Μαλβαζία
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μαλβαζία (ή Μαλβασία) είναι ένα γλυκό, λιαστό κρασί που παράγεται στην περιοχή της Μονεμβασιάς, προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (Π.Ο.Π.)[1].
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επωνυμία Μαλβαζία (Malvasia) ήταν γεωγραφική και υποδήλωνε τη βυζαντινή πόλη της Μονεμβασιάς κατά τους Φράγκους οι οποίοι ονόμαζαν έτσι και τον οίνο της Μονεμβασιάς.
Οι αμπελώνες βρίσκονταν στη «Δωριέων Χώρα», την περιοχή της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς που αποτελούσε ευνοϊκότατο περιβάλλον για αμπελοκαλλιέργεια. Το γλυκύ παράλιο κλίμα σε συνδυασμό με την εδαφολογική διαμόρφωση αποτελούσαν τα εξαιρετικά εκείνα προσόντα που έδιναν τη μοναδική ποιότητα του οίνου Μαλβαζία .
Εκεί παραγόταν πριν τον 13ο αιώνα και οι ντόπιοι έμποροι το φόρτωναν στα καράβια από το λιμάνι της Μονεμβασιάς με προορισμό τα λιμάνια της Μεσογείου και από εκεί την υπόλοιπη Ευρώπη. Στα βυζαντινά χρόνια η οικονομία στις πόλεις κάστρα όπως η Μονεμβασιά βασιζόταν στο εμπόριο. Οι πόλεις αυτές μετά τον 14ο αιώνα αποκτούν σημαντικά προνόμια και κάνουν ελεύθερα αγοραπωλησίες σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Σ’ αυτά οι Μονεμβασιώτες έμποροι εμπορεύονταν το κρασί της Μονεμβασιάς τον Μονεμβάσιο ή Μονεμβασιώτη ή Μονεμβάσια που οι Βενετοί και Γενουάτες έμποροι πωλούσαν με το όνομα Malvasia.
Πέντε ολόκληρους αιώνες κράτησε η κυριαρχία του ελληνικού Μονεμβασία-Malvasia στις ξένες αγορές της Ανατολής και της Δύσης. Άρχισε να παράγεται πριν τον 13ο αιώνα στη βυζαντινή Μονεμβασιά και συνεχίστηκε στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.
Ο Μαλβαζία ήταν ένας βυζαντινός οίνος με γεωγραφική επωνυμία καταγωγής. Η επωνυμία αυτή θεωρείται μια ιστορική ονομασία προελεύσεως.
Αργότερα η κατάληψη της Μονεμβασιάς από τους Τούρκους είχε σαν συνέπεια να καταστραφούν οι αμπελώνες και να εκλείψει ο οίνος Μαλβαζία . Στην Ευρώπη όμως χρησιμοποίησαν το όνομά του για διάφορες ποικιλίες αμπέλου που υπάρχουν και σήμερα όπως και ανάλογοι οίνοι.
Η παραπάνω άποψη, με το συνοδευτικό αφήγημα, είναι η επικρατούσα, χωρίς βεβαίως αυτό να αποτελεί εχέγγυο εγκυρότητας. Στη συνέχεια παρατίθεται μια σφαιρικότερη και πληρέστερη προσέγγιση βασισμένη σε ιστορικά στοιχεία, αναφορές και παραπομπές που στοιχειοθετεί και αποδεικνύει την αμιγώς κρητική καταγωγή της μαλβαζίας.
Η μαλβαζία, απ’ όπου πήρε και το όνομά της, είναι το κρασί που παράγεται στην επαρχία Μαλεβιζίου, δηλαδή στο βορειοδυτικό τμήμα του Ηρακλείου. Το Ηράκλειο την περίοδο της Βενετοκρατίας ονομαζόταν Candia εξ ου και η Malvasia di Candia.
Τον 15ο και 16ο αιώνα μαρτυρείται μεγάλη εξαγωγή κρητικών κρασιών σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο και την Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία, Τσεχία, Αγγλία, Πορτογαλία, Κωνσταντινούπολη, Μαύρη Θάλασσα, Αλεξάνδρεια κλπ.) με ετήσια εξαγωγή περί τα 60.000 βαρέλια, όπως μας πληροφορεί ο βενετός προβλεπτής της Κρήτης Foscarini. Ο ιταλός περιηγητής Buondelmonti γράφει στα 1415 για την περιοχή του Χάνδακα - Ηρακλείου και τα «κλήματα που λέγονται αθήρια» και «την εξαιρετική μαλβαζία». Στο καλεντάρι του γνωστού για την εποχή ιταλού εμπόρου Antonio Alimenti υπάρχουν σαφείς αναφορές στην κρητική μαλβαζία και στους χώρους παράδοσης αλλά και ονόματα προμηθευτών όπως Δάνδολος, Ντουάρος, Μαρκετάκης κ.α. Ο Knolles στα 1603 γράφει ότι «η Κρήτη είναι τώρα πολύ φημισμένη σε μεγάλο μέρος του κόσμου για την καλή malmesey (μαλβαζία) που παράγεται εκεί και η οποία εξάγεται με μεγάλη αφθονία σε πολλές μακρινές χώρες». Μαρτυρίες επίσης υπάρχουν, όπως αυτή του Belon, για το γεγονός ότι οι Πορτογάλοι στα 1421 μεταφύτεψαν στη Μαδέρα κλήματα μαλβαζίας από την Κρήτη. Στα απομνημονεύματα του Ι. Παπαδόπουλου υπό την έκδοση του A. Vincent αναφέρεται η μαλβαζία ως κρητικό κρασί.
Το κρασί αυτό, προφανώς από σύγχυση, συνδέθηκε στη δυτική Ευρώπη με τη Μονεμβασιά, που ήταν γνωστό λιμάνι της Πελοποννήσου, καθώς το όνομά της θύμιζε κάπως το όνομα του κρασιού. Και δυστυχώς συνεχίζεται ως τις μέρες μας η παλιά σύγχυση Μαλεβιζίου – Μονεμβασιάς και αμφισβητείται η κρητική προέλευση του κρασιού.
Η επαρχία Μαλεβιζίου ονομάστηκε κατά τη βενετοκρατία από το ομώνυμο φρούριο Malvicino, που ήταν διοικητικό κέντρο της επαρχίας και του οποίου λείψανα σώζονται ως σήμερα. Το συγκεκριμένο φρούριο αναφέρεται σε βενετικά έγγραφα του 1303 και του 1364 και η ονομασία του προκύπτει από το βενετικό τύπο Malvesin. Όλη η περιοχή ήταν και είναι οινοπαραγωγός και επομένως ήταν φυσικό να ονομαστεί το παραγόμενο κρασί από την ονομασία του τόπου, όπως λέμε Αγριλιώτικο (από την περιοχή του Αγριλού των Μέσα Μουλιανών Σητείας), Κισσαμίτικο, Σαμιώτικο, Ζίτσας κλπ. Προφανώς η εικασία της κας Κουράκου σε σειρά άρθρων της πως υπήρχε «βυζαντινό» κρασί μαλβαζία που αρχικά εξαγόταν από τη Μονεμβασιά και για εμπορικούς λόγους διαφήμισης χρησιμοποιήθηκε για το κρητικό κρασί δεν ευσταθεί καθώς στα παλιά εκείνα χρόνια αγνοούσαν το marketing, οι ονομασίες των κρασιών ήταν εμπειρικές και παραδοσιακές ενώ η Κρήτη ήταν αυτάρκης στα κρασιά και στις ονομασίες τους.
Η Μονεμβασιά δεν ήταν οινοπαραγωγός περιοχή ούτε είναι πιθανό ότι στην κλειστή οικονομία της τουρκοκρατίας ή στα βυζαντινά χρόνια γινόταν αξιόλογη εξαγωγή κρασιών. Το όλο οικονομικό σύστημα και ο κρατικός παρεμβατισμός του Βυζαντίου δεν ευνοούσε την ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου, όπως έχει δείξει ο ιστορικός της οικονομίας Ανδρ. Ανδρεάδης. Επιπλέον, ο Β. Κριμπάς παρατήρησε τη φθορά της ονομασίας του κρασιού από malvasia στα 1326, σε monovassia στα 1381, σε επίσημα έγγραφα της εποχής.
Στην αναφορά του Γάλλου περιηγητή A. Thevet από την Κρήτη, στα μέσα του 16ου αιώνα, στην Κρήτη «πίνουν malvoisie και μάλιστα ανέρωτο». Ο τύπος malvoisie πείθει για την προέλευση από το Malvicino (vicino = voisin στα γαλλικά). Στην έκθεση του προβλεπτή Κρήτης Morosini, στα 1626, αναφέρεται σαφέστατα ότι από την Κρήτη εξάγονται «μεγάλες ποσότητες μοσχάτου και malvasia garbo» δηλαδή «εξαιρετικής μαλβαζίας».
Τέλος στην Περιγραφή της Πελοποννήσου του Ιταλού περιηγητή Alessandro Pini αναγράφεται ότι στα 1703 (κατά τη διάρκεια της βενετικής κατοχής της Πελοποννήσου) το κρασί malvasia «δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστον γνωστό» στη Μονεμβασία.