Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος Σιμωνίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Σιμωνίδης
Γέννηση1820[1]
Σύμη
Θάνατος1890[1]
Αλεξάνδρεια
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Ιδιότηταmoney counterfeiter
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης ήταν παλαιογράφος, έμπορος εικόνων, πολυμαθής, γνώστης των χειρογράφων και εκπληκτικός καλλιγράφος. Ήταν διάσημος παραχαράκτης[2], ο πιο εύστροφος του δέκατου ένατου αιώνα.[3]

Γεννήθηκε στη Σύμη το 1820 (ή το 1824). Από το 1836 έως και το 1840 έζησε στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Φαίνεται να εκδήλωσε ιδιαίτερο ταλέντο στην καλλιγραφία και παλαιογραφία ενώ η πρόσβαση τους στις βιβλιοθήκες των μονών του προσέφερε μια εκπληκτική για την εποχή αρχαιογνωσία[4]. Την περίοδο αυτή ήρθαν στην κατοχή του μερικά βιβλικά χειρόγραφα τα οποία αργότερα πούλησε (τα χειρόγραφα 110, 502, 503, 644, 2793 τα οποία σήμερα βρίσκονται σε διάφορες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες).

Ανάμεσα στο 1840 και το 1856 φαίνεται να περιπλανήθηκε στη Μεσόγειο και την Ευρώπη όπου έθετε προς πώληση υποτιθέμενα αρχαία χειρόγραφα[3]. Δημιούργησε «σημαντική αίσθηση με το να παράγει ποσότητες ελληνικών χειρόγραφων δήθεν εκπληκτικής αρχαιότητας – όπως ένα ομηρικό κείμενο με σχεδόν προϊστορικό τρόπο γραφής, έναν χαμένο Αιγύπτιο ιστορικό, ένα αντίγραφο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου σε πάπυρο, γραμμένο δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη και άλλα τμήματα της Καινής Διαθήκης χρονολογημένα από τον 1ο αιώνα[5] Το 1848 εξέδωσε στην Αθήνα το έργο «Συμαΐς, Ιστορία της Απολλωνιάδος Σχολής» ως χαμένο έργο του 13ου αιώνα αποδιδόμενο σε κάποιο μοναχό Μελέτιο. Εμφάνισε και πολλά άλλα χειρόγραφα αποδιδόμενα στην Ελληνιστική και την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Έλληνες φιλόλογοι γρήγορα αποκάλυψαν την πλαστότητα των χειρογράφων αυτών με αποτέλεσμα ο Σιμωνίδης να φύγει βιαστικά από την Ελλάδα και να ξεκινήσει να ταξιδεύει από χώρα σε χώρα μαζί με τα χειρόγραφά του.

Το 1854 και το 1855 ο Συμεωνίδης προσπάθησε χωρίς επιτυχία να πουλήσει μερικά χειρόγραφα στο Βρετανικό Μουσείο και τη Μποντλιανή Βιβλιοθήκη. Ο συλλέκτης βιβλίων Σερ Τόμας Φίλιπς είχε λιγότερες επιφυλάξεις και αγόρασε μερικά για τη βιβλιοθήκη Φίλιπς του Τσέλτεναμ.

Ο Σiμωνίδης επισκέφθηκε το Βερολίνο και τη Λειψία το 1855, όπου παρουσίασε στον γνωστό κλασσικό φιλόλογο Καρλ Βίλχελμ Ντίντορφ ένα παλίμψηστο του Ουράνιου[ασαφές] που είχε στην κατοχή του. Το παλίμψηστο αγοράστηκε και εκδόθηκε με χρηματοδότηση του Βασιλιά της Πρωσίας το 1856. Ύστερα από διαμάχη ανάμεσα στον Ντίντορφ και τον Κόνσταντιν φον Τίσεντορφ το χειρόγραφο αποδεικνύεται πλαστό. Ο Σιμωνίδης δικάζεται για κλοπή του από τη Βιβλιοθήκη του Σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης και για παραχάραξη του, δύο κατηγορίες αλληλοαναιρούμενες όπως υπέδειξε στην απολογία του. Τελικά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Σαξωνία [3].

Το 1859 εκδίδεται στο Μπράϊτον μια εγκωμιαστική βιογραφία του Σιμωνίδη από κάποιον Τσαρλς Στούαρτ (Charles Stewart), ο οποίος φαίνεται να ήταν ψευδώνυμο του ίδιου του Σιμωνίδη. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1862, σε ένα άρθρο στη βρετανική εφημερίδα Γκάρντιαν, ο Σιμωνίδης ισχυρίστηκε πως ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδικας που είχε ανακαλυφθεί από τον ανταγωνιστή του, Κόνσταντιν φον Τίσεντορφ, ήταν πλαστογράφημά του και το είχε δημιουργήσει το 1839. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ήταν «το μοναδικό κακής ποιότητας έργο της νιότης του», ενώ δήλωνε πως είχε επισκεφθεί το Σινά το 1852 και είχε δει τον Κώδικα. Ακολούθησε μεγάλη αναστάτωση στον φιλολογικό κόσμο με συνεχή ανταλλαγή επιστολών μέχρις ότου ο φιλόλογος Χένρυ Μπράντσω να ξεσκεπάσει τον παραλογισμό των ισχυρισμών του Σιμωνίδη[6].

Το 1867, με επιστολή του Δημήτριου Ροδοκανάκη, ανακοινώθηκε ο θάνατος του Σιμωνίδη από λέπρα στην Αλεξάνδρεια. Φαίνεται όμως πως πρόκειται για άλλη μια επινόηση του Σιμωνίδη: ο ίδιος έζησε μέχρι το 1890 σε μια μικρή πόλη της Αλβανίας[4].

Ο Σιμωνίδης αμφισβήτησε πολλές από τις επίσημες επιστημονικές παραδοχές των φιλολόγων, τους οποίους δεν εκτιμούσε καθόλου. Ερμήνευε τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά με διαφορετικό τρόπο από τον Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν και άλλους αιγυπτιολόγους, προσπαθώντας να αποδείξει πως υπερτερούσε η δική του ερμηνευτική προσέγγιση[7]. Επίσης, για πολλά άλλα πολύπλοκα ερωτήματα είχε την δική του, συνήθως αμφιλεγόμενη, άποψη, αλλά ύστερα από την απόπειρα ιδιοποίησης του Σιναϊτικού κώδικα η αξιοπιστία του καταβαραθρώθηκε από τον Τύπο.

Ο Πάπυρος του Αρτεμίδωρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2006 παρουσιάστηκε στα πλαίσια έκθεσης στο Τορίνο ένας πάπυρος που φαινόταν να είναι τμήμα του δεύτερου βιβλίου των Γεωγραφούμενων του Αρτεμίδωρου του Εφέσιου. Εκτέθηκε ξανά στο Βερολίνο το 2008. Σύμφωνα με ορισμένους κλασικιστές πανεπιστημιακούς το χειρόγραφο είναι πλαστογράφημα του Σιμωνίδη[8].

  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) SNAC. w6qr51dm. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. Αθανάσιος Αγγέλου. Nicolas of Methone: the Life and Works of a Twelfth-Century Bishop, συμβολή στο Byzantium and the Classical Tradition, επιμ. Margaret Mullet & Roger Scott, Centre for Byzantine Studies, University of Birmingham, 1981, σελ. 143. ISBN 0-704-40420-6.
  3. 3,0 3,1 3,2 Falconer Madan, Books in manuscript : a short introduction to their study and use. With a Chapter on Records, Λονδίνο 1898, σ. 124.
  4. 4,0 4,1 Σινιόσογλου, Νικήτας, «Η πλαστογραφία ως άσκηση ελευθερίας Αρχειοθετήθηκε 2014-03-25 στο Wayback Machine.». The Athens Review of Books. Ανακτήθηκε στις 11/3/2014
  5. Kenyon, Frederick G. (1939). Our Bible and the Ancient Manuscripts (4η έκδοση). Λονδίνο: Βρετανικό Μουσείο. σ. 123
  6. McKitterick, David (1998) A history of Cambridge University Press, Volume 2: Scholarship and Commerce (1698-1872), Cambridge: Cambridge University Press, ISBN 0-521-30802-X, page 369.
  7. Richard Janko, The Artemidorus Papyrus, Classical Review 59.2 (2009), σ. 404.
  8. Peter Parsons, Forging Ahead: Has Simonides Struck Again?, TLS 22 February 2008, σ. 14.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]