Κατάλακκο Λήμνου
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Συντεταγμένες: 39°57′57″N 25°9′13″E / 39.96583°N 25.15361°E
Κατάλακκο | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα[1] |
Περιφέρεια | Βορείου Αιγαίου |
Περιφερειακή Ενότητα | Λήμνου |
Δήμος | Λήμνου |
Δημοτική Ενότητα | Ατσικής |
Γεωγραφία | |
Νομός | Λέσβου |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 44 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Το Κατάλακκο ή ο Κατάλακκος είναι χωριό της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης).
Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Ατσικής. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.
Βρίσκεται στη βορειοδυτική ορεινή περιοχή του νησιού και έχει 116 κατοίκους (2001). Στο δημοτικό διαμέρισμα Κατάλακκου ανήκει και η ακατοίκητη νησίδα Σεργίτσι, που βρίσκεται απέναντι από το ακρωτήριο Αγριλιά της βόρειας ακτής της Λήμνου.
Όνομα-Θέση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το όνομα του χωριού οφείλεται στη θέση που είναι κτισμένο, στο βάθος μιας ρεματιάς (λάκκου). Είναι τόσο καλά κρυμμένο ώστε ο επισκέπτης δεν το αντικρίζει παρά μόνο όταν φθάσει στο χείλος του υπερκείμενου υψώματος.
Το τοπωνύμιο εκφέρεται άλλοτε ως αρσενικό: ο Κατάλακκος κι άλλοτε ως ουδέτερο: το Κατάλακκον. Πιθανότατα πρόκειται για το βυζαντινό οικισμό Καταπόταμον (το), ο οποίος αναφέρεται το 1284 και το 1355 σε απογραφικά πρακτικά της μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.
Το μετόχι "Γομάτι"
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν μετοικήσουν εδώ για λόγους προστασίας από την πειρατεία, πολλοί κάτοικοι ζούσαν στη βορινή ακτή του νησιού ως πάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα στη θέση Γομάτι (το) ή Γομάτου (του). Στο Γομάτι υπήρχε η μονή της Θεοτόκου, ανεξάρτητη ως το 12ο αιώνα και μετόχι της Μεγίστης Λαύρας στη συνέχεια.
Μονή Γομάτου, η οποία προσαρτήθηκε στη Μεγ. Λαύρα, αναφέρεται και στη Χαλκιδική το 10ο και τον 11ο αιώνα. Στην περιοχή είχε ιδιοκτησίες ο βυζαντινός στρατηγός Γόρματος, τις οποίες δώρισε στη μονή κι έτσι προήλθε το τοπωνύμιο. Το 1284 εθεωρείτο το πλουσιότερο μετόχι της Λαύρας με περιουσία 19.000 μόδια.
Το 1304 η Μεγ. Λαύρα είχε κι άλλες ιδιοκτησίες στα γύρω μέρη προερχόμενες κυρίως από δωρεές, όπως φαίνεται από τις τοπωνυμίες: του Καλέτζικα, του Φούσκη, του Χρυσίππου, του Παροίκου, τα Τζουκαλαριά και τα Καμήνια.
Το 1565 σε πατριαρχικό έγγραφο αναφέρονται ως κτήματα της Λαύρας "ο Άγιος Κήρυκος, ο έγγιστα του Γομάτου και η Παναγία του Γομάτου". Οι ιδιοκτησίες αυτές επιβεβαιώνονται και σε νεότερα έγγραφα του 1615 και του 1631, στα οποία συμπληρώνεται ότι ανήκαν στη μονή πριν από την Άλωση της Πόλης. Η μονή των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης στα νότια του Γομάτου ήταν κι αυτή ανεξάρτητη πριν γίνει μετόχι της Λαύρας.
Τον Ιούλιο του 1858 επισκέφτηκε το μετόχι του Γομάτου ο Γερμανός αρχαιολόγος Conze και διανυκτέρευσε σε αυτό μαζί με την ακολουθία του. Βρήκε ένα νάνο μοναχό, που τους καλοδέχτηκε. Υπήρχε ακόμη ένας καλόγερος, οικονόμος, ο οποίος επιστατούσε και το έρημο μετόχι του Χάρακα για λογαριασμό της Λαύρας. Επίσης, στο μετόχι εργάζονταν ως βοηθητικό προσωπικό διάφοροι άνδρες και γυναίκες, ίσως αμισθί, διότι τις χαρακτηρίζει "δούλες".
Το 1856-59 το Γομάτι φορολογήθηκε στα βασιλικά δοσίματα με 300 γρόσια. Ως το 1928 στο μετόχι κατοικούσαν δυο καλόγεροι. Τότε κατείχε έκταση 4.000 στρεμμάτων, η οποία απαλλοτριώθηκε και μοιράστηκε σε κατοίκους των χωριών Σαρδές και Κατάλακκο.
Την περίοδο 1940-51 το Γομάτιον αποτέλεσε ξεχωριστό οικισμό της τότε κοινότητας Καταλάκκου.
Μεσαιωνικά μνημεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μεσαιωνικά κατάλοιπα της περιοχής συγκαταλέγεται και το Παλαιόκαστρο του Σφουγγαρά στον όρμο του Γομάτου, που αναφέρεται από το 1284 σε έγγραφα της Μεγ. Λαύρας ως όριο των κτήσεων του εκεί μετοχιού. Σήμερα αποκαλείται Μικρό Καστέλι και στην περιοχή έχει εντοπιστεί προϊστορικός οικισμός, ο οποίος δεν έχει ακόμα ανασκαφτεί εκτεταμένα.
Άλλο ένα κάστρο, μάλλον μεταβυζαντινό, υπάρχει σε λόφο ύψους διακοσίων μέτρων στα δυτικά του χωριού, ο οποίος δεσπόζει της πεδινής έκτασης μεταξύ του χωριού και του όρμου Γομάτι. Σύμφωνα με τον Κώστα Κοντέλλη, το κάστρο αυτό επικοινωνούσε με φρυκτωρίες με μια σειρά από πύργους και καστέλια που βρίσκονταν κοντύτερα στις ακτές. Έτσι υπήρχε ένα πλήρες πλέγμα άμυνας σε περιπτώσεις επιδρομών.
Ιστορικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως τα μέσα του 19ου αιώνα δεν έχουμε πληροφορίες για τον Κατάλακκο, μιας και οι παλιότεροι περιηγητές δεν ενδιαφέρονταν για τα μη παραθαλάσσια χωριά. Όμως, ο Κατάλακκος αποτελούσε συγκροτημένο οικισμό. Από τα κοινοτικά αρχεία γνωρίζουμε πως το 1854 το χωριό είχε ιερέα που ονομαζόταν Κωνσταντίνος. Το 1856 είχε 161 στρατεύσιμους άνδρες, οι οποίοι πλήρωσαν 5.152 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση.
Το 1858 το επισκέφθηκε ο Conze, ο οποίος το σημείωσε και στο χάρτη του ως Katalako. Το 1863 καταγράφηκαν 92 οικογένειες, που είχαν γίνει 95 το 1874, δείγμα μικρής πληθυσμιακής αύξησης. Επίσης, το 1874 υπήρχαν 113 σπίτια. Το ίδιο έτος αναφέρεται ότι υπαγόταν στη δημαρχία Σαρδών.
Ο ναός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Μόδεστος, χτίστηκε το 1856 με δαπάνη και εργασία των κατοίκων. Έχει απλή δίρριχτη στέγη και στο εσωτερικό του δεσπόζουν τα πολύχρωμα ξυλόγλυπτα θωράκια, έργα των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο Άγιος Μόδεστος θεωρείται προστάτης των ζώων και στο πανηγύρι του, στις 18 Δεκεμβρίου, γινόταν μεγάλο προσκύνημα από τους κεχαγιάδες των γύρω περιοχών, οι οποίοι έρχονταν αποβραδίς και διανυκτέρευαν εκεί.
Το σχολείο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1896 λειτούργησε μονοτάξιο σχολείο στο χωριό, το οποίο έγινε κοινοτικό το 1905. Στεγαζόταν σε ένα κτίριο που βρισκόταν κοντά στο ναό ως το 1930 που κτίστηκε νέο διδακτήριο. Επίσης, το χωριό διέθετε οικία για το δάσκαλο, την οποία είχε δωρίσει ο Χαράλαμπος Ζωνάρας ή Τσερίδης. Το 1919 συστάθηκε μονοθέσιο εξατάξιο δημοτικό, το οποίο αναβαθμίστηκε σε διθέσιο την περίοδο 1959-70. Λειτούργησε ως τις αρχές της δεκαετίας του '90.
Στο σχολείο δίδαξαν μεταξύ άλλων οι: παπα-Θανάσης (πριν το 1909), Σπύρος Γεωργιάδης (1916-23), παπα-Σπύρος Μπαμπασίκας (1925-29), Αχιλλεύς Χριστοδούλου (1930-35), Λάζαρος Γιωτόπουλος (1934-46 και 1952-57), Αργυρώ Λάππα (1960-63), Βάιος Ρηγόπουλος (1963-67), Ιωάννης Παπαπορφυρίου (1967-76), Γαβριήλ Γουδέλης (1967-70), Κώστας Κοντέλλης κ.ά.
Πληθυσμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1918 το χωριό απετέλεσε κοινότητα, στην οποία το 1928 απογράφηκαν 292 άτομα.
Ο πληθυσμός, αγροτικός ως επί το πλείστον, έφτασε στα 386 άτομα το 1961 μα στη συνέχεια μειώθηκε απότομα λόγω της μετανάστευσης.
Το 2001 απογράφηκαν μόλις 116 άτομα.Ο πληθυσμος του νησιου σημερα[2013]δεν υπερβαινει τους 55 κατοικους.[μονιμοι κατοικοι]
Αξιοθέατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μοναδικής ομορφιάς αξιοθέατα της περιοχής που συγκεντρώνουν πολλούς επισκέπτες αλλά και ιδιότυπα οικοσυστήματα είναι:
- Οι Αμμοθίνες, μια αμμώδης έκταση 70 στρεμμάτων μακριά από την ακτή.
- Οι Παχιές Άμμδες, όπου τον Αύγουστο φυτρώνει το προστατευόμενο λουλούδι: κρινάκι της θάλασσας ή κρινάκι της Παναγιάς, όπως το λένε στη Λήμνο.
- Όρμος Γομάτου ή Γομάτι, με εκτεταμένη αμμουδιά και μεσαιωνικά κατάλοιπα.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
- Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη".
- Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
- Κώστα Κοντέλλη, Τα κάστρα της Λήμνου, σελ. 151-154.
- "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.