Λέων Β΄ της Αρμενίας
Λέων Β΄ της Αρμενίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1150 Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας |
Θάνατος | 2 Μαΐου 1219 Κοζάν |
Θρησκεία | Αρμενική Αποστολική Εκκλησία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Σίβυλλα του Λουζινιάν Ισαβέλλα της Αντιόχειας, βασίλισσα της Αρμενίας |
Τέκνα | Στεφανία της Αρμενίας[1] Ισαβέλλα της Αρμενίας |
Γονείς | Στέφανος και Rita Paperontsi |
Αδέλφια | Ρουπέν Γ΄ |
Οικογένεια | Οίκος των Ρουπενιδών |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Γκαγκίκ Β΄ της Αρμενίας |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λέων Β΄ της Αρμενίας (Αρμενικά ː Լեւոն Ա Մեծագործ, 1150 - 2 Μαΐου 1219), ήταν ο δέκατος Πρίγκιπας του Αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας ή Πρίγκιπας των Βουνών (1187 - 1198) και ο πρώτος Βασιλιάς του Αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας (1198 - 1219).[2][3][4][5][6] Μερικοί ιστορικοί τον καταγράφουν σαν "Λέων Α΄ ο Μεγαλοπρεπής" επειδή ήταν ο πρώτος βασιλιάς.[7] Ο Λέων Β΄ ήταν δεύτερος γιος του Στέφανου της Αρμενίας και της Ρίτας του Μπαμπερόν, ο πατέρας του ήταν δεύτερος γιος του Λέων Α΄ της Αρμενίας και η μητέρα του ήταν κόρη του Σεμπάντ, λόρδου του Μπαμπερόν.[3] Η Αρμενία έγινε με τον Λέων ενοποιημένο βασίλειο με τεράστιο ρόλο στις πολιτικές υποθέσεις.[7][8] Ο Λέων Β΄ είχε στενές σχέσεις με τους Λατίνους που συμμετείχαν στην Γ΄ Σταυροφορία, τους παρείχε τρόφιμα, ζώα και κάθε είδους βοήθεια, το βασίλειο του επεκτάθηκε από την Ισαυρία μέχρι τα βουνά Αμάνους.[5][6]
Την διετία 1194 - 1195 λίγο πριν γίνει βασιλιάς ένωσε την Αρμενική Αποστολική Εκκλησία με την Ρώμη.[4] Η στέψη του έγινε αμέσως μετά την υπογραφή της Ένωσης, η τελετή έγινε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Ταρσό (6 Ιανουαρίου 1198).[2][7] Η άνοδος του στον θρόνο της Κιλικίας σαν πρώτου μονάρχη του Αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας έφερε την ρήξη των δεσμών της Αρμενικής εκκλησίας με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία δημιουργώντας νέους ισχυρούς δεσμούς με την δύση.[7] Με τις διπλωματικές του ικανότητες απέκτησε φιλίες με όλους τους Ευρωπαίους ηγεμόνες, δημιούργησε σχέσεις με τους Ιωαννίτες Ιππότες και το Τευτονικό Τάγμα που τους έκανε σημαντικές παραχωρήσεις.[5][8] Ο Λέων Β΄ είχε μεγαλεπήβολα οράματα να κατακτήσει το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας με όλες τις βορειοανατολικές Μεσογειακές ακτές. Η εφαρμογή των σχεδίων του ξεκίνησε με την κατάκτηση του κάστρου του Μπάργκας που είχε εγκαταλείψει ο Μαμελούκος σουλτάνος Σαλαντίν (1194).[2][7] Ο μεγαλύτερος θρίαμβος ακολούθησε στις αρχές του 1216 όταν με μεγάλο στρατό κατέλαβε την Αντιόχεια, τοποθέτησε στην διοίκηση της πόλης τον μικρανεψιό του Ραϋμόνδο Ρουπέν που παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του Λέων.[7] Ο Λέων Β΄ έκανε ταχύτατο μετασχηματισμό της αυλής του σύμφωνα με τα Φραγκικά πρότυπα, τα παλιά Αρμένικα ονόματα αντικαταστάθηκαν με Λατινικά και έγινε αλλαγή των αξιωμάτων στα πρότυπα των Φράγκων.[5] Το εμπόριο αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, παραχώρησε σημαντικά προνόμια στην Γένοβα, την Βενετία και την Πίζα.[7] Τα διατάγματα ρύθμιζαν την φοροαπαλλαγή των Ιταλών εμπόρων με αντάλλαγμα να του παρέχουν υπηρεσίες.[7] Εγκαταστάθηκαν με την βοήθεια του σημαντικές εμπορικές κοινότητες Ιταλών στην Ταρσό, τα Άδανα και την Μοψουεστία, οι Ιταλοί έμποροι έγιναν η σημαντικότερη πηγή εσόδων για το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας.[7]
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ηγεμονία Ρουπέν Γ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πατέρας του δολοφονήθηκε ενώ πήγαινε σε γεύμα του Βυζαντινού κυβερνήτη της Κιλικίας (7 Φεβρουαρίου 1165).[2][3][7] Ο Λέων και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ρουπέν Γ΄ της Αρμενίας ζούσαν στο κάστρο του θείου τους Μπακουράν κυρίου του Μπαμπερόν που προστάτευε την διάβαση από τις Κιλίκιες Πύλες στον Ταύρο.[7][8] Ο θείος του Μλεχ της Αρμενίας απέκτησε πολλούς εχθρούς λόγω της βιαιότητας του με αποτέλεσμα την δολοφονία του από έναν στρατιώτη του στην Κοζάν (1175).[6] Οι λόρδοι της Αρμενικής Κιλικίας εξέλεξαν νέο βασιλιά τον μεγαλύτερο αδελφό του Λέων Ρουπέν Γ΄. Ο Χετούμ Γ΄ του Λαμπρόν και ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας συμμάχησαν και ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες εναντίον του Ρουπέν που έστειλε τον αδελφό του Λέων να προστατέψει τις βουνοπλαγιές.[6][7] Ο Βοημούνδος Γ΄ σε άριστη συνεργασία με τον Χετούμ αιχμαλώτισε τον Ρουπέν.[6] Η απουσία του μεγαλύτερου αδελφού του έδωσε την ευκαιρία στον Λέων να κάνει επίδειξη των πολιτικών του ικανοτήτων σαν κηδεμόνας του Οίκου των Ρουπενιδών.[7] Η απελευθέρωση του Ρουπέν απαιτούσε ένα τεράστιο ποσό σαν λύτρα και την παραχώρηση των Άδανων και της Μοψουεστίας.[7] Μετά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία ο Ρουπέν παραιτήθηκε υπέρ του αδελφού του Λέων και αποσύρθηκε στο μοναστήρι του Τραζάργκ.[5]
Πρίγκιπας της Κιλικίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επικίνδυνη συμμαχία ανάμεσα στον Σαλαντίν και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελος και η άμεση απειλή των Τουρκομάνων ανάγκασαν τον Λέων να προχωρήσει σε συμμαχία με τον Βοημούνδο Γ΄ που του έδωσε όρκο υποτέλειας.[2][5] Οι δυο πρίγκιπες συμμάχησαν για να αποκρούσουν επιδρομή Τουρκομάνων (1187).[2] Ο Λέων Β΄ είχε λίγες δυνάμεις αλλά επιτέθηκε με τέτοια ορμή που θανάτωσε τους αρχηγούς των αντιπάλων και τους καταδίωξε με βαριές απώλειες.[5] Ο Λέων παντρεύτηκε αμέσως μετά την Ισαβέλλα, μια ανιψιά της συζύγου του Βοημούνδου Γ΄ Σιβύλλας.[2][3] Την επόμενη χρονιά (1188) ο Λέων εκμεταλλεύτηκε την ταραχή που επικρατούσε στο Σουλτανάτο του Ρουμ με τον θάνατο του Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ με επίθεση εναντίον των Σελτζούκων.[5] Η πρώτη αιφνίδια επίθεση ήταν ανεπιτυχής αλλά ο Λέων επέστρεψε δυο μήνες αργότερα με μεγάλο στρατό, κυρίευσε το κάστρο, θανάτωσε τους αρχηγούς της φρουράς και βάδισε στην Ισαυρία.[5] Η Σελεύκεια φαίνεται είχε αλωθεί την ίδια εποχή αν και δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές.[5] Ο Λέων προχώρησε βόρεια, κυρίευσε την Ηράκλεια και την εγκατέλειψε αφού πήρε ένα τεράστιο ποσό, κατόπιν προχώρησε μέχρι την Καισάρεια.[5]
Ο Βαχράμ της Έδεσσας στο έργο του "Βασιλικά Χρονικά της Μικρής Αρμενίας" γράφει :[9]
"Ο Λέων Β΄ ήταν εξαιρετικά γενναίος και μορφωμένος πρίγκιπας, επέκτεινε το πριγκιπάτο του σε όλες τις κατευθύνσεις και έγινε διοικητής σε πολλές επαρχίες. Οι απόγονοι του Ισμαήλ με αρχηγό τον Ρουστάμ επιτέθηκαν στην Κιλικία, ο Λέων Β΄ δεν φοβήθηκε με πολύ λιγότερους άντρες αλλά με μεγάλη πίστη στον θεό που θανάτωσε τον Σενναχειρείμ αντιμετώπισε τους εισβολείς. Ο Άγιος Γεώργιος σκότωσε τον Ρουστάμ και ο στρατός των Αγαρηνών δραπέτευσε και διασκορπίστηκε, οι Αρμένιοι τους καταδίωξαν παίρνοντας τεράστιο αριθμό από λάφυρα. Η δύναμη του Λέων αυξήθηκε σημαντικά, καταδίωξε τους Τούρκους και τους Τατζίκους, κατέκτησε την Ισαυρία και έφτασε μέχρι το Ικόνιο, κυρίευσε για άλλη μια φορά την Ηράκλεια και πήρε ένα τεράστιο ποσό για να την εγκαταλείψει. Με νέα συνθήκη με τον σουλτάνο του Ικονίου πήρε νέο τεράστιο ποσό, έκτισε πλήθος από φρούρια και κάστρα σε όλα τα σύνορα του βασιλείου και ήταν γενναιόδωρος με όλα τα μοναστήρια που είχαν κτίσει οι προγονοί του. Η γενναιοδωρία του επεκτάθηκε στους λεπρούς που ήταν άστεγοι επειδή τους είχαν διώξει όλοι οι συγγενείς τους, παρείχε στον καθένα κατοικία με όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση τους."
Την ίδια εποχή δάνεισε ένα τεράστιο ποσό στον Βοημούνδο Γ΄ αλλά εκείνος έδειξε αδιαφορία να το αποπληρώσει με αποτέλεσμα όταν η Αντιόχεια δέχτηκε επίθεση από τον Σαλαντίν ο Λέων έμεινε αδιάφορος.[2] Ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα πλησίασε τον Ιούνιο του 1190 τις περιοχές της Αρμενίας, ο Λέων Β΄ έστειλε μια αποστολή με πολλά δώρα, προμήθειες και στρατό.[5] Η δεύτερη αποστολή με αρχηγό τον Ναρσή του Λαμπρόν έφτασε μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα (10 Ιουνίου 1190) και επέστρεψε στην Ταρσό με τον γιο του αυτοκράτορα Φρειδερίκο, τους επισκόπους και τον Γερμανικό στρατό.[5] Ο Λέων Β΄ συμμετείχε σε όλες τις μάχες των Σταυροφόρων, βρέθηκε στην πολιορκία της Άκρας (11 Μαΐου 1191) και ενώθηκε με τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στην κατάκτηση της Κύπρου.[2][5]
Αιχμαλωσία του Βοημούνδου Γ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασικός στόχος του Λέων ήταν η ασφάλεια του βασιλείου του, αυτό τον έφερε σε σύγκρουση με τους γείτονες.[5] Ο Σαλαντίν κατέστρεψε το φρούριο του Μπάργκας (1191) που είχε καταληφθεί από τους Ναΐτες, οι εργάτες του Λέων έφυγαν πριν την άφιξη του ίδιου που ξανάκτισε το κάστρο.[2] Η κατοχή του κάστρου του Μπάργκας έφερε νέο ανταγωνισμό ανάμεσα στον Λέων Β΄ και τον Βοημούνδο Γ΄ με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν νέες συγκρούσεις ανάμεσα στην Κιλικία και την Αντιόχεια.[5] Ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε από τον Λέων την επιστροφή του κάστρου στους Ναΐτες αλλά το αρνήθηκε, ο Βοημούνδος διαμαρτυρήθηκε στον Σαλαντίν.[2] Ο Σαλαντίν ήταν αντίθετος στην κατοχή του κάστρου από τον Λέων Β΄ επειδή βρισκόταν στην διαδρομή από την Κιλικία στην Αντιόχεια.[4]
Αμέσως μετά τον θάνατο του Σαλαντίν τον Οκτώβριο του 1193 ο Λέων προσκάλεσε τον Βοημούνδο Γ΄ στο Βάργκας να συζητήσει το ζήτημα, ο Βοημούνδος έφτασε με την σύζυγο, τον γιο του και μεγάλη συνοδεία, δέχτηκε την πρόσκληση του Λέων να μπει στο κάστρο.[2] Ο Λέων Β΄ αμέσως αιχμαλώτισε τους φιλοξενούμενους και ζήτησε από τον Βοημούνδο να του παραδώσει την Αντιόχεια για να τους απελευθερώσει.[2] Ο Λέων με πολλές ελπίδες να απαλλαγεί από τον φόρο υποτέλειας και να πάρει την Αντιόχεια στα χέρια του μετέφερε την οικογένεια του Βοημούνδου φυλακισμένους στην Κοζάν.[4] Ο Βοημούνδος Γ΄ συμφώνησε να παραδώσει την Αντιόχεια στον Λέων με αντάλλαγμα την ελευθερία του, έστειλε τους στρατηγούς Βαρθολομαίο Τιρέλ και Ριχάρδο Λ'Ερμινέτ να παραδώσουν την πόλη στον Αρμένιο στρατηγό Χετούμ του Σασσούν.[4] Όταν πήγε η αποστολή στην Αντιόχεια οι βαρόνοι ήταν έτοιμοι να δεχτούν τον Λέων σαν κυρίαρχο και επέτρεψαν στον Βαρθολομαίο Τιρέλ να μεταφέρει Αρμένιους στρατιώτες στα ανάκτορα.[2] Μετά την αρχική θερμή αποδοχή οι Αρμένιοι συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τον κλήρο και τους Έλληνες της πόλης.[4] Μια σύγκρουση που ξέσπασε στα ανάκτορα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη και οι Αρμένιοι του Χετούμ του Σασσούν αποσύρθηκαν στο Βάργκας.[2] Οι πολίτες της Αντιόχειας με επικεφαλής τον Λατίνο πατριάρχη Αιμερί ντε Λιμόζ αναγνώρισαν τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Ραϊμόνδο Δ΄ της Τρίπολης αντιβασιλιά όσο ο πατέρας του ήταν αιχμάλωτος.[4]
Γαμήλια συνθήκη με την Αντιόχεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αντιόχεια ζήτησε βοήθεια από τον Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας και τον κόμη Βοημούνδο της Αντιόχειας μικρότερο γιο του Βοημούνδου Γ΄. Ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας έφτασε στην Τρίπολη, βρήκε τον νεαρό Βοημούνδο και προχώρησαν για την Αντιόχεια και την Κοζάν.[4] Ο Λέων Β΄ δεν ήθελε να προχωρήσει σε πόλεμο και αποφάσισε να συναντηθεί μαζί τους και να κλείσει συνθήκη.[2] Ο Βοημούνδος Γ΄ απαρνήθηκε την κυριαρχία του στην Αντιόχεια, σε αντάλλαγμα ζήτησε από τον Λέων να του επιτρέψει να φτάσει με ασφάλεια στην πόλη χωρίς να πληρώσει λύτρα.[5] Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και έκλεισε ο γάμος ανάμεσα στον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Γ΄ Ραϊμόνδο Δ΄ της Τρίπολης με την ανιψιά του Λέων Β΄ Αλίκη της Αρμενίας.[3][4] Ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης πέθανε σύντομα (1199) και ο Βοημούνδος Γ΄ έστειλε πίσω στην Αρμενία την Αλίκη και τον γιο τους Ραϋμόνδο Ρουπέν.[4] Ο Λέων Β΄ όρισε τον μικρό Ραϋμόνδο Ρουπέν διάδοχο του παππού του στην Αντιόχεια.[4]
Βασιλιάς της Αρμενίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στέψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λέων Β΄ πίεσε σε όλες τις κατευθύνσεις για να αποκτήσει το βασιλικό στέμμα για το Αρμενικό βασίλειο της Κιλικίας, έστειλε αντιπροσωπείες στον Γερμανό αυτοκράτορα και τον πάπα.[5][8] Ο Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επιφυλάχτηκε και δήλωσε ότι θα επισκεφτεί ο ίδιος την ανατολή για να αποκτήσει προσωπική γνώμη.[2] Ο Πάπας Κελεστίνος Γ΄ ζήτησε από την πλευρά του την υποταγή της Αρμενικής εκκλησία στον πάπα κάτι που έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τον ίδιο επειδή θα συναντούσε σκληρές αντιδράσεις από τους υπηκόους του.[5] Οι επίσκοποι αρνήθηκαν να δεχτούν τις παπικές απαιτήσεις αλλά ο Λέων τους εξήγησε ότι η υποταγή θα είναι στους τύπους, όχι στην ουσία.[5] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος που ήθελε να διατηρήσει την επίδραση του στην Κιλικία προσπάθησε να καλοπιάσει τον Λέων, του έστειλε ένα στέμμα που το δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση.[2] Ο Λέων Β΄ έστειλε αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη με τον επίσκοπο Ναρσή του Λαμπρόν και άλλους ιεράρχες για να συζητήσουν θρησκευτικά ζητήματα, ήταν οι τελευταίες προσπάθειες για ένωση των δυο εκκλησιών.[5]
Ο Ερρίκος ΣΤ΄ συμφώνησε να στέψει βασιλιά τον Λέων αν αναγνωρίσει τα κληρονομικά του δικαιώματα στην Αρμενία.[2] Ο αυτοκράτορας ωστόσο πέθανε, αμέσως μετά ο Γερμανός καρδινάλιος Κορράδος του Χίλντεσχαϊμ και ο παπικός απεσταλμένος Κορράδος των Βίττελσμπαχ έφτασαν στο Κοζάν.[2] Η στέψη του Λέων Α΄ της Αρμενίας έγινε στην Ταρσό (6 Ιανουαρίου 1198) παρουσία του κλήρου της Αρμενίας, της Γάλλο-Αρμένικης αριστοκρατίας, του Έλληνα αρχιεπισκόπου της Ταρσού, του Ιακωβίτη πατριάρχη και των απεσταλμένων του χαλίφη.[4][7][8] Οι Αρμένιοι ήταν πολύ χαρούμενοι που είδαν την προαγωγή τους σε βασίλειο και την ανάσταση του διάσημου αρχαίου βασιλείου στο πρόσωπο του Λέων.[5]
Πόλεμος διαδοχής της Αντιόχειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αρχιεπίσκοπος Κορράδος των Βίττελσμπαχ πήγε αμέσως μετά από το Κοζάν στην Αντιόχεια για να εξασφαλίσει την διαδοχή του Ραϋμόνδου Ρουπέν.[2] Οι βαρόνοι της Αντιόχειας ορκίστηκαν πίστη στον Ραϋμόνδο Ρουπέν αλλά συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τον δεύτερο γιο του Βοημούνδου Γ΄ Βοημούνδο που ήθελε την διαδοχή για τον εαυτό του και τους Ναΐτες που ήταν αντίθετοι σε οποιαδήποτε επέμβαση των Αρμενίων.[5] Ο Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας εξασφάλισε την διαδοχή για τον εαυτό του παραβιάζοντας όλους τους όρκους που είχε πάρει για χάρη του ανιψιού του.[2] Ο εμίρης του Χαλεπίου Αλ-Ζαχίρ εισήλθε στην Αντιόχεια (1198) και πίεσε τους ευγενείς να παραιτηθούν από τους όρκους που είχαν πάρει στον πατέρα του.[4] Ο Λέων Β΄ εκδήλωσε την ανησυχία του για τους μουσουλμάνους, έκανε ειρήνη με τους Ναΐτες και βάδισε στην Αντιόχεια, επανέφερε τον Βοημούνδο Γ΄ χωρίς δυσκολία.[4] Οι Ναΐτες που είχαν στενές σχέσεις με την Ρώμη πίεσαν τον πάπα να τους επαναφέρει ο Λέων το κάστρο του Βαγκράς.[2] Ο Λέων προσκάλεσε τον Βοημούνδο Γ΄ και τον Λατίνο πατριάρχη της Αντιόχειας Πέτρο Β΄ του Ανγκουλέμ να συζητήσουν το θέμα αλλά η αδιαλλαξία του προκάλεσε ακόμα και τον πατριάρχη να υποστηρίξει τον Βοημούνδο της Τρίπολης.[2]
Τον Απρίλιο του 1201 ο Βοημούνδος της Τρίπολης πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του ήταν ετοιμοθάνατος, πήγε στην Αντιόχεια αλλά έφτασε την ημέρα της κηδείας, ζήτησε αναγνώριση σαν διάδοχος του και έγινε δεκτός σαν πρίγκιπας.[4] Πολλοί ευγενείς από την Αντιόχεια φοβήθηκαν για τον όρκο που είχαν πάρει και τον αυταρχικό χαρακτήρα του Βοημούνδου, δραπέτευσαν στην αυλή του Λέων Β΄ στο Κοζάν.[2] Ο Λέων Β΄ όταν άκουσε τον θάνατο του Βοημούνδου Γ΄ πήγε αμέσως στην Αντιόχεια με την Αλίκη και τον Ραϋμόνδο Ρουπέν για να αποκαταστήσει τον μικρανεψιό του αλλά βρήκε ήδη τον Βοημούνδο Δ΄ ορκισμένο πρίγκιπα και επέστρεψε για ενισχύσεις.[4] Ο Βοημούνδος Δ΄ ζήτησε βοήθεια από το Χαλέπι, τον Ιούλιο του 1201 ο Αλ-Ζαχίρ επιτέθηκε στην Κιλικία και ο Λέων Β΄ αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία της Αντιόχειας.[4]
Ήττες από τον Αλ-Ζαχίρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λέων Α΄ ξεκίνησε ξανά τον πόλεμο (1202), το επόμενο καλοκαίρι ο Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ, ο παπικός απεσταλμένος, ο καρδινάλιος, οι Ιωαννίτες Ιππότες, οι Ναΐτες και οι μεγάλοι βαρόνοι πίεσαν τον Λέοντα να κλείσει ειρήνη.[4] Ο Λέων συμφώνησε προσωρινά αλλά όταν οι βαρόνοι δήλωσαν ότι υπακούσουν στον φεουδαρχικό νόμο και όχι στον παπικό απεσταλμένο παραβίασε την συνθήκη, μπήκε στην πόλη (11 Νοεμβρίου 1203) και ζήτησε από τον πατριάρχη να παρέμβει.[4] Ο Βοημούνδος Δ΄ πιέστηκε να φύγει από την Αντιόχεια για να υπερασπιστεί την Τρίπολη από την εξέγερση του του Ρενάρτ του Νεφίν αλλά οι Ναΐτες απέκρουσαν επιτυχώς τις επιθέσεις των Αρμενίων στην Ακρόπολη.[4] Ο Βοημούνδος Δ΄ έκανε νέες εκκλήσεις στο Χαλέπι ζητώντας από τον Αλ-Ζαχίρ να επιτεθεί στην Κιλικία.[4] Ο Λέων εγκατέλειψε τον Δεκέμβριο την Αντιόχεια όταν ο στρατός του Αλ-Ζαχίρ έφτασε στον Ορόντη.[4] Ο Βοημούνδος όταν είδε ότι η Τρίπολη είχε επαρκή προστασία από τον Αλ-Ζαχίρ έφυγε από την πόλη και επέστρεψε στην Αντιόχεια.[4] Ο στρατός του Αλ-Ζαχίρ ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις από το Χαλέπι και ήταν πλέον υπεράριθμος σε σχέση με τους Αρμένιους, ο Λέων απογοητευμένος έκλεισε οκταετή ειρήνη.[5]
Απιστία της πρώτης συζύγου του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την ίδια εποχή ακούστηκαν "φήμες απιστίας" για την βασίλισσα, ο Λέων θανάτωσε πολλά μέλη της συνοδείας του και φυλάκισε την ίδια στο κάστρο του Βάχκα (27 Ιανουαρίου 1205), εκεί δηλητηριάστηκε σε έναν χρόνο.[3] Ο Σμπατ ο Κοντόσταυλος στα Χρονικά του γράφει :
"Την ίδια εποχή ο Καθολικός λόρδος Γιοχάνες πήγε ιδιωτικά στον βασιλιά για να του πει επιβλαβείς πληροφορίες για την κυρία της Αντιόχειας την οποία ο βασιλιάς είχε σύζυγο. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε σε τέτοιο βαθμό που διέταξε την θανάτωση πολλών συγγενών την συζύγου ενώ την ίδια επιθυμούσε να την σκοτώσει με τα χέρια του. Ο Κωνστάντιος γιος του θείου του Βασάκ μετά βίας μπόρεσε να δραπετεύσει και έστειλε μηνύματα στον πατέρα του".[10]
Σύντομη κατάκτηση της Αντιόχειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βοημούνδος Δ΄ εκθρόνισε τον Λατίνο πατριάρχη της Αντιόχειας και τοποθέτησε στην θέση του τον πρώην Έλληνα πατριάρχη Συμεών Β΄.[2] Η αντιδημοφιλία του Βοημούνδου λόγω της άσχημης συμπεριφοράς του έφτασε σε τέτοιο σημείο που οι ευγενείς κάλεσαν τον Λέοντα, η πόλη εξεγέρθηκε με πρωτοβουλία του Λατίνου πατριάρχη Πέτρου Β΄ και ο Βοημούνδος κατέφυγε στην Ακρόπολη.[4] Ο Λέων Α΄ μπήκε στην πόλη αλλά ο Βοημούνδος Δ΄ αισθανόταν πολύ ισχυρός να συντρίψει την επανάσταση, ο Λέων κυβέρνησε την Αντιόχεια μόνο λίγες μέρες.[4]
Σύγκρουση με την Λατινική εκκλησία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ανέθεσε την επίλυση της διαφοράς στον πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Αλβέρτο που ήταν φίλος του Βοημούνδου και των Ναιτών.[2] Ο πατριάρχης πρόσβαλε τον Λέοντα και του είπε ότι καθήκον του θα έπρεπε να είναι η παράδοση του κάστρου του Βαγκράς στους Ναΐτες, ο Λέων εξοργισμένος λεηλάτησε την περιοχή γύρω από την Αντιόχεια.[2] Ο κίνδυνος του Λέοντα οδήγησε για άλλη μια φορά τον Βοημούνδο να ζητήσει βοήθεια από τον Αλ-Ζαχίρ που επιτέθηκε στην Κιλικία (1209).[4] Ο Σελτζούκος σουλτάνος Καί - Κουσρόου πρώην φίλος του Λέων έκανε αιφνίδια επίθεση και κατέλαβε το κάστρο του Περτούς.[5] Ο Λέων συνθηκολόγησε, επέστρεψε το κάστρο του Βαγκράς στους Ναΐτες και απαρνήθηκε τα δικαιώματα του στην Αντιόχεια.[4] Οι προσπάθειες του Λέων να κρατήσει το κάστρο του Βαργκάς παρά το γεγονός ότι υποσχέθηκε στον Αλ-Ζαχίρ να το επιστρέψει στους Ναΐτες οδήγησε σε νέους πολέμους στην Κιλικία και τις πεδιάδες της Αντιόχειας.[4]
Ο Λέων Α΄ παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο (28 Ιανουαρίου 1210) την Σιβύλλα των Λουζινιάν μικρότερη ετεροθαλή αδελφή του Ούγου Α΄ της Κύπρου.[3] Ο αρχηγός των Ναιτών τραυματίστηκε σε μια ενέδρα και ο Λέων αφορίστηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄.[4] Ο Βοημούνδος Δ΄ συμφώνησε στο μεταξύ λόγω της ανυπακοής του Λέοντα την τοποθέτηση Λατίνου πατριάρχη στην Αντιόχεια.[2] Ο Λέων δέχτηκε θερμά τον Έλληνα πατριάρχη της Αντιόχειας Συμεών Β΄ παραχωρώντας πολλά κάστρα και εδάφη στους Έλληνες. Προσπάθησε να καλοπιάσει τους Ιωαννίτες και τους έδωσε πόλεις όπως την Σελεύκεια, την Νόρπερτ και την Καμαρντιάς στα δυτικά σύνορα δημιουργώντας ασπίδα προστασίας στους Σελτζούκους.[5] Το Τευτονικό Τάγμα δέχτηκε το Αμουντάιν και γειτονικά κάστρα ενώ ο αρχηγός του τάγματος έγινε δεκτός για λίγο στην Κιλικία.[5] Ο Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας και ο Ιωάννης του Μπριέν έδωσαν επιπλέον βοήθεια στους Ναΐτες και ο Λέων αναγκάστηκε να τους επιστρέψει το Βάργκας.[4] Η συνθήκη έσπασε την επόμενη φορά με νέες διώξεις του Λέων εναντίον των Ναιτών αλλά αυτή την φορά η τιμωρία του ήταν σκληρή.[4]
Τελική κατάκτηση της Αντιόχειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Μάρτιο του 1213 ο Λέων συμφιλιώθηκε με την Ρώμη μετά την υπόσχεση για συμμετοχή του σε Σταυροφορία.[2] Συμφιλιώθηκε με τον Ιωάννη του Μπριέν και του έδωσε σύζυγο την μεγαλύτερη κόρη του Στεφανία της Αρμενίας με υποσχέσεις να τον ορίσει κληρονόμο.[4] Στην Αντιόχεια ξέσπασε ξανά μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στον Βοημούνδο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ισχυρό κίνημα υπέρ του Ραϋμόνδου Ρουπέν.[4] Ο Λέων Α΄ που βρισκόταν στην Τρίπολη εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, με ένα ευρηματικό κόλπο και με την βοήθεια του Λατίνου πατριάρχη κατέλαβε την Αντιόχεια (14 Φεβρουαρίου 1216).[2][4] Ο Ραϋμόνδος Ρουπέν έδωσε όρκο υποτέλειας στον πατριάρχη Πέτρο και στέφθηκε πρίγκιπας της Αντιόχειας.[4] Ο Λέων Α΄ από την μεγάλη του χαρά παρέδωσε στους Ναΐτες το Βαγκράς και επέστρεψε στους Λατίνους επισκόπους τα εδάφη τους στην Κιλικία.[2] Το τίμημα της νίκης του ήταν βαρύ, ο Σελτζούκος πρίγκιπας κατέλαβε τα κάστρα στην δυτική Κιλικία (1216).[2] Τα κάστρα που έχασε όπως η Φαυστενόπολις, η Ηράκλεια[χρειάζεται αποσαφήνιση] και η Καραμάν είχε κατακτήσει ο ίδιος από τους Σελτζούκους (1211).
Τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας μετά την εκπλήρωση των Σταυροφορικών του όρκων ταξίδευσε στην Αρμενική Κιλικία τον Ιανουάριο του 1218 και τακτοποίησε τον γάμο ανάμεσα στον γιο του Ανδρέα της Γαλικίας και την κόρη του Λέων Ισαβέλλα.[11] Ο Ραϋμόνδος Ρουπέν ήρθε αμέσως μετά σε σύγκρουση με τον Λέων.[4] Οι κάτοικοι της Αντιόχειας επαναστάτησαν εναντίον του Ραϋμόνδου Ρουπέν και κάλεσαν πίσω τον Βοημούνδο Δ΄ (1219), ο Ραϋμόνδος Ρουπέν δραπέτευσε στην Κιλικία με την βοήθεια των Ιωαννιτών αλλά ο Λέων Α΄ δεν τον συγχώρεσε και στο νεκροκρέβατο του τον αποκλήρωσε.[4] Ο Λέων όρισε διάδοχο του την μικρότερη κόρη του Ισαβέλλα και ζήτησε από τους βαρόνους να απαλλαγούν από τον όρκο που έκαναν στον Ραϋμόνδο Ρουπέν.[5] Το σώμα του τάφηκε στην Κόζαν και τα εντόσθια του τοποθετήθηκαν στο μοναστήρι του Αγκνέρ.[3]
Ο Βαχράμ της Έδεσσας στο έργο του "Βασιλικά Χρονικά της Μικρής Αρμενίας" γράφει :[9]
"Ο Λέων αφού βασίλευσε 12 χρόνια ως βαρόνος και 22 χρόνια ως βασιλιάς συγκάλεσε την αριστοκρατία του βασιλείου και όρισε τον βαρόνο Ατάν αντιβασιλιά και κηδεμόνα της μικρής κόρης του. Ο Λέων πέθανε αμέσως μετά και τάφηκε στην εκκλησία του Αγκνέρ, ένα τμήμα του σώματος του μεταφέρθηκε στο Κόζαν όπου κτίστηκε μια εκκλησία για να τον τιμήσει".
Ο Σεμπάντ ο Κοντόσταυλος στα Χρονικά του γράφει :[10]
"Ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος χωρίς μίσος για κανέναν και κυβέρνησε σοφά το βασίλειο του με την ευλογία του θεού, ήταν έμπειρος ιππέας, γενναίος στην μάχη με προτεραιότητα στην φιλανθρωπία, ενεργητικός και ευτυχισμένος"
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την πρώτη του σύζυγο Ισαβέλλα (1189), ανιψιά της Σιβύλλας, συζύγου του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας, απέκτησε:
- Στεφανία, παντρεύτηκε τον Ιωάννη του Μπριέν.[3]
Με τη δεύτερη σύζυγό του Σιβύλλα των Λουζινιάν (1210), κόρη τού Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ απέκτησε:
- Ισαβέλλα, παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Φίλιππος της Αντιόχειας και σε δεύτερο γάμο τον Χετούμ Α΄ της Αρμενίας, το Αρμενικό βασίλειο της Κιλικίας κληρονόμησε ο Οίκος των Χετουμιδών.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 2,17 2,18 2,19 2,20 2,21 2,22 2,23 2,24 2,25 2,26 2,27 2,28 2,29 2,30 2,31 2,32 Runciman, Steven. A History of the Crusades – Volume III.: The Kingdom of Acre and the Later Crusades.
- ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 Cawley, Charles (2009-04-01), Lords of the Mountains, Kings of (Cilician) Armenia (Family of Rupen)
- ↑ 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 4,16 4,17 4,18 4,19 4,20 4,21 4,22 4,23 4,24 4,25 4,26 4,27 4,28 4,29 4,30 4,31 4,32 4,33 4,34 4,35 4,36 Nickerson Hardwicke, Mary. The Crusader States, 1192–1243.
- ↑ 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 5,13 5,14 5,15 5,16 5,17 5,18 5,19 5,20 5,21 5,22 5,23 5,24 5,25 5,26 5,27 Nersessian, Sirarpie Der. The Kingdom of Cilician Armenia.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Vahan M. Kurkjian (2005-04-05). "A History of Armenia". Website. Bill Thayer.
- ↑ 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 7,11 7,12 7,13 7,14 Ghazarian, Jacob G. The Armenian Kingdom in Cilicia during the Crusades: The Integration of Cilician Armenians with the Latins (1080–1393).
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Edwards, Robert W. The Fortifications of Armenian Cilicia.
- ↑ 9,0 9,1 Vahram (2008-09-10). "Chronicle"
- ↑ 10,0 10,1 Smbat Sparapet (Sempad the Constable) (2005). "Chronicle"
- ↑ Van Cleve, Thomas C. The Fifth Crusade.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Edwards, Robert W., The Fortifications of Armenian Cilicia, Dumbarton Oaks Studies XXIII, Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University, 1987, Washington, D.C.;
- Ghazarian, Jacob G: The Armenian Kingdom in Cilicia during the Crusades: The Integration of Cilician Armenians with the Latins (1080–1393); RoutledgeCurzon (Taylor & Francis Group), 2000, Abingdon.
- Nersessian, Sirarpie Der: The Kingdom of Cilician Armenia (in: Setton, Kenneth M.: (General Editor) – Wolff, Robert Lee – Hazard, Harry W. (Editors): A History of the Crusades – Volume II: The Later Crusades, 1189–1311; The University of Wisconsin Press, 1969, Madison, Milwaukee and London; ISBN 978-0-299-04834-1)
- Nickerson Hardwicke, Mary: The Crusader States, 1192–1243 (in: Setton, Kenneth M.: (General Editor) – Wolff, Robert Lee – Hazard, Harry W. (Editors): A History of the Crusades – Volume II: The Later Crusades, 1189–1311; The University of Wisconsin Press, 1969, Madison, Milwaukee and London; ISBN 978-0-299-04834-1)
- Runciman, Steven: A History of the Crusades – Volume III.: The Kingdom of Acre and the Later Crusades; Cambridge University Press, 1988, Cambridge; ISBN 0-521-06163-6
- Van Cleve, Thomas C.: The Fifth Crusade (in: Setton, Kenneth M.: (General Editor) – Wolff, Robert Lee – Hazard, Harry W. (Editors): A History of the Crusades – Volume II: The Later Crusades, 1189–1311; The University of Wisconsin Press, 1969, Madison, Milwaukee and London; ISBN 978-0-299-04834-1)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Leo I, King of Armenia της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |