Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη της Μυκάλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη της Μυκάλης
Περσικοί Πόλεμοι
Το πεδίο της μάχης
Χρονολογία479 π.Χ
ΤόποςΜυκάλη, Ιωνία
37°38′10″N 27°06′28″E / 37.635985°N 27.107677°E / 37.635985; 27.107677
ΈκβασηΝίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Τιγράνης , Ιθαμίτρης, Αρταΰντης, Μαρδόντης 
Δυνάμεις
40.000 άνδρες
110-250 πλοία
60.000 άνδρες
300 πλοία
Απώλειες
Σοβαρές
Σοβαρές

Η Μάχη της Μυκάλης διεξήχθη το 479 π.Χ στη Μυκάλη της Ιωνίας μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων και είχε ως επακόλουθο την Ελληνική αντεπίθεση.

Το 480 π.Χ, οι Πέρσες πέτυχαν νίκες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο, έχοντας καταστρέψει τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και την Αττική - ωστόσο, οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και εμπόδισαν την προώθηση των Περσών. Τον Αύγουστο του 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν στρατό για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στις Πλαταιές, όπου οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη - παράλληλα, ο Λεωτυχίδας, διοικητής του ελληνικού στόλου, επιτέθηκε στους Πέρσες και κατέστρεψε τον στόλο τους και, αργότερα, το πεζικό τους.

Μετά τις δύο αυτές μάχες ακολούθησε η ελληνική αντεπίθεση και ο πόλεμος συνεχίστηκε για περίπου 30 έτη. Αν και οι δύο μάχες είχαν αποφασιστική σημασία δεν θεωρούνται θρυλικές όπως η αυτές του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας.

Κύριο λήμμα: Ηρόδοτος

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[1] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων[2], οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[3] Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.[3] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[4] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»[3]

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[5][6] Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.[6] Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι[7]. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν[8]. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.[9] Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη.[10] Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως.[11][12] Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.[12][13]

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου.[14] Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.[15]

Κύριο λήμμα: Περσικοί Πόλεμοι

Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ).[16] Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[17] Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν[18][19] - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση.[19] Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.[20] Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.[21] Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.[22]

Ένας χάρτης, ο οποίος δείχνει τον ελληνικό κόσμο κατά τη διάρκεια της μάχης

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'.[23] Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο[24] και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα.[25] Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ.[26] Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο,[27] όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.[28]

Οι Έλληνες, με κύρια τακτική τους το κλείσιμο στενών χώρων, αντιμετώπισαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατάφεραν να περικυκλώσουν τους Έλληνες και να σφάξουν όσους απέμειναν στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά το Αρτεμίσιο, οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών οδήγησαν σε αδιέξοδο[29] και όταν οι Έλληνες έμαθαν το αποτέλεσμα των Θερμοπυλών, αποφάσισαν να υποχωρήσουν.[30] Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα.[31] Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό[32] Ο Θεμιστοκλής, όμως, έπεισε τους Έλληνες να μείνουν στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν αποφασιστική νίκη.

Οι κινήσεις των Περσών και των Ελλήνων από το 480 π.Χ μέχρι το 479 π.Χ

Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του[33]. Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε[34]. Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους. Παρ' ολ' αυτά, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων χάλασαν, καθώς οι Πελοποννήσιοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό στα βόρεια για να βοηθήσουν τους Αθηναίους - οι Αθηναίοι απέσυραν τον στόλο τους και την ηγεσία του ελληνικού στόλου ανέλαβε ο Λεωτυχίδας[35].

Ο Μαρδόνιος, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Α', προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να δεκτούν ειρήνη, αλλά οι τελευταίοι, αφού εξασφάλισαν την παρουσία των Σπαρτιατών στην Αθήνα, αρνήθηκαν - κατά τον Ηρόδοτο, απάντησαν τα εξής: καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα (μετ. αν και ξέρουμε ότι οι Μήδοι είναι περισσότεροι από εμάς, εμείς όμως θα αμυνθούμε καθώς αγαπούμε την ελευθερία μας)[36]. Οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, την οποία κατέλαβε ο Μαρδόνιος, ο οποίος επανάλαβε την προσφορά του στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης[37], αλλά η τελευταία γιόρταζε τα Υακίνθια και άργησε να δώσει απάντηση. Ωστόσο, ο Τεγεάτης Χίλεος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό, αφού τόνισε τα αποτελέσματα που θα' χε η παράδοση της Αθήνας στους Πέρσες[38].

Ο αθηναϊκός στόλος, υπό την ηγεσία του Ξάνθιππου, κινήθηκε στη Δήλο και ενώθηκε με τα υπόλοιπα σώματα του ελληνικού στόλου. Απ' τη Σάμο στάλθηκε πρεσβεία που δήλωσε στους Έλληνες ότι οι Ίωνες θα επαναστατούσαν αν ο ελληνικός στόλος κατέστρεφε τον περσικό[39], γι' αυτό και οι Έλληνες έπλευσαν στη Σάμο.[40]

Γεγονότα πριν από τη μάχη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης, ο οποίος δείχνει τη θέση της Μυκάλης σε σχέση με τη Λάδη, τη Σάμο και τη Μίλητο

Όταν οι Πέρσες έμαθαν για την παρουσία ελληνικού στόλου απομακρύνθηκαν απ' τη Σάμο και σταμάτησαν στην Ιωνία - αποφάσισαν να μην μπλέξουν σε ναυμαχία με τους Έλληνες, καθώς πίστευαν ότι θα έχαναν.[41] Παράλληλα, έστειλαν τους Φοίνικες μακριά και έπλευσαν στη Μυκάλη, όπου ο Ξέρξης άφησε στρατό υπό την ηγεσία του Τιγράνη.[41] Αφού έβαλαν τα πλοία τους στη θάλασσα, οι Πέρσες έχτισαν ένα περίβολο από ξύλα και πέτρες για να τα προστατεύσουν.[42] Όταν οι Έλληνες έμαθαν για την υποχώρηση των Περσών αποφάσισαν να βαδίσουν στην ενδοχώρα και ν' αρχίσουν τις ετοιμασίες για μια ναυμαχία.[43] Όταν οι Έλληνες έφθασαν στη Μυκάλη, ο Λεωτυχίδας έστειλε μήνυμα στους Ίωνες, λέγοντας τα εξής:

ἄνδρες Ἴωνες, οἳ ὑμέων τυγχάνουσι ἐπακούοντες, μάθετε τὰ λέγω· πάντως γὰρ οὐδὲν συνήσουσι Πέρσαι τῶν ἐγὼ ὑμῖν ἐντέλλομαι. ἐπεὰν συμμίσγωμεν, μεμνῆσθαι τινὰ χρὴ ἐλευθερίης μὲν πάντων πρῶτον, μετὰ δὲ τοῦ συνθήματος Ἥβης. καὶ τάδε ἴστω καὶ ὁ μὴ ἀκούσας ὑμέων πρὸς τοῦ ἀκούσαντος.
μετάφραση: Άνδρες της Ιωνίας, εσείς που μας ακούτε, μάθετε αυτά που λέγω - ιατί οι Πέρσες δεν θα καταλάβουν τίποτα από αυτά που σας λέω. Όταν θα συγκρουστούμε στη μάχη μαζί τους, πρώτα απ' όλα, ο άνδρας πρέπει να θυμάται την Ελευθερία πάνω απ' όλα, και μετά το συνθηματικό Ήβη. Αυτός που μας άκουσε ας το πει στους άλλους που δεν άκουσαν.[43]

Οι Έλληνες ετοιμάστηκαν για επίθεση, αλλά οι Πέρσες υποχώρησαν, καθώς κατάλαβαν ότι οι Σάμιοι θα πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων - επίσης έστειλαν τους Μιλήσιους μακριά, ώστε να μην ενωθούν κι' αυτοί με τους Έλληνες.[44] Με αυτό τον τρόπο, οι Πέρσες απαλλάχθηκαν από εσωτερικά προβλήματα, άφησαν το στρατόπεδο τους και ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για μάχη.[43][44] Όταν οι Έλληνες πλησίασαν το περσικό στρατόπεδο διαδόθηκε το νέο για τη νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές, κάτι που ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων.[45][46]

Έλληνας οπλίτης μονομαχεί με Πέρση στρατιώτη, 5ος αιώνας π.Χ

Όσον αφορά τους Πέρσες, αυτοί είχαν στη διάθεση τους περίπου τριακόσια πλοία[47][48] επειδή ο στόλος τους φαίνεται να ήταν μικρότερος ή ισάριθμος με τον ελληνικό[48], ο οποίος πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας αριθμούσε 378 πλοία (λόγω των απώλειων τους, ο αριθμός έφθασε στα 300 πλοία).[47] Επίσης, οι Πέρσες έδιωξαν τους Φοίνικες και μ' αυτό τον τρόπο μείωσαν και άλλο τη ναυτική τους δύναμη.[41] Κατά τον Διόδωρο, οι Πέρσες συγκέντρωσαν εκατόν χιλιάδες άνδρες για να προστατεύσουν το στρατόπεδο και τα πλοία τους,[49] με τον Ηρόδοτο να αναφέρει την παρουσία εξήντα χιλιάδων ανδρών, υπό την ηγεσία του Τιγράνη.[41] Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Πέρσες είχαν σαφώς περισσότερους άνδρες απ' ό,τι οι Έλληνες.[50]

Κατά τον Ηρόδοτο, ο Λεωτυχίδας είχε στην κατοχή του 110 τριήρεις[35] - το 480 π.Χ, ο ελληνικός στόλος αριθμούσε 271 τριήρεις στο Αρτεμίσιο και 378 στη Σαλαμίνα.[51][52] Ο ελληνικός στόλος είχε την υπεροχή στη θάλασσα και ισάριθμος με τον περσικό[47] και κατά τον Διόδωρο, οι Έλληνες είχαν στη διάθεση τους 250 πλοία.[49] Αν και οι Αθηναίοι έστειλαν 8.000 άνδρες στις Πλαταιές,[53] διέθεταν πολλούς θήτες, οι οποίοι θα συμμετείχαν ως κωπηλάτες. Κατά τον Ηρόδοτο, κάθε πλοίο είχε τριάντα στρατιώτες,[54] δηλ. οι Έλληνες διέθεταν 3.300 οπλίτες.[54]

Στρατηγική και τακτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διεξαγωγή μάχης στη Μυκάλη δεν είχε κάποια στρατηγική χρησιμότητα, καθώς μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή ολάκερου του στόλου των ηττημένων. Οι Πέρσες ήταν διστακτικοί και αποφάσισαν να αποφύγουν θαλάσσια σύγκρουση[41][47][48][49], ενώ οι Έλληνες, αν και ήταν διστακτικοί,[55] αποφάσισαν να επιτεθούν όταν έμαθαν την κατάσταση του περσικού στόλου.[40] Οι Πέρσες έπρεπε να είχαν το πλεονέκτημα, καθώς ο στόλος των Ελλήνων δεν είχε μεγάλη πείρα, αλλά αυτοί επέλεξαν να παρατάξουν τον στρατό, υπό την ηγεσία του Τιγράνη, οχυρώνοντας την περιοχή.[40][41] Παρ' ολ' αυτά, οι Έλληνες θέλησαν να πολεμήσουν σε ξηρά, κάτι που αμέσως έδωσε το πλεονέκτημα στους Έλληνες, οι οποίοι είχαν καλύτερο εξοπλισμό.[49]

Σχηματικό διάγραμμα της μάχης της Μυκάλης

Στα δεξιά της ελληνικής παράταξης ήταν οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι και οι Τροιζήνιοι και στα αριστερά οι Σπαρτιάτες και οι υπόλοιποι Έλληνες.[56] Στην αρχή, οι Αθηναίοι και οι στρατιώτες στα δεξιά επιτέθηκαν στο περσικό στρατόπεδο, με τους Σπαρτιάτες να προσπαθούν να υπερφαλαγγίσουν τους Πέρσες σε στενό χώρο. Αν και οι Πέρσες απώθησαν τους Έλληνες, οι Αθηναίοι συνέχιζαν να πιέζουν την περσική παράταξη.[56] Οι Πέρσες, μετά από λίγη ώρα, υποχώρησαν - οι Έλληνες εισέβαλλαν στο στρατόπεδο, αλλά τα εθνικά περσικά στρατεύματα παρέμειναν στο πεδίο της μάχης.[56] Ωστόσο, οι Σπαρτιάτες είχαν υπερφαλαγγίσει τους Πέρσες και κατατρόπωσαν τους Πέρσες.[57]

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Σάμιοι ενώθηκαν με τους Έλληνες (σε άγνωστο σημείο της μάχης) και έκαναν ότι μπορούσαν, καθώς δεν ήταν οπλισμένοι. Το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι υπόλοιποι Ίωνες.[57] Οι Μιλήσιοι, οι οποίοι φρουρούσαν τις ακτές της Μυκάλης, ενώθηκαν με τους Έλληνες όταν κατάλαβαν ότι οι τελευταίοι θα νικούσαν.[58] Όσον αφορά τις απώλειες, αυτές δεν αναφέρονται στον Ηρόδοτο - ο τελευταίος αναφέρει ότι και οι δύο πλευρές είχαν ίσες απώλειες.[57] Στη μάχη σκοτώθηκε ο Περίλαος (Περίλεως), στρατηγός των Σικυώνιων[57] - ενώ απ' την πλευρά των Περσών, σκοτώθηκαν ο ναύαρχος Μαρδόντης και ο στρατηγός Τιγράνης, ενώ ο Αρταΰντης δραπέτευσε.[57] Κατά τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο Σικελιώτη, όσοι επέζησαν τη σφαγή, κατευθύνθηκαν στις Σάρδεις.[50][59]

Κύριο λήμμα: Μάχη των Πλαταιών

Οι Έλληνες λεηλάτησαν το περσικό στρατόπεδο και κατέστρεψαν τα περσικά πλοία.[60] Στη Σάμο συζητήθηκαν οι επόμενες κινήσεις. Ο Λεωτυχίδας πρότεινε τη μετακίνηση των κατοίκων της Ιωνίας στην Ελλάδα, καθώς πίστευε ότι δεν θα άντεχαν τις μετέπειτα περσικές επιθέσεις. Ωστόσο, ο Ξάνθιππος αρνήθηκε, λέγοντας πως η Ιωνία αποτελεί ελληνική αποικία - οι Ίωνες έγιναν αργότερα μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας.[60]

Μετά τις μάχες στη Μυκάλη και στις Πλαταιές, η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα έληξε - οι Έλληνες ωστόσο πίστευαν ότι ο Ξέρξης θα ξαναεπιτεθεί, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι οι Πέρσες δεν επιθυμούσαν άλλες συγκρούσεις με τους Έλληνες. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στον Ελλήσποντο για να καταστρέψουν τις περσικές γέφυρες, αλλά όταν έφτασαν εκεί οι γέφυρες είχαν ήδη λυθεί.[61] Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Θρακική Χερσόνησο. Οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στη Σηστό, αλλά οι Αθηναίοι την πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί τελειώνει το έργο του ο Ηρόδοτος. Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία.

Ο Ξενοφών

Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα - αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους.[62] Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη.[63] Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα.[64]

  1. Κικέρων, Περί νόμων I, 5
  2. Ηρόδοτος, Κλειώ (εισαγωγή)
  3. 3,0 3,1 3,2 Holland, σ. xvixvii.
  4. Παπαρρηγόπουλος, Βιβλίον Γ΄, κεφ. Γ΄, παράγρ. Α΄)
  5. Ηροδότου Ιστορίαι - Κλασική εποχή
  6. 6,0 6,1 Finley, σ. 15.
  7. Παυσανίας, Φωκικά, ΧΧ, 2
  8. Πλούταρχος. Περί της Ηροδότου κακοηθείας. σελίδες 29–32. 
  9. Παπαρρηγόπουλος, ο.π.
  10. David Pipes. «Herodotus: Father of History, Father of Lies». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2008. 
  11. Ντυράν, Β΄438, Παπαρρηγόπουλος ο.π.
  12. 12,0 12,1 Holland, σ. 377.
  13. Fehling, σ. 1–277.
  14. Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΑ
  15. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 81
  16. Ηρόδοτος, Τερψιχόρη 95 και Ερατώ 94
  17. Holland, pp. 47-55
  18. Ηρόδοτος, Τερψιχόρη 105
  19. 19,0 19,1 Holland, 171–178
  20. Ηρόδοτος, Ερατώ 44
  21. Ηρόδοτος, Ερατώ 100
  22. Ηρόδοτος, Ερατώ 113
  23. Ηρόδοτος, Πολύμνια 5
  24. Ηρόδοτος, Πολύμνια 7
  25. Ηρόδοτος, Πολύμνια 4-7
  26. Ηρόδοτος, Πολύμνια 32
  27. Ηρόδοτος, Πολύμνια 145
  28. Ηρόδοτος, Πολύμνια 145: Οι Έλληνες ...αποφάσισαν...να πάψουν οι μεταξύ τους έχθρες και πόλεμοι
  29. Ηρόδοτος, Ουρανία 18
  30. Ηρόδοτος, Ουρανία 21
  31. Ηρόδοτος, Ουρανία 50
  32. Ηρόδοτος, Ουρανία 71
  33. Ηρόδοτος, Ουρανία 97
  34. Ηρόδοτος, Ουρανία 113
  35. 35,0 35,1 Ηρόδοτος, Ουρανία 131
  36. Ηρόδοτος, Ουρανία 143
  37. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 7
  38. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 9
  39. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 90
  40. 40,0 40,1 40,2 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 91
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 41,4 41,5 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 96
  42. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 97
  43. 43,0 43,1 43,2 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 98
  44. 44,0 44,1 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 99
  45. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 100
  46. Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΑ 35
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΑ 19
  48. 48,0 48,1 48,2 Ηρόδοτος, Ουρανία 130
  49. 49,0 49,1 49,2 49,3 Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΑ 34
  50. 50,0 50,1 Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΑ 36
  51. Ηρόδοτος, Ουρανία 2
  52. Ηρόδοτος, Ουρανία 48
  53. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 28
  54. 54,0 54,1 Ηρόδοτος, Πολύμνια 184
  55. Ηρόδοτος, Ουρανία 32
  56. 56,0 56,1 56,2 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 102
  57. 57,0 57,1 57,2 57,3 57,4 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 103
  58. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 104
  59. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 107
  60. 60,0 60,1 Ηρόδοτος, Καλλιόπη 106
  61. Ηρόδοτος, Καλλιόπη 114
  62. Holland, pp xvi–xxii
  63. Holland, σ. 358–359
  64. Ξενοφών, Β 2.1.1
  • Holland, Tom. Persian Fire. Abacus, 2005 (ISBN 978-0-349-11717-1)
  • Green, Peter. The Greco-Persian Wars. Berkeley: University of California Press, 1970; revised ed., 1996 (hardcover, ISBN 0-520-20573-1); 1998 (paperback, ISBN 0-520-20313-5)
  • Lazenby, JF. The Defence of Greece 490–479 BC. Aris & Phillips Ltd., 1993 (ISBN 0-85668-591-7)
  • Fehling, D. Herodotus and His "Sources": Citation, Invention, and Narrative Art. Translated by J.G. Howie. Arca Classical and Medieval Texts, Papers, and Monographs, 21. Leeds: Francis Cairns, 1989
  • Connolly, P. Greece and Rome at War, 1981
  • Finley, Moses (1972). «Introduction». Thucydides – History of the Peloponnesian War (translated by Rex Warner). Penguin. ISBN 0140440399. 
  • Goldsworthy, A. (2003). The Fall of Carthage. Cassel. ISBN 0304366420. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]