Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιντί Αμίν Νταντά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιντί Αμίν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Idi Amin (Αγγλικά)
Γέννηση30  Μαΐου 1928[1] ή 1925 (πιθανώς)[2][3][4]
Κομπόκο ή Καμπάλα
Θάνατος16  Αυγούστου 2003[5][6][7]
King Faisal Specialist Hospital and Research Centre
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΤζέντα
ΚατοικίαΤζέντα (1980–2003)
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγκάντα (έως 1979)
Σαουδική Αραβία (1979–1989)
Uganda Protectorate
Ουγκάντα[8]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[9]
Σουαχίλι γλώσσα[10]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
αξιωματικός
Ugandan boxer
στρατιωτικός[11]
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/Κίνημαανεξάρτητος/η πολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΣάρα Κιολάμπα (1975–1982)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατάρχης και υποστράτηγος/Βρετανικός Στρατός και Uganda People's Defence Force
Πόλεμοι/μάχεςΕξέγερση των Μάο Μάο, 1971 Ugandan coup d'état και πόλεμος Ουγκάντας-Τανζανίας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρόεδρος της Ουγκάντα (1971–1979)
Πρόεδρος του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας (1975–1976)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιντί Αμίν Νταντά (Idi Amin Dada, περ. 1925 - 16 Αυγούστου 2003) ήταν δικτάτορας της Ουγκάντας κατά το χρονικό διάστημα 1971-1979.

Γεννήθηκε μεταξύ του 1925 και του 1928 στο Κομπόκο της Ουγκάντα. Το 1946 κατετάγη στο στρατό και γρήγορα τράβηξε την προσοχή των ανωτέρων του για τις αθλητικές του επιδόσεις, μάλιστα κέρδισε το πρωτάθλημα πυγμαχίας για 9 συναπτά έτη. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, με την υποστήριξη του τότε πρωθυπουργού της χώρας Μίλτον Ομπότε αναρριχήθηκε στην στρατιωτική ιεραρχία, παρόλο που ήδη αυτήν την περίοδο είχε δείξει την βιαιότητα του χαρακτήρα του σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Το 1969 ο Ομπότε τον τοποθετεί στη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Στις 25 Ιανουαρίου 1971 και ενώ ο Ομπότε έλειπε σε ταξίδι, εκδηλώνεται πραξικόπημα με κύριο υποκινητή τον Ιντί Αμίν ο οποίος κατηγορεί τον Ομπότε για ανεπαρκή κοινωνική πολιτική και τον καθιστά υπεύθυνο για τη δεινή οικονομική κατάσταση που έχει περιέλθει η χώρα. Η είδηση του πραξικοπήματος γίνεται αρχικά δεκτή με ενθουσιασμό από τους κατοίκους της Ουγκάντα, γρήγορα όμως η κατάσταση επιδεινώνεται. Μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες σκοτώνονται ή δολοφονούνται τα δύο τρίτα του στρατού που τότε αριθμούσε 9.000 στρατιώτες. Το 1972 επιτέθηκε σε Ισραηλινούς και Βρετανούς, μέχρι τότε στενούς συμμάχους του, εξαιτίας της αδυναμίας του να προμηθευτεί όπλα από αυτούς και κατόπιν συνομιλίας του με τον Θεό στον ύπνο του, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος. Για να μπορέσει να εξασφαλίσει κάποια συμμαχία στράφηκε στον ηγέτη της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, ο οποίος δέχθηκε να τον βοηθήσει. Η σύναψη σχέσεων με τη Λιβύη έδωσε το έναυσμα για τον διωγμό από την Ουγκάντα των Ισραηλινών και πενήντα χιλιάδων Ασιατών με βρετανικά διαβατήρια. Ο Αμίν χρησιμοποιούσε τη βία για να εξοντώσει όλους ανεξαιρέτως τους αντιπάλους του, πραγματικούς ή φανταστικούς.

Η επιτυχία του στη χρησιμοποίηση του φόβου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαίρεση των κατοίκων της χώρας σε δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια του εις βάρος της άλλης. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιντί Αμίν ήταν τεράστιο όχι μόνο εξαιτίας του αριθμού των νεκρών αλλά και της απάνθρωπης μεταχείρισης. Οι τελετουργικές εκτελέσεις που ξεπερνούσαν τα όρια του σαδισμού οδηγεί πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι οφείλονταν στη διαταραγμένη ψυχική του υγεία.Παρά ταύτα το 1975 καταφέρνει να εκλεγεί πρόεδρος του Οργανισμού Αφρικανικής Ένωσης.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η σοβαρή οικονομική κρίση και η διακοπή κάθε βοήθειας από το εξωτερικό εντείνεται, έτσι σε μια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του λαού αλλού, ο Αμίν διέταξε εισβολή στην Τανζανία, τον Οκτώβριο του 1978. Όμως, οι εισβολείς απωθήθηκαν από τον στρατό της Τανζανίας, ο οποίος γρήγορα εισέβαλε στην ίδια την Ουγκάντα, μέχρι να εξαναγκάσει τον Αμίν να εγκαταλείψει κάθε αντίσταση και να αποχωρήσει από τη χώρα τον Απρίλιο του 1979.

Ο Ιντί Αμίν φυγαδεύτηκε στη Λιβύη, αλλά στη συνέχεια πήγε στη Σαουδική Αραβία και τελικά κατέληξε στο Μπαχρέιν. Το 2003 εισέρχεται για νοσηλεία σε νοσοκομείο της Τζέντα με υψηλή πίεση και νεφρική ανεπάρκεια. Μετά από κωματώδη κατάσταση που διήρκεσε τρεις μήνες, αφήνει την τελευταία του πνοή στις 16 Αυγούστου 2003.