Κορράδος Β΄ της Ιταλίας
Κορράδος Β´ της Ιταλίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 12 Φεβρουαρίου 1074[1] Hersfeld Abbey |
Θάνατος | 27 Ιουλίου 1101[1] Φλωρεντία |
Τόπος ταφής | Santa Reparata, Florence |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης[2] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Κωνσταντία της Ωτβίλ |
Γονείς | Ερρίκος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[3] και Μπέρτα της Σαβοΐας |
Αδέλφια | Ερρίκος Ε΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Αγνή του Βάιμπλινγκεν |
Οικογένεια | Οίκος των Σαλίων |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Βασιλιάς των Ρωμαίων (1087–1098) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κορράδος Β΄ της Ιταλίας, (γερμανικά: Conrad II 12 Φεβρουαρίου 1074 - 27 Ιουλίου 1101) μέλος του Οίκου των Σαλίων ήταν Δούκας της Κάτω Λωρραίνης (1076 - 1087), Βασιλιάς της Γερμανίας (1087 - 1098) και Βασιλιάς της Ιταλίας (1093 - 1098). Ο Κορράδος Β΄ ήταν δεύτερος γιος του γιος του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ και της Μπέρτας της Σαβοΐας κόρης του Όθων Α΄ της Σαβοΐας, ήταν ο πρώτος που έφτασε στην ενηλικίωση αφού ο μεγαλύτερος Ερρίκος γεννήθηκε και πέθανε τον Αύγουστο του 1071. Η βασιλεία του στη Λωρραίνη και τη Γερμανία ήταν μόνιμη αλλά πέρασε την περισσότερη ζωή του στην Ιταλία από όπου πήρε τον τίτλο του.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κορράδος Β΄ γεννήθηκε στο "αβαείο του Χέρσφαλντ" (12 Φεβρουαρίου 1074) την εποχή που ο πατέρας του πολεμούσε στη Σαξονική Εξέγερση, βαπτίστηκε σε τρεις μέρες στο ίδιο αβαείο.[4][5] Μετά τη νίκη ο πατέρας του συγκάλεσε τα Χριστούγεννα του 1075 Σύνοδο στο Γκόσλαρ, διέταξε τους ευγενείς να αναγνωρίσουν τον Κορράδο διάδοχο του.[6] Όταν πέθανε ο Γοδεφρείδος Δ΄ της Κάτω Λωρραίνης (22 Φεβρουαρίου 1076) ο Ερρίκος Δ΄ αρνήθηκε να αποδεχθεί τον νόμιμο διάδοχο, τον ανεψιό του Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, όρισε αντίθετα τον μόλις δύο ετών γιο του Κορράδο.[7] Ο Αλβέρτος Γ΄ του Ναμύρ ορίστηκε αντιβασιλιάς και κηδεμόνας και ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν πήρε σαν αποζημίωση την Αμβέρσα.[8] Η μόνιμη απουσία του Κορράδου από το δουκάτο έφερε την παρακμή στη δουκική εξουσία, όταν πήγε στην Ιταλία (1082) εγκαταστάθηκε στη Λιέγη η "Ειρήνη του Θεού".[9]
Ο Κορράδος Β΄ πέρασε τα Χριστούγεννα του 1076 στην Μπεζανσόν.[10] Στις αρχές της επόμενης χρονιάς (1077) συνόδευσε τους γονείς του νότια από τις Άλπεις προς την Κανόσα επειδή ο πατέρας του δεν εμπιστευόταν κανέναν στη Γερμανία για την κηδεμονία του.[11] Ο Κορράδος καταγράφεται για πρώτη φορά σε βασιλικό διάταγμα σε ηλικία πέντε ετών (1079).[12] Όταν επέστρεψε ο Ερρίκος Δ΄ στη Γερμανία άφησε τον μικρό Κορράδο στην Ιταλία σαν αρχηγό των αυτοκρατορικών, κηδεμόνες του ορίστηκαν οι αρχιεπίσκοποι του Μιλάνου και της Πιατσέντζα που είχαν αφοριστεί από τον πάπα Γρηγόριο Ζ΄.[7][13] Τον Οκτώβριο του 1080 βρισκόταν στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο της βόρειας Ιταλίας που νίκησε τα στρατεύματα της Ματθίλδης της Κανόσα στη Μάντοβα.[7] Οι Σάξονες λόρδοι υποστήρξαν τον Δεκέμβριο του 1080 σαν αντί-βασιλιά τον αντίπαλο και γαμπρό του Ερρίκου Δ΄ Ροδόλφο του Ράινφελντεν. Ο ιστορικός Μπρούνο της Σαξονίας έγραψε "συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν την κυβέρνηση του βασιλείου".[14] Ο Ερρίκος Δ΄ έσειλε απεσταλμένους στη Σαξονία και τους ζήτησε να δεχτούν βασιλιά τον γιο του Κορράδο που είχε επιστρέψει στη Γερμανία, σε αντάλλαγμα τους υποσχέθηκε να μην επέμβει στα εσωτερικά τους. Ο Όθων του Νόρτχαϊμ απάντησε για λογαριασμό των Σαξόνων "δεν θέλουμε ούτε τον πατέρα ούτε τον γιο επειδή δεν έχουμε δει ποτέ κακό μοσχάρι να γεννηθεί από ένα κακό βόδι".[14] Ο Ερρίκος Δ΄ κατέβηκε ξανά στην Ιταλία (1081) με στόχο να παντρέψει τον γιο του με μία από τις κόρες του δούκα της Απουλίας Ροβέρτου Γυισκάρδου.[7] Πρόσφερε στον Ροβέρτο Γυισκάρδο την κομητεία του Φέρμο, ο γάμος τελικά δεν πραγματοποιήθηκε επειδή ο δούκας αρνήθηκε να δώσει όρκο υποτέλειας για την Απουλία.[15] Ο Ερρίκος επέστρεψε τον Ιούλιο του 1081 στη Γερμανία αφήνοντας τον Κορράδο ξανά στη Γερμανία υπό τη φροντίδα όπως γράφουν τα Χρονικά των τοπικών πριγκίπων.[16]
Βασιλιάς των Σαλίων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κορράδος Β΄ επέστρεψε στη Γερμανία και στέφτηκε βασιλιάς στο Άαχεν (30 Μαΐου 1087) από τον αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας, στην τελετή βρέθηκαν ο Αλβέρτος του Ναμύρ, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Μάγκνους της Σαξονίας.[17] Η τελευταία αναφορά του Κορράδου σαν δούκα της Κάτω Λωρραίνης καταγράφεται στο Άαχεν λίγο πριν τη στέψη του, τον διαδέχθηκε ο νόμιμος διάδοχος Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν.[17] Ο Κορράδος επέστρεψε στην Ιταλία τον Ιανουάριο του 1088, ο επίσκοπος της Ιβρέας ορίστηκε Καγκελάριος και σύμβουλος του.[17] Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ιταλία πέθανε η μητέρα του Μπέρτα, το γεγονός αυτό θα προκαλέσει ρήξη στις σχέσεις ανάμεσα στον Κορράδο και τον πατέρα του.[7] Ο Κορράδος προσπάθησε ανεπιτυχώς να αντισταθεί στην Ιταλία απέναντι στη Ματθίλδη της Κανόσα μέχρι την άφιξη του πατέρα του την άνοιξη του 1090, ο Ερρίκος Δ΄ τον δήλωσε σαν "τον αγαπημένο του γιο" (1091).[18] Η γιαγιά του Κορράδου Αδελαΐδα της Σούζα πέθανε (19 Δεκεμβρίου 1091), είχε ορίσει διάδοχο της τον δεκαετή δισέγγονο της Πέτρο από όταν πέθανε ο πατέρας του Φρειδερίκος του Μονμπελιάρ (29 Ιουνίου 1091).[18] Ο Ερρίκος Δ΄ έκανε ωστόσο κατάσχεση στο δουκάτο και το έδωσε στον γιο του Κορράδο.[7] Ο Βονιφάτιος ντελ Βάστο κατέκτησε τις νότιες κομητείες και ο Ερρίκος Δ΄ έδωσε την κομητεία του Άστι στον εκλεκτορικό επίσκοπο Όθων.[18] Ο Κορράδος πραγματοποίησε εκστρατεία στην κομητεία του Τορίνο για να εδραιώσει την αυτοκρατορική εξουσία (1092).[18]
Επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ματθίλδη της Κανόσα, ο σύζυγος της Γουέλφος Β΄ της Βαυαρίας και Ιταλικές πόλεις του βορρά όπως η Κρεμόνα, η Λόντι, το Μιλάνο και η Πιατσέντσα τον έπεισαν να επαναστατήσει εναντίον του πατέρα του (1093). Ο ιστορικός Έκκεχαρντ όφα Όρα (1080 - 1126) γράφει ότι υποκινήθηκε "από έναν υπουργό του Ερρίκου Δ΄ που είχε το όνομα επίσης Κορράδος".[19] Πιθανότατα ταυτιζόταν με τον κόμη Κορράδο που είχε στείλει απεσταλμένο ο νεαρός βασιλιάς στον Ρογήρο Β΄ της Σικελίας. Ο Έκκεχαρντ όφα Όρα παρέχει θετική εικόνα για τον νεαρό βασιλιά, τον περιγράφει "πιστό Καθολικό άντρα αφιερωμένο στην εκκλησία, μισούσε τους πολέμους του πατέρα του, προτιμούσε το διάβασμα από τα αθλήματα".[19] Οι πηγές διαφέρουν άλλες είναι θετικές για το πρόσωπο του, άλλες αρνητικές και τον περιγράφουν σαν πιόνι στα χέρια της Ματθίλδης.[19] Ο Μπέρνολντ της Κωνσταντίας γράφει ότι ο αυτοκράτορας απελπίστηκε τόσο πολύ με την αποστασία του γιου του που ήθελε να αυτοκτονήσει, αυτό ήταν ίσως μια υπερβολή με στόχο να ταυτίσει τον Ερρίκο Δ΄ με τον μυθικό βασιλιά Σαούλ.[19]
Ο Κορράδος συνελήφθη από τον πατέρα του στα μέσα Μαρτίου από μία παγίδα αλλά σύντομα δραπέτευσε, εξελέγη βασιλιάς από τη Ματθίλδη, τον Γουέλφο και τους συμμάχους τους, η στέψη του έγινε στο Μιλάνο από τον αρχιεπίσκοπο Άνσελμ Γ΄.[7][20] Ο ιστορικός Λάντουλφ Τζούνιορ (1077 - 1137) έγραψε ότι η στέψη του έγινε στη Μόντσα όπου βρισκόταν το Σιδηρούν Στέμμα. Μετά τη στέψη ο Άνσελμος πέθανε και ο Κορράδος επέλεξε διάδοχο του τον Αρνούλφο Γ΄ (6 Δεκεμβρίου 1093), πολλοί από τους επισκόπους που παραβρέθηκαν στη στέψη κατηγόρησαν την εκλογή του Άνσελμου ως Σιμωνία. Ο παπικός λεγάτος που βρέθηκε εκεί για να μιλήσει στον Κορράδο κήρυξε την εκλογή άκυρη.[21] Η βασική κατηγορία πιθανότατα ήταν ότι ο Άνσελμος είχε προσφέρει υπηρεσίες στον Κορράδο μη αποδεκτές για να πετύχει τη στέψη του.[22] Ο νεαρός Κορράδος βρισκόταν στο μέγιστο της δύναμης του (1094), ο πατέρας του έμενε με τον μαργράβο Ερρίκο στη Βερόνα και δεν μπορούσε να εισέλθει στην Ιταλία.[23] Ο Αντίπαπας Κλήμης Γ΄ που εξελέγη στη Σύνοδο του Μπρεσανόνε (1080) δήλωσε ότι είναι έτοιμος να παραιτηθεί αν ο Ερρίκος Δ΄ προχωρούσε σε Συνθήκη με τον πάπα Ουρβανό Β΄ και ο ίδιος στεκόταν εμπόδιο. Μία σύγχρονη άποψη αναφέρει ότι οι δύο πάπες αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους σε Σύνοδο.[23]
Παπικός αντιβασιλιάς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κορράδος Β΄ βρέθηκε τον Μάρτιο του 1095 στη Σύνοδο της Πιατσέντσας, επιβεβαίωσε τις κατηγορίες που εξαπέλυσε απέναντι στον πατέρα του η θετή του μητέρα Ευπραξία του Κιέβου. Ο Ερρίκος Δ΄ σύμφωνα με τις κατηγορίες συμμετείχε στην αίρεση των Νικολαιτών, κατηγορήθηκε για όργια και ότι είχε προσφέρει την Ευπραξία στον Κορράδο, αυτός ήταν ο λόγος που στράφηκε εναντίον του πατέρα του. Μετά τη Σύνοδο ο Κορράδος δήλωσε με όρκο την πίστη του στον Ουρβανό Β΄ στην Κρεμόνα (10 Απριλίου 1094) και υπηρέτησε τον πάπα σαν Στράτωρ, οδήγησε ο ίδιος το άλογο το πάπα για να δηλώσει την υποταγή του κάτι που είχε κάνει σύμφωνα με την παράδοση ο Μέγας Κωνσταντίνος.[5] Το αξίωμα του Στράτωρ ήταν διαδεδομένο μέχρι τον 9ο αιώνα και στη συνέχεια εξαφανίστηκε, αναβίωσε για πρώτη φορά στη συνέχεια με τον Κορράδο.[24] Σε Σύνοδο στην Κρεμόνα (15 Απριλίου 1094) ο Κορράδος Β΄ έδωσε όρκους "αιώνιας πίστης, υποταγής και παπικής υπεροχής" στον Ουρβανό. Ο όρκος δινόταν από βασιλείς πριν από τη στέψη τους από τον πάπα ως Αυτοκράτορες, ο Κορράδος προχώρησε ακόμα περισσότερο και δήλωσε ότι θα παραιτηθεί και από το δικαίωμα να διορίζει επισκόπους. Ο Ουρβανός Β΄ το αποδέχτηκε, του δήλωσε ότι τον αναγνωρίζει βασιλιά και θα κινήσει όλες τις διαδικασίες για να τον στέψει στο μέλλον αυτοκράτορα.[25] Με τις ενέργειες αυτές ο Κορράδος αναγνωρίστηκε σαν ο επαναστάτης γιος του αυτοκράτορα, αντιβασιλιάς με την αναγνώριση του πάπα και οπαδός των Μεταρρυθμιστών.
Την ίδια χρονιά ο πάπας και η Ματθίλδη της Κανόσα τακτοποίησαν τον γάμο ανάμεσα στον Κορράδο και τη Ματθίλδη, μία από τις κόρες του Ρογήρου Α΄ της Σικελίας.[5][7] Με τη συνοδεία του επισκόπου Ροβέρτου Β΄ της Τροίας η Ματθίλδη έφτασε στην Πίζα με έναν μεγάλο στόλο και μια προίκα με "πλούσιο θησαυρό", ο γάμος έγινε στην Πίζα (1095).[26][27] Την ίδια χρονιά η Ματθίλδη χώρισε τον Γουέλφο, ο πατέρας του Γουέλφος Α΄ της Βαυαρίας εξοργισμένος απέσυρε την υποστήριξη του από τη Ματθίλδη και αποκαταστάθηκε στο Δουκάτο της Βαυαρίας από τον αυτοκράτορα (1096).[28] Ο υπέργηρος πατέρας του Γουέλφου Α΄ Αλβέρτος Άτσο Β΄ του Μιλάνου πέθανε και οι γιοι του βρέθηκαν σε σύγκρουση για την απέραντη κληρονομιά του, ο Φούλκων Α΄ του Μιλάνου και ο Ούγος Ε΄ του Μαν υποστήριξαν τον Κορράδο Β΄, ο μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός τους Γουέλφος Α΄ τον πατέρα του. Ο Γουέλφος Α΄ με την υποστήριξη του αυτοκράτορα και του δούκα Ερρίκου της Καρινθίας επιτέθηκε στην Ιταλία για να διεκδικήσει την κληρονομιά του.[29] Η επίθεση αυτή ελάττωσε σημαντικά την εξάρτηση του Κορράδου από τη Ματθίλδη της Τοσκάνης.[26]
Πτώση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ξεκίνησε τη θητεία του ο Άνσελμ Β΄ του Μιλάνου ο Κορράδος Β΄ έχασε την υποστήριξη των παπικών στη Λομβαρδία. Ο Κορράδος έκανε έκκληση στον Λιουτπράνδο έναν Παταρηνό ηγέτη με τη φράση "Σαν ένας από τους αρχηγούς των Παταρηνών ποιά η γνώμη σου για τους επισκόπους και τους κληρικούς που κατέχουν βασιλικά αξιώματα αλλά δεν δίνουν φαγητό στον βασιλιά;". Μετά την απώλεια της στήριξης της Ματθίλδης ο Κορράδος έγινε οπαδός των Παταρηνών. Ο ιστορικός Λάντουλφ Τζούνιορ επαινεί τον νεαρό βασιλιά επειδή αρνήθηκε να χρίσει τόσο τον επισκοπικό-εκλέκτορα της Μπρέσια όσο και τον Άνσελμ Δ΄.[30] Ο Ερρίκος Δ΄ συγκάλεσε Σύνοδο στο Μάιντς (1098) με την οποία αποκήρυξε τον Κορράδο Β΄, διάδοχος του ορίστηκε ο μικρότερος γιος του Ερρίκος Ε΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[26] Σε μία επιστολή του (1106) ο αυτοκράτορας αναγνώρισε ότι η απόφαση του αυτή ήταν επικίνδυνη επειδή θα μπορούσε να φέρει "εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στα δύο αδέλφια και κατάρρευση του βασιλείου".[31]
Μετά από τα γεγονότα ο Κορράδος έχασε την εξουσία του στην Ιταλία, δεν υπάρχουν αναφορές να δέχτηκε στήριξη από τον Ουρβανό και τους διαδόχους του ή από τον πεθερό του πέρα από την προίκα της κόρης του.[26] Πέθανε αιφνίδια και πρόωρα από πυρετό σε ηλικία 27 ετών (27 Ιουλίου 1101) στη Φλωρεντία, πολλές φήμες κυκλοφόρησαν ότι δηλητηριάστηκε.[5][26][32] Η ταφή του έγινε στη Σάντα Ρεπαράτα που αντικατέστησε εκείνη την εποχή τον Καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, πολλά θαύματα παρουσιάστηκαν την ώρα της κηδείας του.[5] Ο ιστορικός Έκκεχαρντ όφα Όρα γράφει ότι "το σημάδι του σταυρού εμφανίστηκε στο χέρι του, αυτό ήταν δείγμα ότι ο Κορράδος ήταν πραγματικός Σταυροφόρος στο πνεύμα".[26] Ο Έκκεχαρντ όφα Όρα γράφει ότι ο Κορράδος δεν δέχτηκε ποτέ συκοφαντίες εναντίον του πατέρα του και πάντοτε τον αναγνώριζε σαν αυτοκράτορα.[5]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νυμφεύτηκε το 1095 στην Πίζα τη Μαξιμίλα (Ματθίλδη) των Ωτβίλ, κόρη του Ρογήρου Α΄ κόμη της Σικελίας. Δεν απέκτησαν απογόνους.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 p11425.htm#i114245.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2015.
- ↑ 3,0 3,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ Robinson 2000, σ. 95
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Lindner 1882, σσ. 554–556
- ↑ Robinson 2000, σ. 104
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 Gawlik 1980, σ. 496
- ↑ Robinson 2000, σ. 148
- ↑ Robinson 2000, σ. 253
- ↑ Robinson 2000, σ. 159
- ↑ Fuhrmann 1986, σ. 65
- ↑ Robinson 2000, σ. 23
- ↑ Robinson 2000, σ. 166
- ↑ 14,0 14,1 Robinson 2000, σσ. 205–206
- ↑ Robinson 2000, σ. 214
- ↑ Robinson 2000, σ. 233
- ↑ 17,0 17,1 17,2 Robinson 2000, σσ. 262–63
- ↑ 18,0 18,1 18,2 18,3 Robinson 2000, σ. 287
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 Robinson 2000, σ. 288
- ↑ Robinson 2000, σσ. 286–287
- ↑ Fonsega 1962.
- ↑ Cowdrey 1968, σ. 291
- ↑ 23,0 23,1 Robinson 2000, σ. 289
- ↑ Robinson 2000, σσ. 262–263
- ↑ Robinson 2000, σ. 327
- ↑ 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 Robinson 2000, σ. 300
- ↑ Robinson 2000, σ. 292
- ↑ Robinson 2000, σ. 295
- ↑ Robinson 2000, σ. 297
- ↑ Cowdrey 1968, σ. 294
- ↑ Robinson 2000, σ. 301
- ↑ Lindner 1882
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Cowdrey, H. E. J. (1968). "The Succession of the Archbishops of Milan in the Time of Pope Urban II". The English Historical Review. 83 (327): 285–94.
- Fonsega, Cosimo Damiano (1962). "Arnolfo". Dizionario Biografico degli Italiani, Volume 4: Arconati–Bacaredda (in Italian). Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana.
- Fuhrmann, Horst (1986). Germany in the High Middle Ages, c. 1050–1200. Cambridge: Cambridge University Press.
- Gawlik, Alfred (1980), "Konrad (deutscher Konig)", Neue Deutsche Biographie (NDB) (in German), 12, Berlin: Duncker & Humblot.
- Lindner, Theodor (1882), "Konrad", Allgemeine Deutsche Biographie (ADB) (in German), 16, Leipzig: Duncker & Humblot.
- Robinson, Ian S. (2000). Henry IV of Germany. New York: Cambridge University Press.
- Wilson, Peter (2016). Heart of Europe: A History of the Holy Roman Empire. Cambridge, MA: Belknap Press.