Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαγιορδόμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο μαγιορδόμος είναι μεσαιωνικός τίτλος και σημαίνει κύριος του παλατιού. Η λέξη εκπορεύεται από τον λατινικό όρο maior domus ή και majordomo, που κυριολεκτικά σημαίνει «ανώτερος (/ κύριος) του οίκου» (γερμ. Hausmeier, Majordomus - αγγλ. Mayor of the Palace). Κατά τη δυναστεία των Μεροβιγγείων ο μαγιορδόμος ήταν ο διαχειριστής του παλατιού του βασιλιά των Φράγκων. Το αξίωμα υπήρχε από τον 6ο αιώνα και κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα εξελίχθηκε σε «εξουσία πίσω από το θρόνο» στο βορειοανατολικό βασίλειο της Αυστρασίας. Το 751 ο μαγιορδόμος Πιπίνος ο Βραχύς οργάνωσε την εκθρόνιση του Χιλδέριχου Γ΄ και στέφθηκε βασιλιάς στη θέση του.

Οι μαγιορδόμοι κατείχαν την πραγματική εξουσία λαμβάνοντας αποφάσεις που επηρέαζαν το βασίλειο, ενώ οι βασιλιάδες είχαν περιοριστεί κυρίως σε εθιμοτυπικό ρόλο, κάτι που τους καθιστούσε σχεδόν διακοσμητικά στοιχεία (rois fainéants, «βασιλιάδες τεμπέληδες»). Το αξίωμα του μαγιορδόμου μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο με αυτό του Πεσβά, του Σόγκουν ή του Πρωθυπουργού, αξιώματα τα οποία έχουν το χαρακτηριστικό ότι ασκούν την πραγματική εξουσία πίσω από έναν εθιμοτυπικό μονάρχη.

Στην Αυστρασία το αξίωμα του μαγιορδόμου είχε γίνει κληρονομικό της οικογένειας των Πεπινιδών. Το 687, μετά από νίκη του επί του δυτικού βασιλείου της Νευστρίας, ο Πεπίνος του Χέρσταλ πήρε τον τίτλο του Δούκα των Φράγκων για να τονίσει την αύξηση της εξουσίας του. Ο γιος και διάδοχός του, Κάρολος Μαρτέλος, έπαψε να ασχολείται με το façade, τον κατ' επίφαση βασιλιά και τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ηγεμονίας του (743–747) ήταν ουσιαστικά ο βασιλιάς, καθώς ο προκάτοχός του είχε πεθάνει χωρίς να ορίσει διάδοχο.

  • Charles Oman. The Dark Ages, 476–918. London: Rivingtons, 1914.