμωξης. Η θνητότητα θεωρείται οριστική όταν καταγραφεί η έκβαση όλων των κρουσμάτων (ίαση ή θάνατος). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η θνητότητα μιας ασθένειας δεν είναι σταθερή. Διαφέρει μεταξύ πληθυσμών και μεταβάλλεται με τον χρόνο, λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ του αιτιολογικού παράγοντα της νόσου, του ξενιστή και του περιβάλλοντος, όπως επίσης και των διαθέσιμων θεαραπειών και της ποιότητας της ιατρικής φροντίδας.[1]

H θνησιμότητα –που συχνά συγχέεται με την θνητότητα– μετράει τον αριθμό των θανάτων σε ένα πληθυσμό (είτε γενικά είτε λόγω συγκεκριμένης αιτίας) σε δεδομένο χρονικό διάστημα σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού. Η θνητότητα παίρνει τιμές από 0 μέχρι και 1 (ή από 0% μέχρι και 100%), επομένως μετράει τον κίνδυνο. Με άλλα λόγια είναι πιθανότητα ή αναλογία επίπτωσης, η οποία ονομάζεται και αθροιστική επίπτωση. Δεν είναι λόγος, εφόσον οι λόγοι παίρνουν τιμές και εκτός του διαστήματος 0 με 1. Επίσης, η θνητότητα δεν είναι ρυθμός (rate) ή πυκνότητα επίπτωσης, εφόσον δεν μετράει αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Επομένως, παρόλο που ο όρος «ρυθμός θνητότητας» (case fatality rate ή CFR) εμφανίζεται συχνά στην επιστημονική βιβλιογραφία, στην πραγματικότητα είναι λανθασμένη η χρήση του, εάν θέλουμε να είμαστε εντελώς ακριβείς.[2][3]

Πρακτικές δυσκολίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγαλύτερη δυσκολία στην εκτίμηση της θνητότητας είναι η διασφάλιση της ακρίβειας του αριθμητή και του παρονομαστή. Για παράδειγμα, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια μιας νόσου, αυξάνεται η πιθανότητα ότι ο ασθενής θα πεθάνει από αιτία που δεν σχετίζεται με την συγκεκριμένη νόσο. Αν αυτό συμβεί, τότε θα υποεκτιμηθεί η θνητότητα της ασθένειας. Αυτό εξηγεί γιατί η θνητότητα χρησιμοποιείται κυρίως για οξείες λοιμώδεις νόσους.[1] Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως υπάρχει πιθανότητα λανθασμένης εκτίμησης. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια μιας έξαρσης κρουσμάτων με υψηλές ημερήσιες αυξήσεις και μεγάλη περίοδο μέχρι την οριστική έκβαση, είναι πιθανό να υποεκτιμηθεί η θνητότητα. Από την άλλη, σε μια έξαρση όπου καταγράφονται μόνο τα κρούσματα με σοβαρά συμπτώματα και όπου πολλοί ασθενείς με ήπια ή καθόλου συμπτώματα δεν προσέρχονται για διάγνωση, η θνητότητα θα υπερκτιμηθεί. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην βιβλιογραφία για την εκτίμηση λοιμωδών νόσων ο λόγος:

Ο λόγος αυτός ονομάζεται στην αγγλική βιβλιογραφία IFR (Infection Fatality Rate). Για την ορθή εκτίμηση τόσο του αριθμητή όσο και του παρονομαστή χρειάζονται επαρκή και αξιόπιστα τεστ για την διαπίστωση της μόλυνσης (ακόμα και σε υγιή άτομα, άτομα δηλαδή που μολύνθηκαν χωρίς να παρουσιάσουν συμπτώματα ασθένειας), σχετικά ακριβής εκτίμηση του μέσου χρόνου μεταξύ μόλυνσης και θανάτου στις περιπτώσεις θανατηφόρας έκβασης, καθώς και επαρκώς τυχαιοποιημένες έρευνες μέτρησης της συχνότητας της μόλυνσης στον γενικό πληθυσμό (ακόμη και μεταξύ υγιών ατόμων).

Τα πιο κάτω παραδείγματα αποτελούν πιθανές τιμές για την θνητότητα κάποιων λοιμωδών νόσων:

  1. 1,0 1,1 1,2 Case fatality rate στην Encyclopædia Britannica
  2. Entry "Case fatality rate" in Last, John M. (2001), A Dictionary of Epidemiology, 4th edition; Oxford University Press, p. 24.
  3. Hennekens, Charles H. and Julie E. Buring (1987), Epidemiology in Medicine, Little, Brown and Company, p. 63.
  4. World Health Organization (WHO) (12 February 2018). Ebola virus disease. Δελτίο τύπου.