Κυπαρίσσι Φθιώτιδας
Συντεταγμένες: 38°38′16.84″N 23°4′28.70″E / 38.6380111°N 23.0746389°E
Κυπαρίσσι | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Στερεάς Ελλάδας |
Περιφερειακή Ενότητα | Φθιώτιδας |
Δήμος | Λοκρών |
Δημοτική Ενότητα | Αταλάντης |
Γεωγραφία | |
Υψόμετρο | 15 |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 356 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 352 00 |
Τηλ. κωδικός | 22330 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Κυπαρίσσι ή Κυπαρίσσιο είναι οικισμός της Στερεάς Ελλάδας στην Περιφερειακή Ενότητα Φθιώτιδας.[1][2]
Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κυπαρίσσι βρίσκεται κοντά στα δυτικά παράλια του κόλπου Αταλάντης σε υψόμετρο 15 μέτρα.[2] Το χωριό είναι στο 140ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας και απέχει 9 χλμ.Α.-ΝΑ. από την Αταλάντη. Με την εφαρμογή του Νόμου συνένωσης Δήμων και Κοινοτήτων «Καποδίστριας» (2539/97), αποτέλεσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αταλάντης. Από το 2011 ανήκει στο Δήμο Λοκρών.[3] Το χωριό, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 184 κατοίκους,[4] οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι γεωργοί και εργάτες. Μαζί με τον οικισμό Ευκάλυπτος, ο οποίος έχει πληθυσμό 10 κατοίκους, συναποτελούν την Κοινότητα Κυπαρισσίου.[5]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα δείγματα ανάπτυξης της περιοχής του Κυπαρισσίου απαντώνται κατά την Αρχαϊκή Εποχή (700 - 480 π.Χ.). Στην περιοχή Γαρδενίτσα (ή Γαρδινίτσα ή λόφος Καστράκι) υπάρχουν οχυρωματικά έργα[6] της περιόδου, όπως επίσης στους βόρειους πρόποδες του λόφου είναι χτισμένη και αρχαϊκή στοά, με πλούσιο διάκοσμο (πιθανόν κατασκευάστηκε περί τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα). Τα έργα αυτά υπέστησαν ζημιές από το μεγάλο σεισμό του 425 π.Χ. που συγκλόνισε όλη την ευρύτερη περιοχή της Λοκρίδας. Στην περιοχή πιθανότητα λειτουργούσε και ιερό (δεν είναι γνωστό ποιου/ποιας θεού/θεάς), και σε αυτό συνηγορούν και τα ευρήματα της στοάς. Οι κάτοικοι ασχολούνταν -όπως και στην ευρύτερη περιοχή- με την γεωργία, την αλιεία, την αμπελουργία, την κτηνοτροφία και την κεραμοποιία.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο (30 π.Χ. – 324 π.Χ.), η περιοχή του Κυπαρισσίου δεν εγκαταλείφθηκε, όπως οι περισσότερες στη Λοκρίδα μετά τις επιδρομές του Σύλλα το 87/86 π.Χ., αλλά αντιθέτως αποτέλεσε αγροτική περιοχή, με αγροικίες και μεγάλες ιδιόκτητες εκτάσεις, όπως συνηθιζόταν στο ρωμαϊκό κόσμο τότε.
Οι επιδρομές κατά τους επόμενους αιώνες (έως και το 10ο αιώνα μ.Χ.), έφεραν οπισθοδρόμηση και έπληξαν την οικονομία της περιοχής.
Από το 1204, και μέχρι την υποδούλωση της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1458, η περιοχή του Κυπαρισσίου αποτέλεσε τμήμα του Δουκάτου των Αθηνών, και πιο συγκεκριμένα ήταν ενταγμένη στη διοίκηση της Βαρονίας Αταλάντης.
Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το Κυπαρίσσι δεν αναφέρεται. Η περιοχή υπαγόταν στον καζά Ταλαντίου. Αναφέρεται όμως ο οικισμός της Γαρδενίτσας, ο οποίος είχε 77 κατοίκους το 1466, και 105 σπίτια (νοικοκυριά, με την έννοια της φορολογικής μονάδας) το 1506. Το 1521 υπήρχαν 126 σπίτια και η συνολική φορολογία που πλήρωναν οι κάτοικοι της ανερχόταν στα 8.503 άσπρα (ασημένια νομίσματα της εποχής), το 1540 είχε 96 σπίτια και οι φόροι που κατέβαλε ήταν 7.030 άσπρα, ενώ το 1571 παρατηρήθηκε εκ νέου μείωση των κατοικιών σε 66 και φυσικά της φορολογίας σε 3.000 άσπρα.
Η Γαρδενίτσα δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα, πιθανώς από τους εποικισμούς των Σλάβων στην περιοχή. Την ίδια περίοδο επίσης, πιθανότερα το 1519[7], γεννήθηκε στην Γαρδενίτσα Κυπαρισσίου ο Όσιος Δαυίδ.
Το 1815, σύμφωνα με τον περιηγητή Αργύρη Φιλιππίδη[8], η Γαρδενίτσα, όπως επίσης και το Κυπαρίσσι, είχαν 15 σπίτια, όπου σε όλα διέμεναν χριστιανοί. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία (σιτάρι, κριθάρι, βαμβάκι, κρασί) και την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα).
Το 1836, κατά τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το Κυπαρίσσι ανήκε διοικητικά στον Δήμο Αταλάντης. Το 1838 στο χωριό κατοικούσαν 13 οικογένειες, ενώ το 1879 οι κάτοικοί του έφταναν τους 153.
Κατά το μεγάλο σεισμό της Λοκρίδας το 1894, έχασαν τη ζωή τους 4 κάτοικοι του Κυπαρισσίου από τους συνολικά 183 που είχε εκείνη την εποχή το χωριό. Ο πληθυσμός μειώθηκε κατά τα επόμενα χρόνια και το 1896 οι κάτοικοι του ήταν μόλις 80. Αντίθετα οι κάτοικοι του Κυπαρισσίου το 1907 ήταν 91.
Διοικητικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα το 1835 να προσαρτάται στον τότε δήμο Αταλάντης (ανήκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος) ενώ το 1932 στο ΦΕΚ 197Α - 22/06/1932 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας.[3]
Το 1940 η κοινότητα είχε 187 κατοίκους, το 1961 είχε 242[9] και το 1991 302[10].
Από το 1998, η κοινότητα Κυπαρισσίου εντάσσεται εκ νέου στο Δήμο Αταλάντης.
Με τη νέα διοικητική διαίρεση της χώρας, που προέβλεπε το «σχέδιο Καλλικράτης», το Κυπαρίσσι ανήκει στο Δήμο Λοκρών.
Αρχαιολογικά ευρήματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στους πρόποδες του λόφου Καστράκι Κυπαρισσίου βρέθηκε στοά αρχαϊκής εποχής, τα οικοδομήματα αυτού του είδους κατά την αρχαϊκή εποχή άνηκαν σε ιερά και μια από τις χρήσεις τους ήταν η φύλαξη των αφιερωμάτων.
Η στοά οικοδομήθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε από σεισμό όπως αυτό φαίνεται από τις αλλοιώσεις της θεμελίωσής της. Τα διάφορα ευρήματα και κυρίως η κεραμική δείχνουν ότι το κτίριο ήταν σε χρήση έως το 480 π.Χ. Στις ανοιχτές πλευρές της είχε κιονοστοιχία από πώρινους δωρικούς κίονες και δωρικό επιστήλιο, είχε δίρριχτη στέγη και πώρινα αετώματα στις ανοικτές πλευρές της. Το κτίριο διέθετε πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο και το καλύτερα σωζόμενο τμήμα αυτού είναι η στέγη η οποία ήταν καλυμμένη με κεραμίδες κορινθιακού τύπου με πλούσια διακόσμηση.
Η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο το ιερό δεν μας είναι γνωστό όμως από τα ευρήματα που ήταν κυρίως χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα όπως κοσμήματα και εξαρτήματα ενδυμασίας παρόμοια των οποίων έχουν βρεθεί και στους ναούς της Ελαφηβόλου Αρτέμιδος στο Καλαπόδι και στο ιερό της Αθηνάς στις Αλές στον Θεολόγο οδηγούν στην απόδοση της στοάς και του ιερού σε κάποια θηλυκή θεότητα.
Τουρισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην περιοχή του Κυπαρισσίου υπάρχουν πολλά μικρά ξωκλήσια. Ο επισκέπτης μπορεί να επιδοθεί στην ποδηλασία και στο περπάτημα. Το χωριό αυτό μοιράζεται την παραλία Αρμυρά και Παλιομάγαζα μαζί με την Αταλάντη. Είναι μια αβαθής και αμμώδης παραλία η οποία προσφέρεται για μπάνιο, κατασκήνωση και ψάρεμα.
Απέναντι από τη παραλία αυτή βρίσκεται λιμνοθάλασσα με πλούσιο υδροβιότοπο όπου φιλοξενεί διάφορα είδη πουλιών κατά τους χειμερινούς μήνες.
Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. 19. Αθήνα: Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 123.
- ↑ 2,0 2,1 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 36. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος. 1996. σελ. 369.
- ↑ 3,0 3,1 «ΕΕΤΑΑ-Διοικητικές Μεταβολές των Οικισμών». www.eetaa.gr. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ ΦΕΚ αποτελεσμάτων ΜΟΝΙΜΟΥ πληθυσμού απογραφής 2011», σελ. 10637 (σελ. 163 του pdf)
- ↑ «Νόμος 4555/2018 - Πρόγραμμα «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι»». e-nomothesia.gr | Τράπεζα Πληροφοριών Νομοθεσίας. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ Σύμφωνα με κάποιους μελετητές η οχύρωση αποτελούσε μέρος της Ακρόπολης του Οπούντα, της μητρόπολης των Οπουντίων Λοκρών, αλλά κατ’ άλλους η πόλη στην οποία ανήκε δεν έχει πλήρως ταυτιστεί. - Δακορώνια Φ., Κωτούλας Δ., Μπαλτά Ε. Συθιακάκη Β. Τόλιας Β. «Λοκρίδα – Ιστορία & Πολιτισμός». Εκδόσεις: Κτήμα Χατζημιχάλη. σελ. 88. υπ. 112.
- ↑ Χριστοφόρου Μάνθος Κ. 2001. «Χρονολόγιο Οπούντος και Αταλάντης 4000 χρόνια – εν τάχει». Έκδοση Δήμου Αταλάντης. σελ. 14-15.
- ↑ «Λοκρικά Χρονικά». 1997. Αθήνα: Ετήσια Έκδοση Εταιρείας Ιστορικών και Λαογραφικών Ερευνών Αταλάντης (Ε.Ι.Λ.Ε.Α.). Τόμος και Χρόνος 3ος. σελ. 113-114.
- ↑ Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Μαρτίου 1961, σελ. 167 του pdf. https://www.eetaa.gr/eetaa/metaboles/apografes/apografi_1961_1.pdf.
- ↑ Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της 17 Μαρτίου 1991, σελ. 219 του pdf. https://www.eetaa.gr/eetaa/metaboles/apografes/apografi_1991_1.pdf.