Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαρία Πάβλοβνα (Μαρία του Μεκλεμβούργου-Σβερίν)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να μη συγχέεται με τη Μαρία του Μεκλεμβούργου (1365-1402).
Μαρία Πάβλοβνα (Μαρία του Μεκλεμβούργου-Σβερίν)
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Мария Павловна Мекленбург-Шверинская (Ρωσικά) και Marie Alexandrine Elisabeth Eleonore zu Mecklenburg-Schwerin (Γερμανικά)
Γέννηση2ιουλ. / 14  Μαΐου 1854γρηγ. (απροσδιόριστο ημερολόγιο, θεωρείται Ιουλιανό)[1]
Λούντβιγκσλουστ
Θάνατος6  Σεπτεμβρίου 1920
Κοντρεξεβίλ
Αιτία θανάτουνόσος
Τόπος ταφήςΒοζ
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία (από 1874)
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός (από 1908)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςπαλαιά ανατολικοσλαβική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααριστοκράτης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΒλαδίμηρος Αλεξάνδροβιτς της Ρωσίας (1874–1909)[2][3][4]
ΤέκναΚύριλλος Βλαδιμήροβιτς της Ρωσίας
Μεγάλη Δούκισσα Ελένη Βλαδιμήροβνα της Ρωσίας
Μπορίς Βλαδιμήροβιτς της Ρωσίας
Ανδρέας Βλαδιμήροβιτς της Ρωσίας
Grand Duke Alexander Vladimirovich of Russia[5]
ΓονείςΦρειδερίκος Φραγκίσκος Β΄ του Μεκλεμβούργου-Σβερίν[1] και Αυγούστα Ρόις του Κέστριτς[1]
ΑδέλφιαΕλισάβετ Αλεξανδρινή του Μεκλεμβούργου-Σβερίν
Ερρίκος του Μεκλεμβούργου-Σβερίν
Φρειδερίκος Φραγκίσκος Γ΄ του Μεκλεμβούργου-Σβερίν
Αδόλφος Φρειδερίκος του Μεκλεμβούργου
Ιωάννης Αλβέρτος του Μεκλεμβούργου
Παύλος Φρειδερίκος του Μεκλεμβούργου
Φρειδερίκος-Γουλιέλμος του Μεκλεμβούργου-Σβερίν
Άννα του Μεκλεμβούργου-Σβερίν
ΟικογένειαΟίκος του Μεκλεμβούργου
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαρία (γερμ. Marie von Mecklenburg-Swerin, 4 Μαΐου 1854 - 6 Σεπτεμβρίου 1920), μετέπειτα Μαρία Πάβλοβνα, από τον Οίκο του Μεκλεμβούργου ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα του Μεκλεμβούργου-Σβερίν και με τον γάμο της έγινε μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας.

Η Μαρία Αλεξανδρινή Ελισάβετ Ελεωνόρα γεννήθηκε στο Ανάκτορο του Λούντβιχσλουστ και ήταν το τρίτο παιδί και η πρώτη κόρη του Φρειδερίκου Φραγκίσκου Β΄ του Μεκλεμβούργου-Σβερίν και της Αυγούστας, κόρης του Ερρίκου ΞΓ΄ Ρόυς του Κέστριτς. Ήταν γνωστή στην οικογένειά της ως Μίχεν.

Το 1857 η οικογένεια μετακόμισε στο Σβερίν και περνούσε τα καλοκαίρια στο Λούντβισχλουστ. Η μητέρα της πέθανε όταν η Μαρία ήταν οκτώ ετών και ο πατέρας της παντρεύτηκε δύο φορές ακόμη. Συνολικά, είχε δέκα αδέλφια.

Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά, είχε αρραβωνιαστεί τον Γεώργιο Αλβέρτο Α΄ του Σβάρτσμπουργκ-Ρούντολσταντ, αλλά διέλυσε τον αρραβώνα μόλις γνώρισε τον Μεγάλο Δούκα Βλαδίμηρο Αλεξάνδροβιτς, γιο του Αλεξάνδρου Β΄ της Ρωσίας, το 1871.

Το ζευγάρι παντρεύτηκε στα Χειμερινά Ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης στις 28 Αυγούστου 1874. Απέκτησε τέσσερεις γιους και μία κόρη.

Μετά το γάμο, απέκτησε το ρωσικό ορθόδοξο όνομα "Μαρία Πάβλοβνα" για να τονίσει την καταγωγή της από τον Παύλο της Ρωσίας, αλλά διατήρησε την πίστη της στο λουθηρανικό δόγμα, γεγονός άνευ προηγουμένου στην αυτοκρατορική Αυλή. Συγκεκριμένα, ήταν γνωστή ως "Μαρία Πάβλοβνα η Πρεσβύτερη" για να μην συγχέεται με την Μαρία Πάβλοβνα τη Νεότερη, ανιψιά της και κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου Αλεξάνδροβιτς και της Αλεξάνδρας της Ελλάδας.

Προσωπικότητα και πολυτέλεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρία έμενε στο Παλάτι του Βλαδίμηρου στην Αγία Πετρούπολη που είχε χτιστεί για το σύζυγό της το 1872. Είχε καλή μόρφωση και αγάπη στη λογοτεχνία και ήταν διάσημη οικοδέσποινα και γνωστή για το χιούμορ, την κοινωνικότητα και την μεγαλοπρέπειά της, με πολλούς να την αποκαλούν την μεγαλοπρεπέστερη από όλες τις μεγάλες δούκισσες. Όπως και ο σύζυγός της, αγαπούσε τις καλές τέχνες και μετά το θάνατό του, έγινε πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών.

Ήταν γνωστή για την κομψότητα και την πολυτέλειά της. Έκανε συχνές και πολύμηνες επισκέψεις στο Παρίσι, όπου ήταν γνωστή για τις παραγγελίες της στον οίκο κοσμημάτων Καρτιέ. Η συλλογή της από κοσμήματα ήταν εκτενής, με κομμάτια όπως το σμαράγδι 100 καρατίων από την προ-προ-προγιαγιά της, αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, το ρουμπίνι 5 καρατίων της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας, μια τιάρα κοκόσνικ με ζαφείρι 137 καρατίων, μια καρφίτσα μπούστου με ζαφείρι 162 καρατίων και την τιάρα Βλαδίμηρου με διαμάντια και μαργαριτάρια του οίκου Μπόλιν που αργότερα πέρασε στην κατοχή της βρετανικής βασιλικής οικογένειας.

Ακόμη, ήταν εθισμένη στο τζόγο και έκανε πολλές επισκέψεις στο καζίνο του Μόντε Κάρλο, ενώ για αυτόν τον εθισμό της ο Τσάρος την είχε προσωρινά εξορίσει από την Αυλή.

Το 1879 ο μεγαλύτερος αδελφός της και διάδοχος του δουκάτου, Φρειδερίκος Φραγκίσκος, παντρεύτηκε τη Μεγάλη Δούκισσα Αναστασία Μιχαήλοβνα, ενισχύοντας τους δεσμούς των δύο οικογενειών.

Σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είχε πολύ καλή σχέση με τον πεθερό της, τσάρο Αλέξανδρο, όμως αυτό άλλαξε μετά το γάμο του με την Εκατερίνα Μιχαήλοβνα Ντολγκορούκοβα, την οποία η Μαρία -όπως και η υπόλοιπη αυτοκρατορική οικογένεια- δεν αποδέχθηκε. Το 1880 έγινε τρομοκρατική επίθεση κατά του Τσάρου στα Χειμερινά Ανάκτορα, αλλά η Μαρία και η αυτοκρατορική οικογένεια δεν τραυματίστηκαν. Ο Αλέξανδρος Β΄ δολοφονήθηκε το Μάρτιο του 1881.

Είχε κακές σχέσεις με τη συννυφάδα της, αυτοκράτειρα Μαρία Φιόντοροβνα (σύζυγο του νέου Αυτοκράτορα, Αλεξάνδρου Γ΄), καθώς εκείνη την αντιπαθούσε λόγω της γερμανικής της καταγωγής, ενώ η Μαρία Πάβλοβνα θεωρούσε ότι ο σύζυγός της θα γινόταν καλύτερος αυτοκράτορας από τον αδελφό του. Aργότερα, ανταγωνιζόταν την αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα και τον αυτοκράτορα Νικόλαο Β΄ για τα δικαιώματα των γιων της στο θρόνο.

Φιλοδοξίες για τα παιδιά της

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρία είχε υψηλά σχέδια για τους γιους της, αλλά και για το μέλλον της μοναχοκόρης της, Ελένης. Αρχικά, η Ελένη αρραβωνιάστηκε τον Μαξιμιλιανό, Διάδοχο της Βάδης, το 1898, όμως εκείνος ακύρωσε τον αρραβώνα για να παντρευτεί τη Μαρία Λουίζα του Αννοβέρου (1900). Η διάλυση του αρραβώνα εξόργισε τη Μαρία και έκανε την Ελένη στόχο κοροϊδίας στην Αυλή. Αργότερα, κυκλοφόρησαν φήμες για πιθανούς αρραβώνες της Ελένης με τον Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας και τον Φερδινάνδο της Βουλγαρίας. Οι γονείς της προσπάθησαν ακόμη να την παντρέψουν με τον Αλβέρτο του Βελγίου και τον Λουδοβίκο του Μονακό, χωρίς αποτέλεσμα. Υπήρξε ακόμη φήμη ότι η μητέρα της προσπάθησε να την παντρέψει με τον Μεγάλο Δούκα Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς, πρώτο της εξάδελφο, παρά την απαγόρευση γάμου μεταξύ πρώτων εξαδέλφων από τη Ρωσική Εκκλησία. Τελικά, η Ελένη παντρεύτηκε το Νικόλαο της Ελλάδας και της Δανίας (1902), παρά την αρχική άρνηση των γονιών της, καθώς εκείνος δεν είχε πιθανότητες διαδοχής του ελληνικού θρόνου ούτε και περιουσία. Το ζευγάρι απέκτησε τρεις κόρες, τις οποίες η Μαρία λάτρευε και τις έβλεπε κάθε χρόνο στην Αγία Πετρούπολη.

Η φιλοδοξία για της Μαρίας για την άνοδο του γιου της, Κυρίλλου Βλαδιμήροβιτς, στον αυτοκρατορικό θρόνο έλαβε μεγάλο πλήγμα το 1905 όταν εκείνος παντρεύτηκε τη Βικτωρία Μελίτα του Εδιμβούργου, κόρη του Αλφρέδου, Δούκα του Εδιμβούργου, και της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας Αλεξάνδροβνας. Ο γάμος προκάλεσε σκάνδαλο στην Αυλή, καθώς το ζευγάρι ήταν πρώτα ξαδέρφια, συνεπώς μια ένωση που δεν ήταν αποδεκτή από την Εκκλησία, αλλά και επειδή η Βικτωρία ήταν διαζευγμένη, και μάλιστα με τον αδελφό της αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας, Ερνέστο Λουδοβίκο της Έσσης και παρά τω Ρήνω. Ο γάμος δεν είχε λάβει την άδεια του τσάρου Νικολάου ούτε έγινε αποδεκτός και ο Κύριλλος έχασε τον τίτλο του μεγάλου δούκα και τα δικαιώματά του στη διαδοχή.

Όμως, λόγω των θανάτων αρσενικών μελών της ευρύτερης οικογένειας των Ρομανώφ, με τελευταίους εκείνους των θείων του Τσάρου, Μεγάλων Δουκών Σεργίου Αλεξάνδροβιτς (δολοφονήθηκε το 1905) και Αλεξίου Αλεξάνδροβιτς (1908), αλλά και του νέου, μοργανατικού γάμου του νεότερου θείου του, Παύλου Αλεξάνδροβιτς (1902), ο Νικόλαος Β΄ δέχθηκε να αποκαταστήσει τον τίτλο του Κυρίλλου και να αναγνωρίσει τη σύζυγό του, η οποία είχε ασπαστεί την ορθοδοξία, ως "Μεγάλη Δούκισσα Βικτωρία Φεοντόροβνα".

Μεταστροφή στην ορθοδοξία και χηρεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1908 η Μαρία άλλαξε απροσδόκητα δόγμα και ασπάστηκε την Ορθοδοξία. Η απομνημονευματογράφος Μέριελ Μπιουκάναν, κόρη του Βρετανού διπλωμάτη, πίστευε ότι αυτό συνέβη αφότου εισακούστηκαν οι προσευχές της στην Παναγία για την ασφαλή επιστροφή του γιου της, Κυρίλλου, από τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, αλλά πολλοί είχαν την άποψη ότι αυτό έγινε διότι οι γιοι της ήταν πλέον επόμενοι στη σειρά διαδοχής.

Ένα χρόνο μετά, ο σύζυγός της πέθανε και η Μαρία καταρρακώθηκε από το γεγονός και φορούσε μαύρα ρούχα έως το τέλος της ζωής της.

Το 1912 ο εναπομείνας αδελφός του Τσάρου, Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς, παντρεύτηκε μια γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης και ο γάμος κρίθηκε μοργανατικός. Ο Νικόλαος Β΄ απέσυρε τον τίτλο του ως μεγάλου δούκα και, συνεπώς το δικαίωμα της διαδοχής. Καθώς ο αδύναμος μοναχογιός του Τσάρου, τσάρεβιτς Αλέξιος Νικολάγιεβιτς, έπασχε από αιμορροφιλία, επόμενος στη σειρά διαδοχής ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Μαρίας, Κύριλλος, και σύμφωνα με τους νόμους διαδοχής θα γινόταν αντιβασιλέας του Αλεξίου έως εκείνος έκλεινε τα 21, σε περίπτωση που ο Νικόλαος πέθαινε νωρίτερα. Όμως, ο Νικόλαος παρέκαμψε το νόμο και όρισε τη μεγαλύτερη κόρη του, Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Νικολάγιεβνα, αντιβασιλέα του Αλέξιου, με την αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα κηδεμόνα, προκαλώντας την οργή της Μαρίας.

Δράση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διακήρυξε αμέσως την υποστήριξή της στη Ρωσία, τη χώρα στην οποία ζούσε επί σαράντα χρόνια, αντί για την πατρίδα της. Μάλιστα, είπε ότι ήταν Μεκλεμβουργιανή μόνο όσον αφορούσε το μίσος της για τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄, ο οποίος αντιπροσώπευε ότι είχε διδαχθεί να απεχθάνεται από μικρή ηλικία, δηλαδή την τυραννία του οίκου των Χοεντσόλλερν και την παρακμή που έφεραν στη Γερμανία. Συνεισέφερε στην αρωγή του ρωσικού στρατού με τη χρηματοδότηση νοσοκομειακών τραίνων και την ίδρυση φιλανθρωπικού ιδρύματος που προσέφερε ρουχισμό και χρήματα σε ανάπηρους στρατιώτες που επέστρεφαν στη Ρωσία.

Όταν ο Τσάρος ανέλαβε τη διοίκηση των στρατευμάτων το 1915, η Μαρία φοβήθηκε ότι η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα θα αναλάμβανε την εξουσία. Το διάστημα 1916-17 κυκλοφόρησαν φήμες ότι ήθελε να οργανώσει πραξικόπημα για να εξαναγκάσει τον Νικόλαο Β΄ να παραιτηθεί υπέρ του ανήλικου γιου του και να εγκαταστήσει το γιο της, Κύριλλο, ή τον Μεγάλο Δούκα Νικόλαο Νικολάγιεβιτς ως αντιβασιλέα. Μάλιστα, το 1916, πρότεινε το γάμο του δεύτερου γιού της, Βόρι Βλαδιμήροβιτς, με τη Μεγάλη Δούκισσα Όλγα, αλλά η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα απέρριψε την πρόταση αμέσως λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας και της ασωτίας του Βόριδος, εξοργίζοντας τη Μαρία.

Μετά τη Ρωσική Επανάσταση (1917), το αυτοκρατορικό ζεύγος και τα παιδιά τους αιχμαλωτίστηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας που επεβίωσαν των Μπολσεβίκων εγκατέλειψαν τη Ρωσία, αλλά η Μαρία ήταν η τελευταία που έφυγε. Έως το 1918 διέμεινε στο Κισλοβόντσκ του Καυκάσου με τους δύο νεότερους γιους της, Βόρι και Ανδρέα, ελπίζοντας ακόμη στην άνοδο του Κυρίλλου στο θρόνο. Εντωμεταξύ, ο Τσάρος και η οικογένειά του εκτελέστηκαν τον Ιούλιο του 1918. Η Μαρία και οι γιοι της ξέφυγαν από τους Μπολσεβίκους μέσω μια ψαρόβαρκας προς την Ανάπα, όπου έμεινε επί 14 μήνες. Αρχικά, αρνήθηκε να φύγει και απέρριψε την μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη γιατί δεν ήθελε να υποστεί ξεψείρισμα. Αντίθετα, ο Βόρις και η ερωμένη του, Ζινάιντα Σεργκέγιεβνα Ρατσέβσκαγια, έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη παρά τη δική της επιθυμία. Η Μαρία μετέβη στο Νοβοροσσύσκ, όπου συνάντησε την ανιψιά της, Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Αλεξάνδροβνα, η οποία σύντομα έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.

Τελικά, η ίδια εγκατέλειψε τη Ρωσία το Μάρτιο του 1920 όταν ο αρχηγός του Λευκού Στρατού την ενημέρωσε ότι έχαναν τον πόλεμο, οπότε έφυγε μαζί με τον γιό της, Ανδρέα, την ερωμένη του, Ματίλντα-Μαρία Φελίξοβνα Κσεσσίνσκα, και το γιό τους, Βλαντίμιρ, για τη Βενετία, έχοντας πάρει κρυφά όσα κοσμήματα μπορούσε μαζί της.

Από τη Βενετία, μετέβη στις Κάννες και μετά στην Ελβετία, επιστρέφοντας σύντομα στη Νότια Γαλλία. Παρά τις δυσκολίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει ψήγματα της παλιάς της αίγλης πουλώντας τα κοσμήματά της για να να διατηρήσει τον πολυτελή τρόπο ζωής της. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της η υγεία της χειροτέρευε συνεχώς.

Πέθανε στη Κοντρεξεβίλ στις 6 Σεπτεμβρίου 1920 σε ηλικία 66 ετών και τάφηκε στο Παρεκκλήσι των Αγίων Βλαδιμήρου και Μαρίας Μαγδαληνής που η ίδια είχε χτίσει το 1909. Ήταν η τελευταία Ρομανώφ που διέφυγε από τη Ρωσία και η πρώτη που πέθανε στην εξορία.

Παντρεύτηκε το 1874 τον 2ο εξάδελφό της, Βλαδίμηρο Αλεξάνδροβιτς της Ρωσίας, και είχε τέκνα:

  • Robert K. Massie, Nicholas and Alexandra, 1967, Dell Publishing Co., ISBN 0-440-16358-7
  • John Curtis Perry and Constantine Pleshakov, The Flight of the Romanovs, Basic Books, 1999, ISBN 0-465-02462-9