Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σύνοδος του Ισθμού της Κορίνθου (481 π.Χ.)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Σύνοδος του Ισθμού της Κορίνθου που διεξήχθκε το 481 π.Χ. ήταν το πρώτο πανελλήνιο συνέδριο της ιστορίας. Αφορμή ήταν οι προετιμασίες του Ξέρξη για την δεύτερη επίθεση στην Ελλάδα.

Τι προηγήθηκε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ήττα των Περσών στην Μάχη του Μαραθώνα ο Ξέρξης ως διάδοχος του Δαρείου ξεκίνησε προετοιμασίες για νέα επίθεση στην Ελλάδα. Αφού έκλεισε συμφωνία με τους Καρχηδόνιους για να αποκλείσει την Ελλάδα από τις δυτικές αποικίες της, έστειλε πρέσβεις σε όλες τις πόλεις εκτός από την Αθήνα και την Σπάρτη, ζητώντας τους υποταγή. Σχεδόν όλες οι ελληνικές πόλεις υπέκυψαν και έδωσαν «γη και ύδωρ», άλλες από τρόμο, και άλλες από συμφέρον. Εξαίρεση ήταν μόνο οι Θεσπιές και οι Πλαταιές[1]. Ακόμα και το μαντείο των Δελφών προωθούσε την ηττοπάθεια μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο.

Η πρώτη συνέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τότε ο Θεμιστοκλής ήρθε σε συνενόηση με την Σπάρτη και αποφασίστηκε να γίνει πανελλήνιο συνέδριο με έδρα τον Ναό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου. Τότε ακόμα δεν υπήρχε η διώρυγα. Μόνον οι φιλικά προσκείμενες πόλεις απάντησαν και έστειλαν αντιπροσώπους στο συνέδριο, ενώ οι πόλεις που είχαν ήδη υποταχθεί στους Πέρσες απείχαν. Το συνέδριο έγινε στα τέλη του Φθηνοπόρου του 481 π.Χ. Η προεδρία τους συμβουλίου δώθηκε στην Σπάρτη, και οι σύμβουλοι αναφέρονται ως «πρόβουλοι της Ελλάδας». Σε αυτό το συνέδριο οι Αθηναίοι και οι Αγινίτες, πρώην άσπονδοι εχθροί συμφιλιώθηκαν. Αυτό ήταν επίτευγμα του Θεμιστοκλή και του Τεγεάτη Φίλωνα. Αφού συζητήσανε, το συνέδριο κατέληξε στην απόφαση, οι πόλεις να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Τον όρκο αυτόν έδωσαν 31 ελληνικά άστυ και κατόπιν ρύθμισαν και το ζήτημα των στρατιωτικών δυνάμεων. Όρισαν επίσης κατασκόπους για να τους στείλουν στην Ασία και έστειλαν έκκληση στο Άργος, τις Συρακούσες, την Κέρκυρα και την Κρήτη ζητώντας τους να μπουν και αυτοί στην νεοσύστατη αντιπερσική ένωση. Το Άργος κρύβοντας την συμφωνία με τους Πέρσες δήλωσε ουδέτερο, ενώ οι Συρακούσες βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν τους Αθηναίους επειδή και αυτοί προηγουμένως δεν τους είχαν βοηθήσει στην δύσκολη στιγμή. Ακόμα και οι Κρητικοί λόγω ανταγωνιστισμού και με την πρόφαση ενός χρησμού του μαντείου των Δελφών απέριψαν την πρόταση. Οι Κερκυραίοι και αυτοί αρνήθηκαν.

Οι Σπαρτιάτες λοιπόν επιφορτίστηκαν με την αρχηγία του ενωμένου Ελληνικού στρατού και στόλου, και αρχηγοί ορίστηκαν ο Λεωνίδας και ο Ευριβιάδης αντίστοιχα. Οι Αθηναίοι έδωσαν αμνηστία στους πολιτικούς εξόριστους, και ο Αριτείδης επέστρεψε στο άστυ. Με το έναυσμα της συνέλευσης συγκεντρώθηκε ο ελληνικός στρατός και στόλος. Συγκεντρώθηκαν 75.000 άντρες, και 370 πλοία με 25.000 κωπηλάτες και 3.300 ναύτες οπλίτες μάχης.

Η δεύτερη συνέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές της άνοιξης του επόμενου έτους έγινε και δεύτερο συνέδριο, με την παρουσία και των Θεσσαλών. Εδώ οργανώθηκε η άμυνα, στο στενό των Τεμπών.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κορδάτος, Γιάννης. Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 3. Τόμος. Αθήνα: 20ός Αιώνας. σελ. 42,43.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ηρόδοτος, VII, 145