Καυνάκης
Καυνάκης (ή γαυνάκης) είναι ένα είδος αρχαίου ενδύματος που συνήθιζαν να φορούν στην Αρχαία Ελλάδα. Η λέξη αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Αριστοφάνη στην κωμωδία του "Σφήκες". Πιθανώς η λέξη προέρχεται από το περσικό "gαunαkα" που μεταφράζεται ως "τριχωτός". Στα ακκαδικά "gunαkku" σημαίνει "είδος πανωφοριού".[1][2] Στα σουμεριακά η λέξη που μεταφράζεται ως ένδυμα είναι "TÚG".[3]
Ο καυνάκης των Σουμερίων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1877 που ανακαλύφθηκαν τα πρώτα ίχνη του Σουμεριακού πολιτισμού στην περιοχή Τέλλο στο Ιράκ, οι ειδικοί επιστήμονες στην αρχαιολογία της Εγγύς Ανατολής ονομάζουν καυνάκη ένα ένδυμα που φορούσαν οι Σουμέριοι βασιλείς και βασίλισσες στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, καθώς και οι αξιωματούχοι τους, όσοι δηλαδή κατείχαν υψηλή θέση στη διοίκηση και το ιερατείο. Είναι πιθανό οι βασιλείς να ήταν εκείνοι που προμήθευαν τους αξιωματούχους με το ένδυμα αυτό.[4][5]
Δεν είναι όμως σαφές αν ο αρχαιοελληνικός καυνάκης που αναφέρει ο Αριστοφάνης ήταν όμοιος με αυτό το σουμεριακό ένδυμα που έχει σήμερα την ίδια ονομασία.
Στον τομέα της ένδυσης οι Σουμέριοι ήταν πρωτοπόροι, θέτοντας τους στυλιστικούς ενδυματολογικούς κανόνες στον αρχαίο κόσμο.[6] Αυτό δεν ήταν η μοναδική τους συνεισφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι οι πρωταγωνιστές στην εφεύρεση της πρώτης γραφής, της σφηνοειδούς, γύρω στο μέσον της 4ης χιλιετίας π.Χ., έχοντας σε αυτό ως μοναδικούς "ανταγωνιστές" τους Αιγύπτιους που την ίδια εποχή εφηύραν την δική τους γραφή, την ιερογλυφική.[7]
Στα γραπτά κείμενα της Μεσοποταμίας μαρτυρείται ότι η κτηνοτροφία των αιγοπροβάτων αποτελούσε μία πολύ σημαντική πηγή εσόδων στην περιοχή της Ουρ, ενώ από τις ίδιες πηγές είναι εμφανές ότι στην περιοχή αυτή υπήρχε μία οργανωμένη και ακμάζουσα παραγωγή υφασμάτων κατά την ύστερη 3η χιλιετία π.Χ. Κείμενα αναφέρουν εξαγωγές υφασμάτων από την Ουρ που βρισκόταν στο νοτιότερο άκρο του σημερινού Ιράκ, προς το Ντιλμούν στον Περσικό κόλπο. Η βιομηχανία αυτή βασιζόταν στο μαλλί των αιγοπροβάτων που οι Σουμέριοι αγρότες εκμεταλλευόταν συντηρώντας μεγάλα κοπάδια σε απέραντους βοσκότοπους τα οποία δεν ανήκαν στους ίδιους αλλά στο ιερό των θεών Νάννα και Νινγκάλ που ουσιαστικά ελεγχόταν από τον βασιλιά και τους αξιωματούχους του. Οι κτηνοτρόφοι ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα μία συγκεκριμένη ποσότητα μαλλιού στο ναό, ενώ όταν αυτό δεν ήταν δυνατό, όφειλαν να αποζημιώνουν το ναό με ασήμι αντί μαλλιού. Από τις πήλινες πινακίδες συμπεραίνεται επίσης ότι ελάχιστος αριθμός αιγοπροβάτων σφαγιαζόταν για την ευρεία κατανάλωση κρέατος, ενώ τα ζώα αυτά αποτελούσαν για το κρέας τους προσφορές προς τους θεούς και καταναλώνονταν σε ειδικές γιορτές που ο βασιλιάς οργάνωνε για τους πολίτες του.[8]
Στο έδαφος της Μεσοποταμίας τα υφάσματα είναι σχεδόν αδύνατο να διατηρηθούν, ιδιαίτερα όσα είναι φτιαγμένα από μαλλί ζώου, εξαιτίας των ιδιαίτερων ταφονομικών συνθηκών. Σε περιπτώσεις που τα υφάσματα έχουν κατά αξιοθαύμαστο τρόπο σωθεί, είναι δύσκολο να διατηρηθούν μετά την αποκάλυψή τους. Ο Λέοναρντ Γούλλεϊ, ο Βρετανός αρχαιολόγος που είναι γνωστός κυρίως από τις ανασκαφές που έκανε στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ουρ, ανέφερε ότι ανακάλυψε έναν ερυθρό καυνάκη σε έναν από τους βασιλικούς τάφους, πιθανόν όμως το εύρημα αυτό να μην έφθασε ποτέ μέχρι τους αποθηκευτικούς χώρους της ανασκαφής, λόγω της αποσύνθεσης που υπέστη όταν, μετά το άνοιγμα του τάφου, ήλθε σε επαφή με τον ήλιο και το οξυγόνο.[4]
Δεν έχει διατηρηθεί κανένα απομεινάρι από αρχαίο καυνάκη, και το ένδυμα αυτό μας είναι γνωστό κυρίως μέσα από τα αγάλματα και τα ανάγλυφα του σουμεριακού πολιτισμού. Από τους σφραγιδοκύλινδρους απουσιάζει σχεδόν παντελώς, με λιγοστές εξαιρέσεις, γεγονός που οφείλεται ίσως στο μικρό μέγεθος των σφραγίδων.[6] Απεικονίζεται επίσης ο καυνάκης και σε πιο σπάνια έργα τέχνης όπως είναι το Λάβαρο της Ουρ.
Ο καυνάκης είναι φουντωτό μακρύ περίζωμα, σαν φούστα που δένει στη μέση και φαρδαίνει από εκεί και κάτω σε σχήμα κουδουνιού καλύπτοντας τα πόδια. Το ένδυμα αυτό φτιαχνόταν από δέρμα ζώου (προβειά) ή υφαινόταν με το να ράβουν επάνω σε ένα κομμάτι υφάσματος αλληλοκαλυπτόμενες τούφες από μαλλί ή φτερά.[5] Αυτές τις τούφες άρχισαν να τις ράβουν επάνω στο ύφασμα μετά την πρόοδο της υφαντουργίας για να ομοιάζει το ένδυμα στην σγουρή γούνα του προβάτου από την οποία φτιαχνόταν αρχικά ο καυνάκης. Συχνά σε αυτήν την φούστα από προβειά διατηρούσαν στο πίσω μέρος και την ουρά του προβάτου ή της κατσίκας. Μπορούσε να φορεθεί επίσης τυλίγοντάς το γύρω από το κάτω μέρος του σώματος και περνώντας το επάνω από το έναν ώμο[9] ή σαν κάπα, καλύπτοντας πολλές φορές και το κεφάλι.[10]
Χαρακτηριστικά παραδείγματα σουμεριακής τέχνης που πιστοποιούν την χρήση αυτού του είδους φούστας είναι τα αγάλματα λατρευτών όπως αυτό του Έμπι-Ιλ του επιστάτη που βρέθηκε στο ναό της Ιστάρ στο Μάρι της Συρίας. Ο Έμπι-Ιλ φορά μία τέτοια φούστα που δεν ήταν καθημερινής χρήσης αλλά συνδεόταν με τελετουργίες, γιορτές και σημαντικά κοινωνικά γεγονότα.[11][12]
Ένα επίσης αξιόλογο δείγμα σουμεριακής τέχνης όπου απεικονίζεται το ένδυμα αυτό είναι η ανάγλυφη πλάκα θύρας από έναν ναό που έχτισε ο βασιλιάς Ουρ-Νάνσε (2500 π.Χ. περίπου), και που φέρει επιγραφή και διακοσμητικές σκηνές που αναφέρονται στην οικοδομική δραστηριότητά του. Έχουν ως κεντρικό πρόσωπο τον ίδιο τον βασιλιά που, επάνω αριστερά, απεικονίζεται να κουβαλά επάνω στο κεφάλι του ένα καλάθι, στοιχείο που συμβολίζει το γεγονός ότι εργάστηκε για το χτίσιμο του ναού, ενώ, κάτω δεξιά, απεικονίζεται καθιστός με μία κούπα μπύρας, σε σκηνή από συμπόσιο για τον εορτασμό των εγκαινίων του ναού (η σουμεριακή λέξη για το συμπόσιο είναι "kaš-dé-a" που μεταφράζεται ως "το σερβίρισμα της μπύρας"). Toν βασιλιά συνοδεύουν η σύζυγος, τα παιδιά του, καθώς και ο οινοχόος του. Ο βασιλιάς και η σύζυγός του φορούν καυνάκη.[13]
Ο καυνάκης στις "Σφήκες" του Αριστοφάνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην κωμωδία του Αριστοφάνη οι "Σφήκες" που γράφτηκε στην εποχή του Κλέωνα, και στην οποία σατιρίζεται η δικομανία των Αθηναίων και γίνεται αναφορά στους λαϊκούς δικαστές, τους Ηλιαστές, και στην εκμετάλλευσή τους από τους ασυνειδήτους δημαγωγούς, ο ήρωας Βδελυκλέων προσπαθεί να πείσει τον Ηλιαστή πατέρα του, Φιλοκλέωνα, να πάψει να είναι δικαστής και να υιοθετήσει έναν νέο τρόπο ζωής. Για τον λόγο αυτό οργανώνει για εκείνον μια δίκη μέσα στο σπίτι. Μη έχοντας ο Φιλοκλέων κάποιον άλλον να δικάσει, και με αφορμή το γεγονός ότι ο σκύλος τους, ο Λάβης, "πήδησε στην κουζίνα κι έχαψε ένα σικελικό μεγάλο χλωροτύρι", ο Φιλοκλέων αποφασίζει να δικάσει τον ίδιο τον σκύλο του. Ο Βδελυκλέων, στη συνέχεια, προτρέπει τον πατέρα του να φορέσει καινούρια ρούχα και παπούτσια, και να πάει να διασκεδάσει σε ένα συμπόσιο για να γιατρευτεί από την δικομανία του. Για τον λόγο αυτό, του δίνει να φορέσει ένα μάλλινο καυνάκη που, όπως αναφέρεται στο κείμενο, ονομάζεται και περσίδα καθώς το φορούσαν στις Σάρδεις (οι Σάρδεις είχαν κατακτηθεί κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. από τους Πέρσες, αποτελώντας τμήμα της αχανούς Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας). Αναφέρεται επίσης στο κείμενο του Αριστοφάνη ότι ο καυνάκης είναι ακριβό υφαντό των Εκβατάνων. Τα Εκβάτανα στην αρχαία Μηδία (σημερινό Ιράν) βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο, στην οροσειρά του Ζάγρου, όπου επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες. Όπως αναφέρει ο ήρωας Φιλοκλέων που το φορά, είναι ένα πολύ ζεστό ένδυμα. Αντιστέκεται, και δεν θέλει να αντικαταστήσει με αυτό την παλιά του κάπα:[14]
Απόσπασμα από τις "Σφήκες"
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]《 Φιλοκλέων: οὔτοι ποτὲ ζῶν τοῦτον ἀποδυθήσομαι,
ἐπεὶ μόνος μ᾽ ἔσωσε παρατεταγμένον,
ὅθ᾽ ὁ βορέας ὁ μέγας ἐπεστρατεύσατο
… μὰ τὸν Δἴ οὐ γὰρ οὐδαμῶς μοι ξύμφορον.
Βδελυκλέων: τὸν τρίβων᾽ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς
Φιλ.: τουτὶ τὸ κακὸν τί ἐστι πρὸς πάντων θεῶν;
Βδε.: οἱ μὲν καλοῦσι Περσίδ᾽ οἱ δὲ καυνάκην.
Φιλ.: ἐγὼ δὲ σισύραν ᾠόμην Θυμαιτίδα.
Βδε.: κοὐ θαῦμά γ᾽· ἐς Σάρδεις γὰρ οὐκ ἐλήλυθας. ἔγνως γὰρ ἄν· νῦν δ᾽ οὐχὶ γιγνώσκεις.
Φιλ.: ἐγώ; μὰ τὸν Δἴ οὐ τοίνυν· ἀτὰρ δοκεῖ γέ μοι ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι.
Βδε.: οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ᾽ ὑφαίνεται.
Φιλ.: ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ;
Βδε.: πόθεν ὦγάθ᾽; ἀλλὰ τοῦτο τοῖσι βαρβάροις ὑφαίνεται πολλαῖς δαπάναις.
αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως.
Φιλ.: οὔκουν ἐριώλην δῆτ᾽ ἐχρῆν ταύτην καλεῖν δικαιότερον ἢ καυνάκην.》
Αριστοφάνης, "Οι Σφήκες"[1], στ. 1122 - 1150 από το πρωτότυπο κείμενο στα Αρχαία Ελληνικά[15]
《 Φιλ.: (αναφερόμενος στην παλιά κάπα που φορά): Ποτέ όσο ζω από πάνω μου δε βγαίνει
μ΄ έσωσε αυτή και μόνο, όταν στη μάχη άγριος βοριάς με χτύπαε λυσσασμένος ...
μα τον Δία, τι καλό θα δω από δαύτη; (αναφερόμενος στην καινούρια κάπα που του δίνει να φορέσει ο γιος του)…
Βδε.: ... πέτα αυτή την κάπα και με την χλαίνα τούτη καπακώσου. Μπρος, φόρεσε την χλαίνα κι άσ΄ τα λόγια.
Φιλ.: Τι συμφορά είναι τούτο; πώς το λένε;
Βδε.: Άλλοι το λεν περσίδα, άλλοι φλοκάτη.
Φιλ.: Για γούνα εγώ το πέρασα φλογάτη (από τις Θυμαιτάδες).
Βδε.: Πώς θες να τη γνωρίσεις, που δεν πήγες ποτέ στις Σάρδεις; Τώρα τη γνωρίζεις;
Φιλ.: Μα τον Δία, καθόλου, ούτε και τώρα. Αλλά νομίζω μάλλον με αρχοντοσάμαρο πως μοιάζει.
Βδε.: Είναι υφαντό των Εκβατάνων.
Φιλ.: (πασπατεύοντας τις ούγιες της χλαίνας) Έτσι; Από μαλλί εκεί φτιάχνουν κοκορέτσι;
Βδε.: Τέτοιο υφαντό στις χώρες των βαρβάρων πληρώνεται ακριβά.
Και τάλαντο ίσως μαλλί το ρούχο αυτό θα ΄χει ρουφήξει.
Φιλ.: Ρούφουλα τότε να το λένε κι όχι φλοκάτη.》
Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά: Θρασύβουλος Σταύρου[14]
Ο Φιλοκλέων πετά από πάνω του τον καυνάκη επειδή είναι πολύ ζεστός και δεν αντέχει να τον φορά. Όπως λέει, είναι ζεστός σαν το μαγκάλι.[14]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Βικιθήκη, "Σφήκες" Αριστοφάνους, Πρωτότυπο κείμενο στα Αρχαία Ελληνικά.
- ↑ Λεξικό Λίντελ-Σκοτ: καυνάκης
- ↑ Halloran, John A. (2006). Sumerian Lexicon : A Dictionary Guide to the Ancient Sumerian Language. ISBN 0978642910
- ↑ 4,0 4,1 Breniquet, Catherine, "The Archaeology of Wool in Early Mesopotamia: Sources, Methods, Perspectives", in C. Breniquet et C. Michel (eds) "Wool Economy in the Ancient Near East and the Aegean, from the beginnings of Sheep Husbandry to Institutional Textile Industry" (2014), Oxbow Books (Ancient Textile Series, 17).
- ↑ 5,0 5,1 Breniquet, Catherine (2016). "Que savons-nous exactement du kaunakès mésopotamien?". Revue d'assyriologie et d'archéologie orientale. 110 (January): 1–22.
- ↑ 6,0 6,1 Gailani Al-Werr, Lamia, "A Note on Sumerian Fashion", in Crawford, Harriet (2013), "The Sumerian World", Routledge.
- ↑ Cunningham, Graham, "The Sumerian Language", in Crawford, Harriet (2013), "The Sumerian World", Routledge.
- ↑ Mieroop, Marc Van De (1993). "Sheep and Goat Herding according to the Old Babylonian Texts from Ur”. Bulletin on Sumerian Agriculture 7 (1993): 161-182.
- ↑ "Mesopotamia Review". College of Fine Arts – Illinois State University.
- ↑ Aruz, Joan ed., and Wallenfels, Ronald (2003), "Art of the First Cities: The Third Millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus", The Metropolitan Museum of Art New York, p.153, 92a
- ↑ Μουσείο του Λούβρου. "Ebih-Il, the Superintendent of Mari".
- ↑ Parrot, André (1935). "Les fouilles de Mari (Première campagne)" (PDF). Syria (in French). Institut français du Proche-Orient. 16 (1): 1–28. doi : 10.3406/syria.1935.8338
- ↑ Suter, Claudia E., “Kings and Queens: Representation and Reality"in Crawford, Harriet (2013), "The Sumerian World", Routledge.
- ↑ 14,0 14,1 14,2 Σταύρου, Θρασύβουλος (1996) "Οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη", Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", ISBN 960-05-0082-7.
- ↑ Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΑΠΘ, Ψηφιακές Συλλογές, Εθνική Βιβλιοθήκη Αργυρούπολης του Πόντου "Ο Κυριακίδης", Aristophanis Comoedias, Σφήκες, σελ. 221 (πρωτότυπο κείμενο - PDF).
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Aruz, Joan (ed.) ; Wallenfels, Ronald (2003). "Art of the First Cities: The Third Millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus". The Metropolitan Museum of Art New York. ISBN 0300098839
- Breniquet, Catherine (2014). "The Archaeology of Wool in Early Mesopotamia: Sources, Methods, Perspectives", in C. Breniquet et C. Michel (eds) "Wool Economy in the Ancient Near East and the Aegean, from the beginnings of Sheep Husbandry to Institutional Textile Industry". Oxbow Books (Ancient Textile Series, 17). ISBN 9781789253801
- Breniquet, Catherine (2016). "Que savons-nous exactement du kaunakès mésopotamien?". Revue d'assyriologie et d'archéologie orientale. 110 (January): 1–22.
- Crawford, Harriet (2013). "The Sumerian World". Routledge. ISBN 978-0-415-56967-5
- Cunningham, Graham. "The Sumerian Language". Ιn Crawford, Harriet (2013), "The Sumerian World", Routledge.
- Dover, Kenneth James. "Η κωμωδία του Αριστοφάνη" (1981), μετάφραση Φάνης Ι. Κακριδής, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. ISBN 9789602502044
- Halloran, John A. (2006). Sumerian Lexicon : A Dictionary Guide to the Ancient Sumerian Language. ISBN 0978642910
- Mieroop, Marc Van De (1993). "Sheep and Goat Herding according to the Old Babylonian Texts from Ur”. Bulletin on Sumerian Agriculture 7 (1993): 161-182.
- Nosch, Marie-Louise; Koefoed, Henriette ; Andersson Strand, Eva (eds). Textile Production and Consumption in the Ancient Near East: archaeology, epigraphy, iconography (2013). Ancient Textiles Series Vol. 12, Oxbow Books. ISBN 9781842174890
- Parrot, André (1935). "Les fouilles de Mari (Première campagne)" (PDF). Syria (in French). Institut français du Proche-Orient. 16 (1): 1–28. doi : 10.3406/syria.1935.8338
- Σταύρου, Θρασύβουλος (1996). "Οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη", Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", ISBN 960-05-0082-7.
- Suter, Claudia E. “Kings and Queens: Representation and Reality". In Crawford, Harriet (2013). "The Sumerian World". Routledge.
- Woolley, Leonard (1934). "Ur Excavations II, The Royal Cemetery". ISBN 0332826953
Δικτυογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βικιθήκη, "Σφήκες" Αριστοφάνους, Πρωτότυπο κείμενο στα Αρχαία Ελληνικά.
- College of Fine Arts – Illinois State University. "Mesopotamia Review".
- Λεξικό Λίντελ-Σκοτ: καυνάκης
- Mουσείο του Λούβρου. Ebih-Il, the Superintendent of Mari Αρχειοθετήθηκε 2020-02-17 στο Wayback Machine.".
- Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΑΠΘ, Ψηφιακές Συλλογές, Εθνική Βιβλιοθήκη Αργυρούπολης του Πόντου "Ο Κυριακίδης", Aristophanis Comoedias, Σφήκες, σελ. 221 (πρωτότυπο κείμενο - PDF).
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Electronic Τools and Αncient Νear East Archives (ETΑNA), Ur Excavations II: The Royal Cemetery.