Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη του Αχελώου (1359)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να μη συγχέεται με τη Μάχη του Αχελώου (917).

Η μάχη του Αχελώου (αλβανικά: Beteja e Akelout‎‎) έλαβε χώρα το 1359 κοντά στον ποταμό Αχελώο, στην Αιτωλία της σύγχρονης Ελλάδας. Ο πόλεμος έγινε μεταξύ των αλβανικών στρατευμάτων, υπό τους Πέτρο Λιόσα και Ιωάννη Σπάτα, και τις δυνάμεις τού δεσποτάτου της Ηπείρου, υπό τον Νικηφόρο Β΄ Ορσίνι. Οι Αλβανοί νίκησαν τον στρατό τού Ορσίνι, ο οποίος υπέστη τεράστιες απώλειες κατά τη διάρκεια της μάχης. Η μάχη ίδρυσε δύο δεσποτάτα από περιοχές, που προηγουμένως ανήκαν στο δεσποτάτο της Ηπείρου: το δεσποτάτο της Άρτας και το δεσποτάτο Αγγελοκάστρου και Λεπάντο.

Από τις αρχές του 14ου αι. η δύναμη τού δεσποτάτου της Ηπείρου μειωνόταν, ενώ οι Αλβανοί φύλαρχοι αύξαναν τον έλεγχό τους σε πολλές περιοχές τού δεσποτάτου. Ο Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι, δεσπότης της Ηπείρου αποφάσισε να δημιουργήσει στενότερες σχέσεις με τη Σερβική Αυτοκρατορία, εγκαταλείποντας την προηγούμενη σύζυγό του Μαρία Καντακουζινή και νυμφευόμενος την αδελφή τής χήρας τού Στέφανου-Ούρου Δ΄ Ντουσάν. Οι Αλβανοί τού δεσποτάτου απείλησαν με εξέγερση, εάν ο Ορσίνι νυμφευτεί την αδερφή τής Ελένης της Βουλγαρίας και δεν ανακαλούσε τη Μαρία, η οποία ήταν μέλος της οικογένειας των Καντακουζηνών τη σύμμαχό τους. [1] Ο Ορσίνι αναγκάστηκε να ανακαλέσει τη Μαρία, αλλά αποφάσισε να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον των Αλβανών, για να σταματήσει την αυξανόμενη ισχύ τους στο δεσποτάτο. [2]

Ο Νικηφόρος Βʹ Ορσίνι συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και βάδισε εναντίον των Αλβανών στις περιοχές, που είχαν εγκατασταθεί στην Αιτωλία, τη σύγχρονη δυτική Ελλάδα. Οι Αλβανοί συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και υπό την ηγεσία τού Πέτρου Λιόσα και πολέμησαν εναντίον τού Ορσίνι στα τέλη της άνοιξης τού 1359 κοντά στον ποταμό Αχελώο. Οι Αλβανοί κέρδισαν τη μάχη, ενώ ο Ορσίνι σκοτώθηκε και ολόκληρος ο στρατός του καταστράφηκε.[1]

Μετά το τέλος τού Νικηφόρου οι υπόλοιπες μεγάλες πόλεις στο δεσποτάτο της Ηπείρου, που κινδύνευαν να καταληφθούν από τα αλβανικά στρατεύματα, υποτάχθηκαν στον Συμεών Ούρεση και οι υπόλοιπες περιοχές τού Δεσποτάτου μοιράστηκαν μεταξύ αυτού και τού Ραδοσλάβου Χλάπενου. Ο Συμεών, μη μπορώντας να εκδιώξει τους Αλβανούς ηγέτες, προσπάθησε να διατηρήσει τον έμμεσο έλεγχο της Ηπείρου αναγνωρίζοντας τον Πέτρο Λιόσα και τον Ιωάννη Σπάτα ως δεσπότες, στις περιοχές της Άρτας και τού Αγγελοκάστρου και τού Λεπάντο αντίστοιχα.[2]

Αν και το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου περιήλθε προσωρινά υπό αλβανική κυριαρχία, λόγω της επιμέρους φυλετικής τους δομής και της έλλειψης κεντρικής εξουσίας, οι Αλβανοί δεν αντικατέστησαν καμία υπάρχουσα ελληνική ή σερβική κυριαρχία με ένα συγκεντρωτικό αλβανικό κράτος. Ως επακόλουθο το 1366-67 μόνο η πόλη των Ιωαννίνων δεν βρισκόταν υπό τον αλβανικό έλεγχο.[2]

  1. 1,0 1,1 Arbel, Benjamin· Hamilton, Bernard (1989). Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204. Mediterranean historical review. 4. Routledge. σελ. 104. ISBN 0-7146-3372-0. 
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. σελίδες 348–51. ISBN 0-472-08260-4.