Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ[α] (τουρκικά: Mustafa Kemal Atatürk, προφέρεται: [mustaˈfa ceˈmal aˈtaˌtyɾc], Θεσσαλονίκη, 1881 - Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 1938) ήταν Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Ήταν ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Ουσιαστικά ανέλαβε πραξικοπηματικά μια διαμελισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας το εναπομείναν υπόλοιπο των εδαφών στην Ανατολία κατόρθωσε να μετατρέψει σε κράτος δυτικού προτύπου, ονομάζοντάς το Τουρκία και αποτελώντας έως και σήμερα εθνάρχη της Τουρκίας στη συνείδηση του τουρκικού έθνους.
Η κυβέρνησή του ακολούθησε μια πολιτική τουρκοποίησης, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα ομοιογενές, ενιαίο και πάνω από όλα δημοκρατικό έθνος κάτω από το τουρκικό λάβαρο.[1][2][3] Επί Ατατούρκ, ζητήθηκε από τις μειονότητες στην Τουρκία να μιλούν τουρκικά δημόσια, αλλά τους επιτρεπόταν να διατηρήσουν τη δική τους γλώσσα ταυτόχρονα. Τα μη τουρκικά τοπωνύμια και οι μειονότητες διατάχθηκαν να λάβουν τουρκικό επώνυμο σύμφωνα με τις τουρκικές παραδόσεις.[4][5][6] Θεωρείται, παρ' όλ' αυτά, χαρισματικός ηγέτης, του οποίου η μορφή, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες προσωπικότητες που επηρέασαν καθοριστικά με την παρουσία τους τον 20ό αιώνα. Το τουρκικό κοινοβούλιο του απένειμε το επώνυμο Ατατούρκ το 1934, που σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων», σε αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε στην οικοδόμηση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας.[7]
Καταγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πατέρας του ήταν ο μουσουλμάνος Αλή Ριζά (ή Ριζί) Εφέντη (τουρκ. Ali Rıza Efendi), ο οποίος αρχικά δούλευε για λογαριασμό μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων, επιθεωρώντας τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές τους. Υπηρέτησε ως υπολοχαγός εθελοντικής στρατιωτικής μονάδας, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-8, και στο τέλος του πολέμου έγινε τελωνειακός υπάλληλος. Ο Αλή Ριζά πέθανε όταν ο Μουσταφά ήταν επτά ετών. Μητέρα του ήταν η Ζουμπεϊντέ Χανούμ (τουρκ. Zübeyde Hanım), με καταγωγή από την κωμόπολη του Λαγκαδά, της οποίας ο πατέρας ίσως ήταν επιστάτης σε αγρόκτημα, όπως ο αδελφός της.[8][9]
Ο Ατατούρκ ισχυρίστηκε πως οι πρόγονοί του ήταν Τούρκοι νομάδες (Γιουρούκοι) που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Βαλκανίων, ωστόσο δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο.[10] Αντίθετα, έχει υποστηριχθεί πως κληρονόμησε την τουρκική γλώσσα από προγόνους που ήρθαν από την Ανατολία και τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά από προγόνους αλβανικής ή σλαβικής καταγωγής.[11] Κάποιες ενδείξεις για το δεύτερο είναι οι εξής: Ο παππούς του Αλή Ριζά είχε το προσωνύμιο «κόκκινος» (ξανθός), ενώ ξανθή με γαλανά μάτια ήταν η μητέρα του Κεμάλ και ο ίδιος ο Ατατούρκ. Έχει ωστόσο υποστηριχθεί πως υπήρχαν Τούρκοι μικρασιατικής καταγωγής με ανάλογα χαρακτηριστικά, όμως η αναλογία είναι μεγαλύτερη στους Βαλκάνιους. Άλλο στοιχείο είναι ότι ο Τζεμίλ Μποζόκ, μακρινός ξάδελφος του Κεμάλ και αργότερα υπασπιστής του, είχε παππού αλβανικής καταγωγής, χωρίς όμως να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν η συγγένειά του με τον Κεμάλ ήταν εξ αίματος. Επίσης, ο Τζεμίλ Μποζόκ υποστήριζε πως ήταν συγγενής και της οικογένειας της Ζουμπεϊντέ Χανούμ.[12] Λόγω της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης κατά την οθωμανική περίοδο, πολλοί από τους ισλαμιστές αντιπάλους του που ενοχλήθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις του ισχυρίστηκαν ότι ο Ατατούρκ είχε Ντονμέ προγόνους· Εβραίοι που ασπάστηκαν το Ισλάμ δημόσια, αλλά εξακολουθούσαν να διατηρούν κρυφά την πίστη τους στον Ιουδαϊσμό.[13][14]
Νεανικά χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επισήμως η γέννηση του Ατατούρκ καταγράφεται το έτος 1296 του ημερολογίου Ρουμί, το οποίο εκτείνεται από τις 13 Μαρτίου 1880 έως τις 12 Μαρτίου 1881 του Γρηγοριανού ημερολογίου[8]. Γεννήθηκε στην τότε οθωμανική Θεσσαλονίκη[15] και το όνομα του ήταν Μουσταφά. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης δεν είναι γνωστή. Όταν ρωτήθηκε από τα μέλη συγγραφικής ομάδας εγκυκλοπαίδειας, απάντησε πως γεννήθηκε τη 19η Μαΐου του 1919, δηλαδή την ημέρα που αποφάσισε να γίνει αντάρτης.[16] Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του κατέφυγε στο σπίτι του αδερφού της στο χωριό Σαρήγιαρ (σημ. Χρυσαυγή) του Λαγκαδά, στο οποίο υπήρχε σημαντική παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου. Από εκεί έφυγε λίγα χρόνια αργότερα, επιστρέφοντας πάλι στη Θεσσαλονίκη όπου έζησε με τη θεία του, Χατιτζέ.[17] Σύμφωνα με άλλη αφήγηση, που σχετίζεται με το "Σπίτι Μνήμης" του πατέρα του, Αλί Ρεζά Εφέντη, που βρίσκεται στη Βόρεια Μακεδονία, ο Κεμάλ έζησε εκεί ως παιδί. Επιδεικνύεται μάλιστα και ομοίωμά του σε παιδική ηλικία να παίζει με την αδελφή του Μακμπουλέ μέσα σε δωμάτιο του σπιτιού. Ανεπίσημα το σπίτι γίνεται αντιληπτό ως "Σπίτι Μνήμης Ατατούρκ".[18]
Στα δώδεκά του χρόνια, και παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, ο Μουσταφά εισήχθη στην κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, για να καταλήξει το 1899 στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης από την οποία εξήλθε το 1902. Αμέσως μετά, εισήχθη στη Σχολή Ειδικής Εκπαίδευσης του Γενικού Επιτελείου, από όπου το 1904 αποφοίτησε με τον βαθμό του λοχαγού. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης διακρίθηκε στα μαθηματικά και ύστερα από προτροπή ενός δασκάλου του, που συμπτωματικά ονομαζόταν Μουσταφά, υιοθέτησε το όνομα Κεμάλ, που σημαίνει «τελειότητα»[19][20]. Από εκείνη την εποχή οι πολιτικές του απόψεις ήταν αντίθετες προς το οθωμανικό κράτος και γι' αυτό είχε αρχίσει να εκδίδει πολιτική εφημερίδα, η οποία μοιραζόταν στους συμμαθητές του, ενάντια στο τότε καθεστώς.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1905, διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, ουσιαστικά να εξοριστεί, στο 5ο τάγμα Δαμασκού. Εκεί ίδρυσε μυστικό πολιτικό σωματείο, το οποίο ονόμασε Vatan ve Hürriyet, που στα τουρκικά σημαίνει Πατρίδα και Ελευθερία. Κατάφερε να μυήσει αρκετούς αξιωματικούς και να δημιουργήσει παρακλάδια στη Θεσσαλονίκη. Όμως γρήγορα η επαναστατική κίνηση αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να διαλύσει την οργάνωση. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Γιάφα (σημ. Ισραήλ).
Οι απόψεις για την συμμετοχή του Κεμάλ στο κίνημα των Νεότουρκων διίστανται. Θεωρείται ότι δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεοτούρκων.[21] Υπάρχει η άποψη ότι την εποχή του ξεσπάσματος του κινήματος ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία εργάστηκε για την επιτυχία της επαναστατικής αυτής κίνησης αλλά, στη συνέχεια, ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά.[22]
Το 1911, στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση εναντίον των Ιταλών και σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Κατά την διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου ο Ατατούρκ ασθένησε και νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα από έναν Έλληνα ιατρό ονόματι Τσατσάνη (Çaçani) στην Αίγυπτο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κατάφερε να διακριθεί, με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο υπηρέτησε στον Καυκάσου στις επιχειρήσεις του 1916, και στη συνέχεια να προαχθεί σε Πασά.[21]
Συγκεκριμένα, η μεγάλη διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της Καλλίπολης ή των Δαρδανελίων το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράττοντας σχόλια του τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης».[23] Έχοντας προβλέψει τη συγκεκριμένη κίνηση των συμμάχων, ο Κεμάλ είχε ζητήσει νωρίτερα να αναλάβει την διοίκηση της άμυνας της Ραιδεστού, τις οποίες ανέλαβε προαχθείς σε συνταγματάρχη, για να εφαρμόσει δική του αμυντική τακτική. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε τους ήδη αποδιοργανωμένους, λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, Ρώσους, στο μέτωπο του Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, αποσπώντας τις περιοχές Μπιτλίς και Μους. Εξ αιτίας αυτού, η οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε σε υποστράτηγο (Πασά).
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά στις 7 Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του 1918 στη Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Τότε αντελήφθη πως ο ερχομός των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν.[24] Μέσα σε λίγες μέρες ο οθωμανικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Αξίζει να σημειωθεί ότι την υποχώρηση την είχε οργανώσει ο Κεμάλ ενώ ταυτόχρονα είχε αναλάβει και τη διοίκηση του Νοτιο-Ανατολικού μετώπου, χωρίς όμως καμία επιτυχία. Σε εκείνη την υποχώρηση μόλις που κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, απέστειλε οργισμένο τηλεγράφημα στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους του για την υποχώρηση και τις τεράστιες απώλειες του στρατού.
Στις 30 Οκτωβρίου 1918, πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για την πατρίδα του.
Ρήξη με την Υψηλή Πύλη και αντεπίθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την ανακωχή του Μούδρου τοποθετήθηκε σε μη μάχιμη θέση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνοντας παράλληλα εθνικιστικές ομάδες, στις οποίες συμμετείχαν και πολλοί οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Σουλτάνο.[25] Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων και προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτόν, ο Σουλτάνος τον διόρισε τον Μάιο του 1919 στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών. Αποβιβάστηκε στη Σαμσούντα στις 19 Μαΐου 1919, ημέρα που θεωρείται για τους Τούρκους έναρξη του πολέμου της ανεξαρτησίας τους.
Εκεί ο Κεμάλ μαζί με άλλους αξιωματικούς υπέγραψε μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι αξιωματικοί δήλωναν την αντίθεσή τους με τη φίλα προσκείμενη προς την Αντάντ τουρκική κυβέρνηση και ουσιαστικά ξεκινούσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Υψηλής Πύλης. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο συγκάλεσε δύο εθνικά συνέδρια, ένα στο Ερζερούμ και ένα στη Σεβάστεια. Στο δεύτερο συνέδριο εκλέχθηκε πρόεδρος της Εταιρείας για την Προάσπιση των Εθνικών Δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών. Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον Σουλτάνο. Παράλληλα ξεκίνησε και η δεύτερη φάση των σφαγών του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Φεβρουάριο του 1920, τουρκικές και κουρδικές άτακτες δυνάμεις υπό την καθοδήγησή του[26], επιτέθηκαν κατά διεσπαρμένων γαλλο-αρμενικών στο Μαράς πετυχαίνοντας την πρώτη νίκη που επιζητούσαν οι κεμαλικοί. Το επεισόδιο προκάλεσε έκπληξη στους συμμάχους της Αντάντ στην Κωνσταντινούπολη, που αγνοούσαν τις πραγματικές δυνατότητες του Κεμάλ.
Στις 23 Απριλίου 1920, ο Κεμάλ εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα και, έχοντας καταδικαστεί από τον Σουλτάνο σε θάνατο, συγκάλεσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε προσωρινή κυβέρνηση με Πρωθυπουργό και πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης τον ίδιο, ενώ του ανατέθηκε παράλληλα και η ηγεσία του στρατού. Στις 10 Αυγούστου υπογράφηκε από την οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία η κυβέρνηση Κεμάλ αρνήθηκε να αναγνωρίσει, θεωρώντας την ατιμωτική για το έθνος. Στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση είχαν σχηματιστεί δύο ομάδες: η μία υποστήριζε τον Κεμάλ και η άλλη αντιδρούσε σθεναρά στα σχέδιά του. Τελικά υπερίσχυσε η πρώτη ομάδα, η οποία και κατάφερε να ενισχύσει με περισσότερες εξουσίες τον ρόλο του προέδρου.
Σταδιακά, ο Κεμάλ κατάφερε να προσεταιριστεί τις Μεγάλες Δυνάμεις και να συνάψει βαρύνουσας σημασίας συμφωνίες, οι οποίες άλλαξαν δραματικά υπέρ των κεμαλιστών την κατάσταση στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η Σοβιετική Ένωση, την οποία προσεταιρίστηκε χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο που διεξήγαγε ως αντι-ιμπεριαλιστικό, κατά των δυτικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικοί όχι μόνο παραχώρησαν οθωμανικές περιοχές που είχαν χαθεί στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878, αλλά υπολογίζεται ότι προσέφεραν στην κυβέρνηση της Άγκυρας βοήθεια αξίας 6 εκατομμυρίων ρουβλίων.[27] Επίσης, παρά την προσωπική του αντιθρησκευτική στάση και ιδεολογία, ο Κεμάλ -κατά τη διάρκεια του πολέμου- κατάφερε και συνένωσε όλους τους μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας σε πόλεμο για την υπεράσπιση του Ισλάμ, προκαλώντας επίσης κινήματα συμπαράστασης σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο ελληνικός στρατός ύστερα από σποραδικές νίκες έως το 1921, επιχείρησε την εκστρατεία του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921 με σκοπό την κατάληψη της Άγκυρας, αλλά ανακόπηκε από τον στρατό του Κεμάλ και υποχώρησε, ενώ την ίδια ώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις με τηλεγραφήματα συνέχαιραν τον Κεμάλ για την νίκη του.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κατόπιν παρασκηνιακών συνομιλιών, οι Γάλλοι συμφώνησαν να ακυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών και να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας στρατιωτικό υλικό. Στις 2 Ιανουαρίου 1922 η Ουκρανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την κυβέρνηση Κεμάλ. Μέχρι τον Ιούλιο του 1922, η μοναδική μεγάλη δύναμη που υποστήριζε την Ελλάδα στον πόλεμο (μόνο διπλωματικώς όμως) ήταν η Αγγλία.
Στις 13 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός, εκμεταλλευόμενος τα ολέθρια λάθη της ελληνικής πλευράς, επιτέθηκε στη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ αιφνιδιάζοντας τον ελληνικό στρατό και γρήγορα κατάφερε να τον διασπάσει και να τον τρέψει σε φυγή. Στις 27 Αυγούστου 1922, και αφού οι Ιταλοί είχαν εκκενώσει την Έφεσο, ο τουρκικός στρατός υπό την ηγεσία του Κεμάλ κατέλαβε τη Σμύρνη, σφάζοντας τον ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό και πυρπολώντας την ελληνική και αρμενική συνοικία.
Πρόεδρος της Τουρκίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Στ΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Βέβαια, από το 1930 είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στη Βουλή.
Κατά τη διάρκεια της προεδρικής του θητείας, ο Κεμάλ αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε την χώρα του, πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές και επιδιώκοντας να τη μετατρέψει σε βιομηχανικό κράτος με επιστημονική παραγωγή. Γενικά οι μεταρρυθμίσεις του είχαν σκοπό να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα βασισμένη στα δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη από τη θρησκεία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα που λειτουργούσαν βάσει της ισλαμικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια απαγόρευσε την πολυγαμία, τον φερετζέ και το φέσι, ενώ το 1928 επέβαλλε το λατινικό αλφάβητο στη θέση του αραβικού. Το 1938, με νόμο υποχρέωσε τον κάθε Τούρκο να αποκτήσει οικογενειακό επώνυμο, κρατώντας για τον εαυτό του το Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων. Επίσης με δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών, δίνοντάς τους δικαίωμα ψήφου, και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων, ενώ επί της θητείας του καθιερώθηκε και το Γρηγοριανό ημερολόγιο.[28][29] Το 1934 επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Την ίδια χρονιά προτάθηκε για το Νόμπελ Ειρήνης από τον πρώην Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Σημαντικές ήταν και οι προσπάθειες του για ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων. Για να το πετύχει χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά τη θρησκευτική επιρροή. Στο διπλωματικό κομμάτι, ο Κεμάλ προχώρησε με το σύνθημα «ειρήνη στο εσωτερικό και ειρήνη στον κόσμο», πολιτική η οποία σε γενικές γραμμές πέτυχε, αφού η Τουρκία διατήρησε ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το, 1936, η Τουρκία πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ, με την οποία ανέκτησε τον έλεγχο των Στενών και η οποία θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία της κεμαλικής κυβέρνησης και γενικά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Αλλα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είχε παντρευτεί μια φορά το 1923 αλλά χώρισε δύο χρόνια αργότερα. Είχε υιοθετήσει 8 παιδιά, εκ των οποίων η Σαμπιχά Γκιοκτσέν έγινε μετέπειτα η πρώτη γυναίκα πιλότος στον κόσμο. Το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ, δωρήθηκε από τον δήμο Θεσσαλονίκης στο τουρκικό κράτος, το 1935, και έκτοτε φιλοξενεί το Μουσείο Ατατούρκ.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ατατούρκ: Εθνάρχης, Πατέρας των Τούρκων. Μέχρι το 1934, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο νόμος για το ονόματα της οικογένειας, η τουρκική ιστοριογραφία αναφέρεται στον Κεμάλ ως Μουσταφά Κεμάλ Πασά, αλλά από το 1934 με ψήφιση ειδικού νόμου από τη Βουλή (Ν.2587/24.11.1934) αναγνωρίστηκε και έλαβε το επίθετο Ατατούρκ. Με νεότερο νόμο στις 17 Δεκεμβρίου του 1934 απαγορεύτηκε η χρήση αυτού του επιθέτου από οποιονδήποτε άλλον ακόμα και στενών συγγενών του. Συνέπεια αυτού είναι, σε νόμους και συνθήκες που υπέγραψε πριν την παραπάνω ημερομηνία, να μην αναφέρεται το επίθετο Ατατούρκ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Sofos, Umut Özkırımlı & Spyros A. (2008). Tormented by history: nationalism in Greece and Turkey. New York: Columbia University Press. σελ. 167. ISBN 9780231700528.
- ↑ Toktaş, Şule (2005). «Citizenship and Minorities: A Historical Overview of Turkey's Jewish Minority». Journal of Historical Sociology 18 (4): 394–429. doi: . ISSN 0952-1909. https://www.academia.edu/761586. Ανακτήθηκε στις 7 January 2013.
- ↑ Jongerden, Joost· Verheij, Jelle, επιμ. (3 Αυγούστου 2012). Social relations in Ottoman Diyarbekir, 1870–1915. Leiden: Brill. σελ. 300. ISBN 978-90-04-22518-3.
- ↑ Kieser, Hans-Lukas, επιμ. (2006). Turkey beyond nationalism: towards post-nationalist identities ([Online-Ausg.] έκδοση). London: Tauris. σελ. 45. ISBN 9781845111410. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2013.
- ↑ Öktem, Kerem (2008). «The Nation's Imprint: Demographic Engineering and the Change of Toponymes in Republican Turkey». European Journal of Turkish Studies (7). doi:. http://ejts.revues.org/index2243.html. Ανακτήθηκε στις 18 January 2013.
- ↑ Aslan, Senem (29 December 2009). «Incoherent State: The Controversy over Kurdish Naming in Turkey». European Journal of Turkish Studies. Social Sciences on Contemporary Turkey (10). doi:. http://ejts.revues.org/index4142.html. Ανακτήθηκε στις 16 January 2013. «the Surname Law was meant to foster a sense of Turkishness within society and prohibited surnames that were related to foreign ethnicities and nations».
- ↑ «Mustafa Kemal Atatürk'ün Nüfus Hüviyet Cüzdanı. (24.11.1934)». www.isteataturk.com. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2013.
- ↑ 8,0 8,1 Mango 2004, σ. 26.
- ↑ Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ 1881-1938 Αρχειοθετήθηκε 2012-04-30 στο Wayback Machine., εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 7 Μαρτίου 2004
- ↑ Mango 2004, σ. 27.
- ↑ Mango 2004, σ. 28.
- ↑ Mango 2004, σ. 27–28.
- ↑ Gershom Scholem, "Doenmeh", Encyclopaedia Judaica, 2nd ed.; Volume 5: Coh-Doz, Macmillan Reference USA, Thomson Gale, 2007, (ISBN 0-02-865933-3), σ. 732.
- ↑ Zadrożna, Anna (31 July 2017). «Reconstructing the past in a post-Ottoman village: Turkishness in a transnational context». Nationalities Papers 45 (4): 524–539. doi:. https://www.cambridge.org/core/journals/nationalities-papers/article/reconstructing-the-past-in-a-postottoman-village-turkishness-in-a-transnational-context/6F5D196A7FEAADA3EB67F32550AFEF46.
- ↑ . Το πατρικό σπίτι του πατέρα του βρισκόταν στη συνοικία Γενί Καπί της πόλης όπου πιθανώς γεννήθηκε και ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο πατέρας του έχτισε επίσης σπίτι στη συνοικία Κοτζακασίμ, το οποίο διατηρείται σήμερα ως μουσείο και έχει ανακηρυχθεί τόπος γέννησής του (Mango 2004, σ.28-29).
- ↑ Εφημερίδα Το Βήμα, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, 19 Μαΐου 2002
- ↑ Hanioğlu (2011), σελ. 21
- ↑ Anna Zadrożna (2017): Reconstructing the past in a postOttoman village: Turkishness in a transnational context, Nationalities Papers, DOI: 10.1080/00905992.2017.1287690
- ↑ "Kemal Atatürk." Encyclopædia Britannica. 2010. Encyclopædia Britannica Online. 8 Μαρτίου. 2010 <http://www.britannica.com/EBchecked/topic/40411/Kemal-Ataturk>
- ↑ Οι αναφορές σε απόκτηση του ονόματος Κεμάλ από τον δάσκαλό του στηρίζονται σε εξιστόρηση του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Πιθανό θεωρείται επίσης να επέλεξε ο ίδιος το όνομα ως φόρο τιμής στον ποιητή Ναμκ Κεμάλ (Mango 2004, σ.37).
- ↑ 21,0 21,1 Εφημερίδα Καθημερινή, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ Αρχειοθετήθηκε 2007-09-30 στο Wayback Machine., 11 Μαρτίου του 2007
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδ. Δομή, Αθήνα 1996, λήμμα Ατατούρκ, σ.300.
- ↑ Εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο πατέρας της Τουρκίας, 7 Μαρτίου 2004
- ↑ Mango 2004, σ. 179.
- ↑ Ε΄ Ιστορικά - Βενιζέλος-Ατατούρκ, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2000, τεύχος 21, σ.23.
- ↑ Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάς στη Μικρά Ασία, σελ.76
- ↑ Ε΄ Ιστορικά' - Η Μικρασιατική καταστροφή, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2000, τεύχος 17, σ.23.
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδ. Δομή, Αθήνα 1996, λήμμα Ατατούρκ, σ.300.
- ↑ Ιστοσελίδα sansimera.gr, Βιογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine..
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Fortna, Benjamin C. The Circassian: A life of Esref Bey, late Ottoman Insurgent and special agent, London: Hurst &Company, 2016
- Mango, Andrew. Atatürk, London: John Murray, 2004
- M. Şükrü Hanioğlu, Ataturk: An Intellectual Biography, Princeton University Press, 2011
Σχετική βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Έντυπα
- Ahmad, Feroz (1993). The Making of Modern Turkey. London; New York: Routledge. ISBN 978-0-415-07835-1.
- Armstrong, Harold Courtenay (1972). Grey Wolf, Mustafa Kemal: An Intimate Study of a Dictator. Freeport, NY: Books for Libraries Press. ISBN 978-0-8369-6962-7.
- Atillasoy, Yüksel (2002). Atatürk: First President and Founder of the Turkish Republic. Woodside, NY: Woodside House. ISBN 978-0-9712353-4-2.
- Barber, Noel (1988). Lords of the Golden Horn: From Suleiman the Magnificent to Kemal Ataturk. London: Arrow. ISBN 978-0-09-953950-6.
- Barlas, Dilek (1998). Statism and Diplomacy in Turkey: Economic and Foreign Policy Strategies in an Uncertain World, 1929–1939. New York: Brill Academic Publishers. ISBN 978-90-04-10855-4.
- Cleveland, William L (2004). A History of the Modern Middle East. Boulder, Colorado: Westview Press. ISBN 978-0-8133-4048-7.
- Doğan, Çağatay Emre (2003). Formation of Factory Settlements Within Turkish Industrialization and Modernization in 1930s: Nazilli Printing Factory (στα Τουρκικά). Ankara: Middle East Technical University. OCLC 54431696.
- Hanioğlu, M. Şükrü (2011). Atatürk: An Intellectual Biography. New Jersey and Woodstock (Oxfordshire): Princeton University Press. ISBN 978-0-691-15109-0.
- Huntington, Samuel P. (2006). Political Order in Changing Societies. New Haven, Conn.; London: Yale University Press. ISBN 978-0-300-11620-5.
- İğdemir, Uluğ· Mango, Andrew (translation) (1963). Atatürk. Ankara: Turkish National Commission for UNESCO. σελίδες 165–170. OCLC 75604149.
- İnan, Ayşe Afet (2007). Atatürk Hakkında Hatıralar ve Belgeler (στα Τουρκικά). Istanbul: Türkiye İş Bankası Kültür Yayınları. ISBN 978-9944-88-140-1.
- İnan, Ayşe Afet· Sevim, Ali· Süslü, Azmi· Tural, M Akif (1998). Medeni bilgiler ve M. Kemal Atatürk'ün el Yazıları (στα Τουρκικά). Ankara: AKDTYK Atatürk Araştırma Merkezi. ISBN 978-975-16-1276-2.
- Ihrig, Stefan (2016). Ατατούρκ και Ναζί. Ν. Ιωνία, Αθήνα: Εκδόσεις "Παπαδόπουλος". ISBN 978-960-569-542-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2018. Μετάφραση του πρωτοτύπου Stefan Ihrig, Atatürk in the Nazi Imagination, Harvard University Press, 2014
- Kinross, Patrick (2003). Atatürk: The Rebirth of a Nation. London: Phoenix Press. ISBN 978-1-84212-599-1. OCLC 55516821.
- Kinross, Patrick (1979). The Ottoman Centuries: The Rise and Fall of the Turkish Empire. New York: Morrow. ISBN 978-0-688-08093-8.
- Landau, Jacob M (1983). Atatürk and the Modernization of Turkey. Boulder, Colorado: Westview Press. ISBN 978-0-86531-986-8.
- Lengyel, Emil (1962). They Called Him Atatürk. New York: The John Day Co. OCLC 1337444.
- Mango, Andrew (2002) [1999]. Ataturk: The Biography of the Founder of Modern Turkey (Paperback έκδοση). Woodstock, NY: Overlook Press, Peter Mayer Publishers, Inc. ISBN 1-58567-334-X.
- Mango, Andrew (2004). Atatürk. London: John Murray. ISBN 978-0-7195-6592-2.
- Saikal, Amin· Schnabel, Albrecht (2003). Democratization in the Middle East: Experiences, Struggles, Challenges. Tokyo: United Nations University Press. ISBN 978-92-808-1085-1.
- Shaw, Stanford Jay· Shaw, Ezel Kural (1976–1977). History of the Ottoman Empire and Modern Turkey. Cambridge; New York: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-21280-9.
- Spangnolo, John (1992). The Modern Middle East in Historical Perspective: Essays in Honour of Albert Hourani. Oxford: Middle East Centre, St. Antony's College. ISBN 978-0-86372-164-9. OCLC 80503960.
- Tunçay, Mete (1972). Mesaî : Halk Şûrâlar Fırkası Programı, 1920 (στα Τουρκικά). Ankara: Ankara Üniversitesi Siyasal Bilgiler Fakültesi. OCLC 1926301.
- Tüfekçi, Gürbüz D (1981). Universality of Atatürk's Philosophy. Ankara: Pan Matbaacılık. OCLC 54074541.
- Yapp, Malcolm (1987). The Making of the Modern Near East, 1792–1923. London ; New York: Longman. ISBN 978-0-582-49380-3.
- Webster, Donald Everett (1973). The Turkey of Atatürk; Social Process in the Turkish Reformation. New York: AMS Press. ISBN 978-0-404-56333-2.
- Zürcher, Erik Jan (2004). Turkey: A Modern History. London; New York: I.B. Tauris. ISBN 978-1-85043-399-6.
- Περιοδικά
- Eastham, J. K. (March 1964). «The Turkish Development Plan: The First Five Years». The Economic Journal (New York: Macmillan) 74 (298): 132–136. doi: . ISSN 0013-0133.
- Emrence, Cem (2003). «Turkey in Economic Crisis (1927–1930): A Panoramic Vision». Middle Eastern Studies (London: F. Cass.) 39 (4): 67–80. doi: . ISSN 0026-3206. https://archive.org/details/sim_middle-eastern-studies_2003-10_39_4/page/67.
- Omur, Aslı (December 2002). «Modernity and Islam: Experiences of Turkish Women». Turkish Times 13 (312). ISSN 1043-0164. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-10-07. https://web.archive.org/web/20071007232154/http://www.theturkishtimes.com/archive/02/12_01/c_women.html. Ανακτήθηκε στις 10 October 2007.
- Özelli, M. Tunç (January 1974). «The Evolution of the Formal Educational System and its Relation to Economic Growth Policies in the First Turkish Republic». International Journal of Middle East Studies (London: Cambridge University Press) 5 (1): 77–92. doi: . ISSN 0020-7438. https://archive.org/details/sim_international-journal-of-middle-east-studies_1974-01_5_1/page/77.
- Stone, Norman (2000). «Talking Turkey». The National Interest (New York: National Affairs, Inc) 61: 66. ISSN 0884-9382. https://archive.org/details/sim_national-interest_fall-2000_61/page/66.
- Volkan, Vamik D. (1981). «Immortal Atatürk – Narcissism and Creativity in a Revolutionary Leader». Psychoanalytic Study of Society (New York: Psychohistory Press) 9: 221–255. ISSN 0079-7294. OCLC 60448681.
- Wolf-Gazo, Ernest (1996). «John Dewey in Turkey: An Educational Mission». Journal of American Studies of Turkey (Ankara, Turkey: American Studies Association of Turkey) 3: 15–42. ISSN 1300-6606. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-03-27. https://web.archive.org/web/20090327060825/http://www.bilkent.edu.tr/~jast/Number3/Gazo.html. Ανακτήθηκε στις 2016-06-18.
- «Mustafa Kemal Atatürk». TP Editors: σελ. 7–8. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-04-30. https://web.archive.org/web/20080430154105/http://www.teknikportal.com/mustafa-kemal-ataturk-hayati-basarilari-t9870.0.html. Ανακτήθηκε στις 29 April 2008.
- «The Burial of Atatürk». Time Magazine: σελ. 37–39. 23 November 1953. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-08-23. https://web.archive.org/web/20130823204249/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,860125,00.html. Ανακτήθηκε στις 7 August 2007.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αναφορές σχετικά με το θέμα Κεμάλ Ατατούρκ στα Βικιφθέγματα
- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Mustafa Kemal Atatürk στο Wikimedia Commons