Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιχθυοφάγο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νερόφιδο (Nerodia sipedon) που τρώει ένα γατόψαρο.
Φρατέρκουλα του Ατλαντικού με στόμα γεμάτο με αμμοχέλια.

Ιχθυοφάγο είναι ένα σαρκοφάγο ζώο που τρέφεται αποκλειστικά, ή κυρίως, με ψάρια. Τα ψάρια ήταν η διατροφή της πρώιμης εξέλιξης των τετράποδων (μέσω των υδρόβιων αμφίβιων κατά τη διάρκεια της Δεβόνιας περίοδου), και έπειτα ακολούθησε η εντομοφαγία. Στη συνέχεια, με τον καιρό, τα πιο προσαρμοσμένα στο έδαφος ερπετά και συναψιδωτά εξέλιξαν τη φυτοφαγία.[1]

Σχεδόν όλα τα αρπακτικά ψάρια (οι περισσότεροι καρχαρίες, τόνοι, ζαργάνες, τούρνες, κλπ.) είναι υποχρεωτικά ιχθυοφάγα. Μερικά μη-ιχθυοφάγα υδρόβια ζώα, όπως οι φάλαινες, οι θαλάσσιοι λέοντες και οι κροκόδειλοι, δεν είναι εντελώς ιχθυοφάγα, καθώς συχνά κυνηγούν επίσης ασπόνδυλα, θαλάσσια θηλαστικά, υδρόβια πτηνά και ακόμη και χερσαία ζώα, επιπροσθέτως των ψαριών, ενώ άλλα, όπως η νυχτερίδα μπουλντόγκ και ο γαβιάλης, εξαρτώνται αυστηρά από τα ψάρια για τροφή. Μερικά πλάσματα, συμπεριλαμβανομένων των κνιδόζωων, των χταποδιών, των καλαμαριών, των κητώδων, των αράχνων, των αρκούδων γκρίζλι, των ιαγουάρων, των λύκων, των φιδιών, των χελώνων και των γλάρων, μπορεί να έχουν τα ψάρια ως σημαντικά, αν όχι επικρατούντα, τμήματα της διατροφής τους. Οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με διατροφή με βάση τα ψάρια, όπως και τα σαρκοφάγα κατοικίδια ζώα, όπως ο σκύλος και η γάτα.

Οι οικολογικές επιπτώσεις των ιχθυοφάγων μπορούν να επεκταθούν και σε άλλες τροφικές αλυσίδες. Σε μια μελέτη σε κηλιδόστικτες πέστροφες, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η προσθήκη αυτού του ιχθυοφάγου μπορεί να έχει αισθητά αποτελέσματα σε μη υδρόβιους οργανισμούς, σε αυτή την περίπτωση σε νυχτερίδες που τρέφονται με έντομα που βγαίνουν από το νερό με την πέστροφα.[2] Μια άλλη μελέτη που έγινε για την απομάκρυνση των λιονταρόψαρων για τη διατήρηση χαμηλής πυκνότητας χρησιμοποίησε πυκνότητες ιχθυοφάγων ως βιολογικό δείκτη για την διατήρηση των κοραλλιογενών υφάλων.[3]

Υπάρχουν ταξινομήσεις των πρωτεύοντων και δευτερεύοντων ιχθυοφάγων. Τα πρωτεύοντα ιχθυοφάγα υιοθετούν αυτή την συνήθεια τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Τα δευτερεύοντα ιχθυοφάγα θα ξεκινήσουν να τρώνε κυρίως ψάρια αργότερα στη ζωή τους. Υποθέτονται ότι η αλλαγή της διατροφής των δευτερεύοντων ιχθυοφάγων οφείλεται σε προσαρμογή για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας στη χρήση ενέργειας κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης τους.[4]

Μερικά παραδείγματα ιχθυοφάγων περιλαμβάνουν τους δράκους του Κομόντο, τις πράσινες ανακόντα, τις κίτρινες ανακόντα, τις πλατυκέφαλες αγριόγατες, τις νυχτερίδες μπουλντόγκ, τους θαλάσσιους λέοντες, τις γουνοφόρες φώκιες, τις όρκες, τα αργυρά αροουάνα, τις ευρωπαϊκές ενυδρίδες, τις βορειοαμερικανικές ποταμίσιες ενυδρίδες, τα αμερικανικό βιζόν, τους αγριόγατους ψαράδες, τα δελφίνια του Αμαζονίου, τις γιγαντιαίες βίδρες, τους ψαραετούς, τους μέργους, τους πιγκουίνους, τους λευκοκέφαλους θαλασσαετούς, τα αραπάιμα, τους γαβιάλους, τα μπαρακούντα, τα ψάρια αλιγάτορας, τους κίτρινους καρχαρίες, τις τίγρεις, τα πιράνχας, τα γοφάρια και τα λιονταρόψαρα.

  1. Sahney, S.; Benton, M. J.; Falcon-Lang, H. J. (2010). «Rainforest collapse triggered Pennsylvanian tetrapod diversification in Euramerica». Geology 38 (12): 1079–1082. doi:10.1130/G31182.1. Bibcode2010Geo....38.1079S. 
  2. Rudman, Seth M.; Heavyside, Julian; Rennison, Diana J.; Schluter, Dolph (2016-12-01). «Piscivore addition causes a trophic cascade within and across ecosystem boundaries» (στα αγγλικά). Oikos 125 (12): 1782–1789. doi:10.1111/oik.03204. ISSN 1600-0706. Bibcode2016Oikos.125.1782R. https://escholarship.org/uc/item/5m99t22z. 
  3. Harms-Tuohy, Chelsea A.; Appeldoorn, Richard S.; Craig, Matthew T. (2018). «The effectiveness of small-scale lionfish removals as a management strategy: effort, impacts and the response of native prey and piscivores» (στα αγγλικά). Management of Biological Invasions 9 (2): 149–162. doi:10.3391/mbi.2018.9.2.08. ISSN 1989-8649. 
  4. Hart, Paul (2002). Handbook of Fish Biology and Fisheries. 350 Main Street, Malden, MA 02148: Blackwell Publishing. σελίδες 267–283. ISBN 978-0632054121.